Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Αν δεν σου φτάνει μια σκληρή προσευχή; *




«Εγώ, σαν το ζητιάνο,
μόνο μ’ εκείνα τα ατελείωτα
πατερημά και Παναγία Δέσποινα
 μπορώ  να εκφραστώ.
Δεν ξέρω πια να μιλώ!»  1

Άρθουρ  Ρεμπώ


Οι μαθητές του Χριστού  αφού έχουν γίνει αυτόπτες μάρτυρες πολλών θαυμαστών ενεργειών, βρίσκονται λίγο μετά από την Μεταμόρφωσή. Δυο εξ αυτών του προτείνουν  σύμφωνα και με την εξουσία που τους έχει δοθεί, να προσευχηθούν  ώστε να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους  «απειθείς» Σαμαρείτες. 2 Θέλανε να ευχαριστήσουν το Χριστό, να του κάνουν μια χάρη και να τον βγάλουν από μια δύσκολη θέση. Σαν καλοί μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης και εφόσον δόθηκε και σε αυτούς η ίδια  εξουσία στην προσευχή σαν τους προφήτες του Ισραήλ, 3  θεωρούν ότι μπορούν να προσεύχονται και να  ζητάνε τα αυτονόητα  κάτι σαν πνευματικά  δικαιώματα επάνω στον Χριστό.

Το  Ευαγγέλιο του Λουκά όμως συνεχίζει με κάποιες  προϋποθέσεις μαθητείας που τους βάζει ο Χριστός και φτάνει μέχρι το σημείο εκείνο που τον ακούνε να προσεύχεται. Καθώς  ολοκληρώνει την προσευχή Του,  μαζεύονται ξανά γύρω του και του ζητάνε το εξής : «Κύριε, δίδαξέ μας πώς να προσευχόμαστε». 4  Οι μαθητές μετά από τις ένδοξες πνευματικές τους επιδόσεις,  επιθυμούν να μάθουν τελικά, τι είναι  η προσευχή. Αυτοί που νόμιζαν μέχρι εκείνη την στιγμή ότι κατείχαν την προσευχή ως εξουσία επάνω σε δαιμόνια, ανθρώπους, τροφές και ζώα.

Αυτή τη  δεύτερη  φορά, δεν του θέτουν το αρχικό ερώτημα για τον αν θέλει να του κάνουν μια ακόμα χάρη ή να θαυματουργήσουν  εκ μέρους Του ή στο όνομά Του, έτσι, για να τον ευχαριστήσουν που τους έδωσε την  εξουσία του «δεσμείν και λύειν». Και ζητούν ακριβώς το αντίθετο,  να τους λύσει από τις τραγικές βεβαιότητες των σχεδόν δαιμονικών προσευχών τους που  δεν ξέρουν ακόμα  ποιανού πνεύματος είναι.
Οι μαθητές δεν ζητάνε να μάθουν μόνο πως προσεύχεται ο Κύριος τους  ώστε να προσεύχονται και αυτοί ορθά  στο μέλλον, αλλά  ζητάνε να τον γνωρίσουν καλύτερα. Ο ενθουσιασμός από τα (ιερ)αποστολικά  τρεχάματα, τους οδήγησε στην    λησμονιά του  ποιος είναι τελικά ο Χριστός για τους ίδιους  μα και για τους άλλους.  Ουσιαστικά μέσα από το αίτημα  αυτό της ορθής προσευχής, οι μαθητές επιθυμούσαν βαθιά να γνωρίσουν (να γνωρίζουν αδιάκοπα) τον Κύριο τους` σε μια γνωριμία που  δεν θα  έχει τέλος. Και είναι εκεί, στα  έσχατα της, στο φτάσιμό της, όπου  η Εκκλησία θα γνωρίζει αιώνια τον Χριστό, εμπλουτίζοντας  κάθε φορά και με  νέα λόγια την δοξολογία της στην Βασιλεία Του, σε μια αιώνια γνωριμία  μαζί Του. Το πρόβλημα των μελλών του Σώματος παραμένει να είναι  το είδος της προσευχής. Ιδιαίτερα όταν στην  προσευχή   δεν γίνεται πάντα φανερό ποιανού πνεύματος είναι.

Δεν αποκαλύπτουμε συχνά  και με την ίδια ευκολία τις προθέσεις μας, τους λογισμούς μας, σχεδόν  εξομολογητικά όπως και  οι πρώτοι μαθητές στον Χριστό. Υπάρχουν στιγμές που αναπαυόμαστε στις πολύωρες προσευχές μας. Άλλες φορές έχουμε κατά νου, έναν  κατάλογο ονομάτων  που  καταφέρνουμε και μνημονεύουμε, ανατριχιάζοντας  από την χαρά μας μόλις ψυλλιαστούμε  ότι ακούστηκε μόνο η δική μας  προσευχή στο αίτημα του τάδε.   Μπορεί ακόμα να έχουμε και «πληροφορία» για το τι θα ήταν το καλύτερο για τον καθέναν.

Γνωρίζοντας και εμείς καλά  την Αγία Γραφή όπως οι αρχικοί  μαθητές Του, θεωρούμε ότι δεν πέφτουμε  πλέον σε λάθος ή σε σκληρές προσευχές όπως ο  λαός Ισραήλ και δεν  ζητάμε να ανοίξει η γη να καταπιεί κανέναν μα ούτε και να πέσει φωτιά από τον ουρανό.

Αν όμως κάποιος  προσεύχεται   για την μακροημέρευση του άλλου ή για να τον ευλογήσει με κάθε πνευματικό και υλικό αγαθό, είναι βέβαιο ότι εύχεται ορθά και όχι σκληρά; Ακόμα και όταν κάποιος νιώθει σαν βάρος επάνω του το χρέος να προσευχηθεί (επειδή είναι εντολή του Χριστού) για τον εχθρό του και  για αυτόν που του κάνει πραγματικά δύσκολη τη ζωή,  δεν ασφαλίζει καμιά σιγουριά αγάπης.

Μήπως μια ευχή ή ένα κλάμα μπορούν να ελκύσουν και να συγκινήσουν την χάρη του Θεού ώστε να κάνει μαγικά τους άλλους ή τον προσευχόμενο δοχείο της αγάπης; Γιατί, όταν ο  προσευχόμενος εύχεται να αγαπήσει  τους «εχθρούς»  του, είναι σαν  να εύχεται να  αποκτήσει νέους «εχθρούς» και αναπάντεχα, το πρόβλημα και ο «εχθρός»,  να  παρουσιάζονται  μπροστά  του μέσα σε έναν τέτοιο ασκητικό ρεαλισμό, ώστε να τον φέρνουν αντιμέτωπο με το πρόβλημα για να το λύσει όπως εκείνος νομίζει καλύτερα ή  εκπληρώνοντας  την Ευαγγελική εντολή με ό,τι κουράγιο θα του έχει απομείνει.

Οι  αγαθές  μας προθέσεις στην προσευχή δεν είναι  ούτε ορατές αλλά ούτε και πάντα αληθινές. Εξάλλου ο δρόμος για την κόλαση του αδελφού μας μπορεί να είναι στρωμένος με τις πιο αγαθές μας προθέσεις στην προσευχή. Το πλησίασμα των πρώτων μαθητών ήταν να γνωρίσουν πώς να προσεύχονται, κοντολογίς, να γνωρίσουν τον ίδιο τον Χριστό. Ο καημός της Εκκλησίας παραμένει ο ίδιος με αυτόν  της πρώτης μαθητικής κοινότητας και ίσως με μια ακόμα προσθήκη : Κύριε δεν ξέρουμε καθόλου να προσευχόμαστε!

Αν δεν είναι αυτός ο καημός κάθε μέλους του Σώματός Του τότε θα αρχίσουμε να μπερδεύουμε την θεολογία μας με  εκείνες τις θεολογίες των  σύγχρονων «χαρισματικών»  ομάδων που  ισχυρίζονται ότι όχι μόνο ανοίξανε στον Χριστό την πόρτα της καρδιάς  τους  όταν τους την  χτύπησε  και  μάλιστα με σχετική ευκολία, αλλά φαίνεται να τον κλειδαμπαρώσανε για τα καλά εκεί μέσα μετατρέποντας την σε δεσμωτήριο Του, έτσι  ώστε  να μην διανοηθεί  καν να περάσει έξω  τα σύνορα τους. Έτσι, αντί για ένα ζεστό και ολόφρεσκο δείπνο μαζί Του υπάρχει περίπτωση να οδηγηθούμε σε ένα κρύο και μπαγιάτικο φαγητό που θα σαπίζει και θα αφήνει πεινασμένους ένα πλήθος ανθρώπων.

Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε τελικά ότι η προσευχή μας δεν θα είναι  κάτι σαν καταστροφική φωτιά για τον άλλον. Ούτε μπορούμε σαν άλλη σέκτα να βάζουμε αιτήματα-διλλήματα  στον Χριστό επιστροφής των «αποστατών» μας, με την τελεσίδικη όμως προϋπόθεση να τους επαναφέρει πίσω κοντά μας, ακόμα και ανάπηρους. Ακόμα και τα ευφρόσυνα ή ευλογημένα δάκρυα μπορούν να μετατραπούν  μοιραία σε κροκοδείλια  για τον αποδέκτη της προσευχής μας. Και εκεί που ευχόμαστε για την μακροημέρευση του, να θλιβόμαστε που σκάει από υγεία.
Το στοίχημα στην  προσευχή της Εκκλησίας είναι η άγνοια της στο τι είναι προσευχή. Πολλές σύγχρονες  χριστιανικές ομάδες αναρωτιούνται γιατί διαρκώς στην Λειτουργική προσευχή της η Εκκλησία  ζητάει  αδιάκοπα το έλεος Του και γιατί τα μέλη της κολλάνε  μόνο σε μια σύντομη μονολόγιστη ευχή στην καθημερινότητα τους. Ποιος ξέρει; Ίσως  γιατί δεν γνωρίζουν κάτι  άλλο να προσευχηθούν. Ίσως  μέσα σε αυτήν την ευλογημένη άγνοια να μπορεί ακόμα να συναντιέται η Εκκλησία με τον Χριστό και είναι τότε που μπορεί και  αφήνει ελεύθερο το Άγιο Πνεύμα να κινείται  στην λειτουργική προσευχή της και στην προσευχή κάθε μέλους της.

Κύριε, δεν γνωρίζουμε πώς να προσευχόμαστε και ίσως αυτό να είναι που μας σώζει από τις σκληρές προσευχές μας και γλυτώνει και Εσένα από τις τραγικές υποδείξεις μας. Αν δεν μπορούμε να  καταλάβουμε  τις σκληρές  προσευχές μας, τότε πως μπορούμε να δηλώνουμε  Σώμα Σου;




Στίχος από το τραγούδι «δεν χωράς πουθενά» του  συγκροτήματος  Τρύπες στον δίσκο τους «εννιά πληρωμένα τραγούδια».
1.  (Άρθουρ Ρεμπώ, «μια εποχή στην κόλαση», σελ. 103, εκδ. Γραβριηλίδης)
2.  (Λουκάς 9: 53-55)
3.  (Β ΄ Βασιλέων 1:10) 
4.  (Λουκάς 11:1)



Γιώργος  Κουτσοδιάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...