"Η Εκκλησία δεν είναι μια κλειστή εταιρεία σεσωσμένων, που απολαμβάνουν, αποκλειστικά αυτοί, τα δώρα του Θεού και διεκδικούν να εξασφαλίσουν ανέσεις, προνόμια και κοσμική εξουσία." Αναστάσιος Αλβανίας
Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024
Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024
Ανδρέα Βιτούλα:Ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἀπελευθερωτὴς – ἐνάντια στὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα.
Ομιλία για την απελευθέρωση της Καστοριάς.
Ὁ
ἅγιος Μηνᾶς ἀπελευθερωτὴς –
ἐνάντια στὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα
γι
Γιὰ
μία ἀκόμη χρονιὰ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ ἐορτάζουμε τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης
μας ἀπὸ τὸν Ὀθωμανὸ δυνάστη. Τὰ γεγονότα εἶναι γνωστά: τὸ πρωὶ τῆς 11ης
Νοεμβρίου τοῦ 1912, μετὰ ἀπὸ πεντακόσια εἰκοσι ἑφτὰ χρόνια σκλαβιᾶς, ἡ πόλη τῆς
Καστοριᾶς ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει κατὰ τὶς
ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἴδιας ἡμέρας στὸ ἤδη ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τὴν τουρκικὴ
διοίκηση Ἄργος Ὀρεστικό.
Μπορεῖ
κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς ἡ ἀπελευθέρωσή μας νὰ συνέβη, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἐπειδὴ εἶχε
ἐπέλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν καταρρέουσα ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ
οἱ χριστιανοὶ πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα ἀναγνωρίζουν πάντα τὴν πρόνοια καὶ τὴ
φιλάνθρωπη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη
φιλοσοφικὴ ἔννοια, οὔτε μιὰ ἀδιάφορη γιὰ τὸν κόσμο ὑπερβατικὴ ἀρχή. Ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ ζωντανὴ τριαδικὴ κοινωνία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὁ ὁποῖος πάντοτε εἰσέρχεται στὴν ἱστορία, μὲ μόνο σκοπὸ τὴν ἀπελευθέρωση
τοῦ πλάσματός Του ἀπὸ ποικῖλες ὅσες αἰχμαλωσίες.
Ὁ
Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας αποκαλύπτεται ὡς ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ.
Δηλαδὴ ὡς ὁ Θεὸς ποὺ σχετίζεται μὲ συγκεκριμένα ἱστορικὰ πρόσωπα κατὰ τὴ
συγκεκριμένη ἱστορική τους διαδρομή. Ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀβραὰμ
πραγματοποιηθήκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ δουλεία στὰ
σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρικῆς ἄγνοιας. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ στὸν Μωυσῆ αἰῶνες ἀργότερα.
Μόνο ποὺ σὲ αὐτὸν δὲν ἀποκαλύπτεται ὡς ἐλευθερωτὴς ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ὑποδούλωση
στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ὡς ἐλευθερωτὴς τοῦ λαοῦ Του ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Σὲ
πάμπολλες περιπτώσεις ὁ Θεὸς ἐπενέβη καὶ συνεχίζει νὰ ἐπεμβαίνει διακριτικὰ στὴν
ἱστορία, πάντοτε γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μιὰν ἀπελευθέρωση πνευματικὴ ἢ ὑλική. Ἀποκορύφωμα
βέβαια τῆς ἀπελευθερωτικῆς δράσης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του, ἡ
Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψή Του, ποὺ λύτρωσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν χειρότερο
καὶ πλέον ἀνίκητο μέχρι τότε τύραννο - τὸν θάνατο.
Ὁ
Θεὸς λοιπὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν εἶναι Θεὸς ἐλευθερωτής. Καὶ στὴ σύγχρονη ἱστορία
τοῦ τόπου μας, κορυφαία στιγμὴ τῆς ὁποίας σήμερα ἐορτάζουμε, αὐτὸ τὸ κατεξοχὴν
χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ μας ἐπαληθεύτηκε στὸ πρόσωπο ἑνὸς μέχρι τότε ἄγνωστου
σχεδὸν ἁγίου, τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καθὼς δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ χρονικὴ σύμπτωση οὔτε
καὶ τυχαῖο γεγονὸς ὅτι Ἄργος Ὀρεστικὸ καὶ Καστοριὰ ἀπελευθερώθηκαν τὴν ἡμέρα τῆς
μνήμης του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι μιὰ πρώτης τάξεως εὐκαιρία, γιὰ
νὰ συνειδητοποίησουμε, μὲ ἀφορμὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, δύο σημαντικὲς ἀλήθειες
τῆς πίστης μας.
Ἡ
πρώτη ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὁ τρόπος δράσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μας ἐπιλέγει νὰ δρᾶ μέσῳ
ἄγνωστων, καταφρονεμένων, ἀνυπόληπτων, δηλαδὴ ταπεινῶν ἀνθρώπων. Ὅλη ἡ Παλαιὰ
Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ πρωταγωνίστησαν ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν ἀφάνεια,
πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας τους καὶ γενικὰ ἀπὸ γωνιὲς τῆς ζωῆς
καὶ τῆς ἱστορίας μὴ ἀναμενόμενες, ἀλλὰ καὶ ἀταίριαστες γιὰ τὴν ἠθικὴ τῶν ἰσχυρῶν
καὶ τῶν ἔνδοξων αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἐπέλεξε γιὰ
συνεργάτες του δώδεκα ἄσημους ἀνθρώπους τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, εἴπε ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἀποδοκίμασαν
καὶ πέταξαν σὰν ἄχρηστο οἱ οἰκοδόμοι, αὐτὸς ὁ λίθος ἔγινε τὸ στήριγμα ὅλου τοῦ
οἰκοδομήματος. Ἕνας τέτοιος ἁπλὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς
Αἰγύπτιος στρατιώτης τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ Μηνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε τὴν ἐπαγγελματική
του σταδιαδρομία στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ὅταν αὐτὴ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ προάσπιση τοῦ
δικαίου καὶ μεταβλήθηκε σὲ ὄργανο ἀνομίας καὶ τυραννίας ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν ὁ Μηνᾶς συνειδητοποίησε ὅτι ἡ στρατιωτική του ὑπηρεσία θὰ γινόταν τὸ ἄδικο
ἐργαλεῖο ἐξόντωσης τῶν χριστιανῶν, κατέθεσε τὴ στολὴ καὶ τὸν ὀπλισμό του καὶ
κατέφυγε στὸ βουνά. Ἔγινε ἀντάρτης. Ἀντάρτης τοῦ Χριστοῦ ἀσυμβίβαστος μὲ τὶς ἐπιδιώξεις
τῆς τυφλωμένης ἐξουσίας.
Δὲν
ἀποσύρθηκε ὅμως στὰ βουνὰ γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γενναίας ἐπιλογῆς
του, οὔτε γιὰ νὰ σώσει ἁπλῶς τὸν ἑαυτό του. Ἔφυγε γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, ὥστε στὴν
κατάλληλη στιγμὴ νὰ μαρτυρήσει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῆς πόλης καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐπίσημη στιγμὴ ποὺ ἄρχοντες
καὶ λαὸς γιόρταζαν πανηγυρικὰ τὰ εἴδωλα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τόσο τὸ πλῆθος,
ὅσο καὶ ὁ τοπικὸς ἡγεμόνας δὲν γνώριζαν ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τολμᾶ νὰ ὁμολογεῖ
τὴν ἀπαγορευμένη πίστη στὸν Χριστὸ ἐν μέσῳ λατρευτικῆς ἔξαρσης καὶ πανηγυρισμοῦ
τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν. Ὁ Μηνᾶς τοὺς ἦταν παντελῶς ἄγνωστος, διότι μετὰ τὴν ἐγκατάλειψη
τῆς ἰδιότητας τοῦ στρατιώτη, ἀσκήτευε γιὰ χρόνια στὰ ὄρη. Αὐτὸς ὁ «ἀνύπαρκτος»,
ὅπως χαρακτηριστικὰ ὀνομάζει τοὺς ταπεινοὺς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μαρτύρησε μὲ
θάρρος τὸν Χριστὸ στὴν ὑπαρκτὴ δύναμη καὶ δόξα τῶν εἰδώλων συντελώντας καὶ αὐτός,
ὅπως τὰ ἐκατομμύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων,
στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὀργιαστικὴ ἀνοησία καὶ ἐξευτελιστικὴ γιὰ τὸν
ἄνθρωπο αἰσχρότητα τῶν εἰδώλων.
Ὅμως
ὁ Μηνᾶς, ὁ γενναῖος φίλος τοῦ Χριστοῦ, χίλια ἑξακόσια χρόνια μετὰ τὸ μαρτύριό
του, ἂν δὲν ἦταν σχεδὸν ἄγνωστος γιὰ κάποιους στὸν τόπο μας, σίγουρα δὲν
τιμώταν ὅπως ἄλλοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄγνωστος ἀρχαῖος μάρτυρας τοῦ
Χριστοῦ ἐπελαύνει ὡς ἀόρατος ἀλλὰ ζωντανὸς καβαλάρης - ὁδηγὸς τῶν ἑλληνικῶν
στρατευμάτων καὶ ἐλευθερωτὴς στὴν ἀκριτικὴ αὐτὴ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας. Ἡ ὁποία,
πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι στοὺς χρόνους τῆς βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης,
διατηροῦσε ἐξαιρετικὴ σχέση μὲ τὰ θεολογικὰ πράγματα καὶ γράμματα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ
ὅμως ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ δὲν εἶχε ποτὲ τὴ διεισδυτικότητα ποὺ
τῆς ἄξιζε στὴ ψυχὴ τῶν προγόνων μας. Ἔφτασε ὅμως ἡ ὥρα. Ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄγνωστος γιὰ
τὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τῆς Μητρόπολης Καστορίας Μηνᾶς θὰ λάμψει ὡς ἐλευθερωτής
της ἐπαναλαμβάνοντας τὴν σοφὴ ἐπιμονὴ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνονται συνεργάτες Του αὐτοὶ
ποὺ ὁ κόσμος, καὶ πάλι κατὰ Ἀπόστολο Παῦλο, θεωρεῖ παρακατιανοὺς καὶ
περιφρονημένους.
Αὐτὸ
τὸ ἱστορικὸ παράδειγμα λοιπὸν τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ ἂς μᾶς προβληματίσει
γενικότερα πέρα ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐθνικῆς μας ἀπελευθέρωσης. Ἂς μᾶς
βάλει σὲ σκέψη σχετικὰ μὲ τὸ ποιοὺς τελικὰ ἐπιλέγει κάθε φορὰ στὴ ζωή μας ὁ Θεὸς
γιὰ νὰ μᾶς μιλήσει. Ἐκτὸς ἀπὸ ἀνθρώπους μεγαλοσχήμονες καὶ ἰσχυρούς, μὲ κύρος,
γνώσεις καὶ ἀναγνωρισιμότητα, γιατὶ ὄντως κανέναν δὲν ἀπορρίπτει ὁ Θεός, εἶναι
πολὺ σοβαρὸ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς μιλᾶ καὶ μὲ ἐκεῖνους ποὺ ἐμεῖς ὑποτιμοῦμε, ποὺ
τοὺς θεωροῦμε ἀκόμη καὶ ἀνήθικους καὶ ἄθεους. Αὐτὸ δὲ τὸ τελευταῖο ἐνδεχόμενο ἀπαντᾶται
πάμπολλες φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν προσέξουμε μόνο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
σὲ ποιοὺς ὁ Χριστὸς βρῆκε τελικὰ τὴν πίστη, ἀνέλπιστα γιὰ τοὺς πολλοὺς «εὐσεβεῖς»,
θὰ δοῦμε ὅτι ὁ κατάλογος τῶν ἐξωτερικὰ ἀσεβῶν, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο
παραγκωνισμένων, εἶναι μεγάλος: νὰ θυμηθοῦμε μόνο τὸν εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχο,
τὴ Σαμαρείτιδα, τὴ Συροφοινίκισσα, τὸν λεπρὸ Σαμαρείτη, τοὺς
περιθωριοποιημένους ἄστεγους καὶ ταλαιπωρημένους τοῦ μεγάλου δείπνου, τὸν
συσταυρωθέντα ληστή. Ὅλοι τους εἶχαν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό, σὰν τὸν ἅγιο Μηνᾶ
τόσο στὴν ἐπίγεια ζωή του, ὅσο καὶ στὴ σύνδεσή του μὲ τὴν τοπική μας ἱστορία: ἦταν
ξεχασμένοι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ
δεύτερο χαρακτηριστικό, ποὺ ἀφορᾶ στὸν ἐλευθερωτή μας ἅγιο Μηνᾶ, καὶ θὰ πρέπει ἐπίσης
νὰ μᾶς προβληματίσει μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἡμέρα, δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ ὅσα ἤδη ἀναφέρθηκαν
καὶ εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ ἅγιος Μηνᾶς δὲν ἦταν ἐθνικὰ Ἕλληνας. Ἦταν Αἰγύπτιος. Καὶ
μάλιστα δὲν ἴσχυε στὴν περίπτωσή του οὔτε αὐτὸ ποὺ ἴσχυσε γιὰ ἄλλους ἁγίους: ὅτι
δηλαδή, ἐνῶ δὲν ἦταν Ἕλληνες, μετεῖχαν ὅμως τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Κι αὐτὸ δὲν
ἴσχυε γιὰ τὸν Μηνᾶ, διότι ἦταν ἕνας ἁπλὸς στρατιώτης τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὡς
τέτοιος δὲν φαίνεται νὰ ἔλαβε ἰδιαίτερη ἑλληνικὴ παιδεία.
Καὶ
ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζουν τὰ μεγάλα μυστήρια τοῦ Θεοῦ μας, που δὲν πρέπει νὰ
προσπερνοῦμε εὔκολα. Τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀργείτικου καὶ
καστοριανοῦ λαοῦ, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐθνικὴ καταπίεση καὶ ἀπομόνωση ἔλαβε τέλος, τὴν
ἡμέρα ποὺ οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας ξαναανάσαιναν ἐλεύθεροι πιά, τὴν ἡμέρα
ποὺ ἡ γαλανόλευκη ξανακυμάτισε πανηγυρικὰ στοὺς δρόμους καὶ τὰ μπαλκόνια, αὐτὴ
τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἀνάστασης τὴν δώρισε μὲ περίσσεια εὐλογία… ἕνας Αἰγύπτιος!
Ναι! Ἕνας μὴ Ἕλληνας χαρίζει τὴ λευτεριὰ στοὺς ὑπόδουλους καὶ ταλαιπωρημένους Ἕλληνες!
Γιατί; Ἦταν τυχαῖο; Ὄχι βέβαια· διότι ὁ χριστιανὸς δὲν θεωρεῖ τίποτε τυχαῖο, ἀλλὰ
πιστεύει ὅτι τὰ πάντα εἶναι γεγονότα τῆς πρόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ
πλάσματά Του καὶ τὴν σωτηρία τους.
Ὁ
εὐλογημένος τόπος μας δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχάσει ὅτι ἡ δικαιολογημένη ἐθνική
του ὑπερηφάνεια δὲν ἦταν μόνο ἀποτελέσμα τῆς πολιτικῆς καὶ στρατηγικῆς ἱκανότητας
τῶν ἡγετῶν του, ἀλλὰ πρωτίστως δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ξεχάσει ὅτι
ἡ εὔλογη καὶ καλοδεχούμενη χαρὰ καὶ ἐθνικὴ ἔξαρση ποτὲ δὲν πρέπει νὰ γίνει ἕνα ὑπερφίαλο
καὶ ἀντιχριστιανικὸ ἐθνικιστικὸ ἰδεολόγημα, ποὺ τρέφεται μὲ ἀντίθεες - ἀντιευαγγελικὲς
ἀνοησίες περὶ ἀνωτερότητας τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ ἄλλων τινῶν, ποὺ οἱ ἅγιοι
Πατέρες τῆς πίστης μας καταδικάζουν ὡς αἵρεση, δηλαδὴ ὡς βλασφημία κατὰ τοῦ
Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστεῖ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κάθε
φυλῆς καὶ ἔθνους ἡ παραίνεση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη
πατρίδα, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμε». Καὶ ἡ μέλλουσα εἶναι ἤδη παροῦσα σὲ
κάθε θεία λειτουργία, στὴν ὁποία δὲν ἰσχύει καμία διάκριση τοῦ κόσμου «κι αὐτό, γιατὶ ὅσοι βαφτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχετε ντυθεῖ τὸν
Χριστό. Δὲν ὑπάρχει πιὰ Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος καὶ ἐλεύθερος,
δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναῖκα· ὅλοι σας εἶστε ἕνας, χάρη στὸν Ἱησοῦ Χριστό», ὅπως
ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος.
Ἡ
πατρίδα καθενὸς εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, δῶρο ἰδιαιτερότητας, πολιτισμοῦ,
σχέσης. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ ἱστορική μας μάνα. Στὴν ἀγκαλιά της πρωτοείδαμε τὸ φῶς,
μάθαμε νὰ βαδίζουμε, νὰ συλλαβίζουμε, μᾶς ἔδωσε ρίζα καὶ ἑαυτό, τὰ σπλάχνα της κάποτε
θὰ γίνουν ἡ τελευταία μας κατοικία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη. Ἄνθρωπος
ποὺ δὲν ἀγάπησε πατρίδα, δὲν ἀγάπησε τὸν ἑαυτό του. Ὅμως εἶναι ἄλλο αὐτὸ καὶ ἄλλο
ὁ ἀρρωστημένος ἐθνικισμός, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι
συλλογικὸς ἐγωισμός, εἶναι ἐπαναφορὰ τῆς εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ λατρεύεται ἕνα σχῆμα
τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν μάλιστα αὐτὴ ἡ νοσηρὴ ἀγάπη ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. Μόνη ἀληθινὴ πατρίδα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπὶ
γῆς τὸ ἱερό της θυσιαστήριο. Ἂν ἡ ἐγκόσμια πατρίδα δὲν παραπέμπει στὴν οὐράνια,
ἀπὸ μάνα καταντᾶ μητριά. Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεὶς Κύριός μας θέλοντας νὰ τονίσει τὸν
κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ αἵματος καὶ τῆς σαρκικῆς συγγένειας εἶπε τὸν φοβερὸ
λόγο ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα, μάνα καὶ τέκνα παραπάνω ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν εἶναι ἄξιος
νὰ καλεῖται μαθητής Του. Καὶ πάλι, ὅταν κάποια γυναῖκα μακάρισε τὴ βιολογικὴ μητέρα
Του, τὴν Παναγία, ποὺ ἀπὸ τὴ σάρκα της ἔλαβε τὸ ἅγιο σῶμα Του, ὁ Χριστὸς τὴ
διόρθωσε λέγοντας ὅτι μακάριοι δὲν εἶναι οἱ σαρκικοὶ συγγενεῖς, ἀλλὰ ὅσοι ἀκοῦν
καὶ φυλάγουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκλωβίζονται
στὶς φθαρτὲς καὶ περιορισμένες σχέσεις αἵματος, δὲν ἀναγνωρίζουν ὡς συγγενεῖς
καὶ ἀδελφοὺς μόνο αὐτοὺς ποὺ ἀνήκουν στὴ σαρκικὴ ἢ φυλετικὴ οἰκογένειά τους, ἀλλὰ
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς καὶ ἄλλων διακρίσεων, ποὺ ἐπέβαλε ἡ
πτώση καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος καὶ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Διότι ὁ Χριστὸς ἔλαβε ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα τῆς
Θεοτόκου τὴν καθολικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Δηλαδὴ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο ὅπως
ὁ Ἴδιος τὸν ἔπλασε καὶ δὲν προσέλαβε ἁπλῶς κάποια εξωτερικὰ καὶ ἰδιαίτερα ἐπίκτητα
χαρακτηριστικά της. Ἄλλωστε οἱ ἀπάνθρωπες συνέπειες τοῦ παρερμηνευμένου
συνδρόμου τοῦ «περιούσιου λαοῦ» συνεχίζει νὰ σκοτώνει στὸ ὄνομα τῆς δύναμης καὶ
τῆς καθαρότητας… Ἔλαβε λοιπὸν ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς τὸν ὅλον ἄνθρωπο χωρὶς τὶς
διαιρέσεις, ποὺ ἐπινόησε ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς στὸ διάβα τῆς ἱστορίας.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀνακαίνισε τὸ ἀνθρώπινο γένος μεταπλάθοντάς το σὲ μία οἰκογένεια,
ὥστε ὁ πλοῦτος τῆς διαφορετικότητας τῶν πολιτισμῶν νὰ φανερώνει τὴν ποκιλία καὶ
τὴν ὀμορφιὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι ἀλληλοσπαρασσόμενους
διαχωρισμοὺς καὶ κατασκευασμένες δῆθεν ἀνωτερότητες. Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ικανὴ
νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ, τῆς συγγένειας καὶ ὅποιας ἄλλης σχέσης στὴν ὁποία
ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται οἰκειότητα, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει καὶ νὰ ἀγκαλιάσει ἀκόμη
καὶ τὸν ἀπολύτως ξένο καὶ διαφορετικὸ ἐχθρό, ὅπως ὁ ἵδιος ὁ ἐνσαρκωμένος Θεὸς ἔπραξε
καὶ παρήγγειλε, τότε εἶναι μιὰ ἀγάπη ὑποκριτική, κούφια καὶ οὐσιαστικὰ κάλπικη.
Ἔτσι λοιπόν, κατεξοχὴν κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα,
ποὺ δοξολογοῦμε τὸν ἅγιο Θεό μας γιὰ τὸ δῶρο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πατρίδας
μας, νὰ μὴν παραβλέπουμε ὅτι ὁ ἐλευθερωτής μας ἅγιος Μηνᾶς μᾶς θυμίζει ἀπὸ τὴ
μιὰ ὅτι ἡ πατρίδα εἶναι εὐλογία, γιατὶ ἂν δὲν ἦταν τέτοια, δὲν θὰ ἦταν ἄξια ἀπελευθέρωσης·
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ ὀρθὴ ἀγάπη στὴν πατρίδα εἶναι αὐτὴ ποὺ
δὲν κλείνεται αὐτάρεσκα στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ εὐκαιρία καὶ
παράδειγμα γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς μίας κοινῆς πατρίδας ὅλων τῶν πλασμάτων τοῦ
Δημιουργοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία Του. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ποὺ αὐτὸ τὸ ἦθος
ἔπλεξε τὸν νικητήριο στίχο:
μελίσσι ἀπὸ τὴν κάθε μιὰ πατρίδα,
κινᾶμε νὰ λυτρώσουμε τὴ γῆ,
ὅταν οἱ Ἕλληνες γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἀπέκρουαν
τὴν τυραννία, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὴν ἀποκρουστικὴ μορφὴ τοῦ ἰταλικοῦ φασισμοῦ, εἴκοσι
ὀκτὼ μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ποὺ σήμερα γιορτάζουμε.
Ἀξίζει λοιπὸν τιμὴ αἰώνια σὲ ὅσους πρόσφεραν τὴν
ζωή τους θυσία γιὰ τὴ δική μας ἐλευθερία!
Δόξα
στὸν ἅγιο Θεὸ ποὺ μᾶς ἔκρινε ἄξιους τῆς ἐπίγειας ἐλευθερίας, γιὰ νὰ τὴν
προσανατολίζουμε συνεχῶς «εἰς τὴν ἐλευθερίαν
τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».