Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Θωμαΐς Κοσμοπούλου:ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ & ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ- Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ



εἰσήγηση στὴν ἐπιμορφωτικὴ συνάντηση θεολόγων
 τῆς Δ.Δ.Ε. Καστοριᾶς



16 Απριλίου 2013




Ο Χριστός και οι Έλληνες
«Ανάμεσα σ' αυτούς που ανέβηκαν να προσκυνήσουν στη γιορτή ήταν και μερικοί Έλληνες. Αυτοί, λοιπόν, πήγαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Πηγαίνει ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έπειτα έρχεται ο Ανδρέας κι ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού. Ο Ιησούς τότε τους απάντησε: «Έχει έρθει πια η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου».
ΙΩΑΝΝΗΣ 12,20-23
Σχολιασμός του παραπάνω χωρίου-συμπέρασμα:
Ιδιαίτερα σημαντική η αντίδραση του Χριστού στο άκουσμα ότι οι Έλληνες ήθελαν να τον δουν: «Ήρθε η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του Ανθρώπου». Μ' αυτόν τον τρόπο έδειχνε ότι δεν υπάρχουν διαχωρισμοί ανάμεσα στους λαούς. Όλοι οι λαοί και όλες οι φυλές της γης θα γνωρίσουν και θα δοξάσουν τον αληθινό Θεό και τον Υιό του. Και αυτή η ώρα είχε φτάσει.

Περίοδος 332-363π.Χ.
Η πλειονότητα των πόλεων της Γαλιλαίας, όπως και των άλλων επαρχιών, που συνόρευαν με την Ιουδαία, ήταν ελληνιστικές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σ' αυτές κατοικούσαν μόνο Έλληνες. Στις ίδιες πόλεις κατοικούσαν Ιουδαίοι, Σύριοι, Παλαιστίνιοι και Άραβες, όμως η οργάνωση των πόλεων αυτών καθώς και ο τρόπος ζωής ήταν ελληνικός.
Με σύσταση του Πτολεμαίου διατάχθηκαν γειτονικές ελληνικές πόλεις να υποχρεώνουν τους Ιουδαίους να τηρούν τα έθιμα των Ελλήνων. (Β' Μακαβαίων 6,8)
Ο Άγιος Κύριλλος καταγράφει ότι κατά την Εποχή του Χριστού, στις πόλεις της Γαλιλαίας κατοικούσαν Έλληνες.
Επειδή ευρίσκεται κοντά η χώρα των Ιουδαίων προς την χώρα των Γαλιλαίων και επειδή έχουν πόλεις και κωμοπόλεις γειτονικές μεταξύ τους οι Έλληνες και εκείνοι (οι Ιουδαίοι), έκαναν συχνές αναμίξεις, σύχναζαν δε οι μεν προς τους δε.
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ερμηνεία εις κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον τομ.2 σελ.308
Το αυτό συνέβαινε και με τους μαθητές του Χριστού οι οποίοι ήταν όλοι Γαλιλαίοι πλην ενός, του Ιούδα, ο οποίος ήταν Ιουδαίος.
Οι Γαλιλαίοι μαθητές του Χριστού είχαν ελληνικές ρίζες και αυτό φανερώνεται όχι μόνο από την εξελληνισμένη περιοχή στην οποία ζούσαν, ούτε από τα αρχαία ελληνικά ονόματά τους Φίλιππος, Πέτρος, Σήμων, Θωμάς (εκ του θώμα=θαύμα)-αλλά και από την ακριβή γενεαλογία τους η οποία καταγράφηκε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα από τον επίσκοπο Τύρου Δωρόθεο.
Η καταγραφή του επισκόπου Δωρόθεου ο οποίος έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα περιλαμβάνεται στην Χρονολογία με τίτλο CHRONICON PASCHALE (εκδόσεις Βόννης και Βενετίας) και αποκαλύπτει ότι οι μητέρες των μαθητών του Χριστού είχαν αρχαία ελληνικά ονόματα: Ιερόκλεια (μητέρα Ιωάννη και Ιακώβου), Σοφία (μητέρα Φιλίππου), Ρέα (μητέρα Θωμά), Ουρανία (μητέρα Βαρθολομαίου),Ευτυχία (μητέρα Ιακώβου του Αλφαίου),Χειροθεία (μητέρα Ματθαίου), Άμμια (μητέρα του Σίμωνος), Σελήνη (μητέρα του Θαδδαίου).
Μέσω όμως των Ελληνογενών μαθητών και αποστόλων του Χριστού και μέσω της κοινής ελληνικής γλώσσας στην οποία εγράφησαν τα Ευαγγέλια έγινε ο Χριστιανισμός παγκόσμια θρησκεία.
Όπως καταγράφει ο άγιος Επιφάνιος, οι περισσότεροι από αυτούς που πίστεψαν στο Χριστό, ήταν κάτοικοι της ελληνιστικής πόλης Πέλλα. Η Πέλλα ανήκε στη Δεκάπολη της Παλαιστίνης και έλαβε την ονομασία της προς τιμήν της γενέτειρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πόλη ιδρύθηκε το 293π.Χ. από τον Σέλευκο Α', ο οποίος για την αποίκισή της μετέφερε από την κοντινή Αντιγονεία 5300 Αθηναίους και Μακεδόνες και από άλλους οικισμούς Κρητικούς και Κυπρίους.
Ο αρχικός οικισμός της Αντιοχείας έφτανε μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά στις 20.000 αμιγώς ελληνικό πληθυσμό.
«Ο Χριστιανισμός έγινε παγκόσμια θρησκεία μέσω του ελληνισμού»
(Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, τ.11,σελ.249,1936)





ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Σύντομη ιστορική αναδρομή των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού κατά την πνευματική πορεία τους.
Α) Η εποχή της Καινής διαθήκης
Β) Ο Β' αιώνας
Γ) Η εποχή της επίδρασης του ελληνισμού στους Απολογητές
Δ) Η επίδραση του ελληνισμού στους Αποστολικούς Πατέρες
Ε) Η εποχή των Μεγάλων Πατέρων της εκκλησίας και η συνάντηση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης (Δ' και Ε' αιώνας).
Ο Ελληνισμός είχε κατορθώσει να γίνει οικουμενικός και να μεταβάλει την πορεία της ανθρωπότητας. Σ' αυτό συνετέλεσε κυρίως η σύνδεσή του με το Χριστιανισμό και μάλιστα η διείσδυση σ' αυτόν της ελληνικής παιδείας και ιδιαιτέρως η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ως παγκόσμιας και ως όργανο κοινής έκφρασης, γεγονός που βεβαίως διευκόλυνε την επικοινωνία των λαών μεταξύ τους. Έτσι η συνάντηση με την ελληνική σκέψη και τον οικουμενικό ελληνισμό σηματοδότησε την ιστορική πορεία του χριστιανισμού και η επέκτασή του προς όλο τον εθνικό ελληνορωμαϊκό κόσμο θεωρείται γεγονός υψίστης σημασίας για την ιστορία και τον πολιτισμό σύνολης της ανθρωπότητος, αφού έγινε πλέον συνείδηση ότι το μέλλον του χριστιανισμού ήταν συνυφασμένο οριστικά με τον ελληνισμό.







 Α) Η εποχή της Καινής διαθήκης
Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε στο χώρο του μητροπολιτικού Ιουδαϊσμού, αλλά ο Ιουδαϊσμός της διασποράς αποτέλεσε τη γέφυρα της ομαλής μετάβασής του στον ελληνικό κόσμο, τουλάχιστον κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του.
Ο ελληνισμός διαδραμάτισε δια των «Ελληνιστών Ιουδαίων» αποφασιστικό ρόλο και άνοιξε το δρόμο να εισέλθουν τα «Έθνη» δηλαδή οι Έλληνες στη Χριστιανική Εκκλησία. Οι ελληνιστές από τα μέσα του α' αιώνα αποτέλεσαν την πλειονότητα των εξ Εθνών Χριστιανών αλλά ανέλαβαν και την ηγεσία των τοπικών Εκκλησιών με τα γνωστά ελληνικά πρόσωπα Λουκά, Τιμόθεου.
Το αρχικό κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον Ιησού και τους μαθητές-Αποστόλους συνδέεται άμεσα με τη «Γαλιλαία των Εθνών» στην οποία η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό πνεύμα άρχισαν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο και έγινε πραγματικότητα η οικουμενική συνείδηση του Χριστιανισμού.
Επίσης την ίδια εποχή ο απόστολος. Παύλος πλαισιωμένος από μια χαρισματική ομάδα Ελλήνων και Ελληνιστών αναδείχθηκε ο πρωτοπόρος και κύριος εκφραστής της νέας δυναμικής της οικουμενικής ιεραποστολικής πορείας του Χριστιανισμού και της προσεγγίσεώς του με τον ελληνισμό.
Β) Ο Β' αιώνας
Κατά το β' αιώνα ήταν οριστική πλέον η σύνδεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και μεγάλοι εσωτερικοί κίνδυνοι όπως να εξελληνισθεί τόσο ώστε να γίνει μια «αίρεση» του ελληνισμού (Γνωστικισμός).
Είναι εποχή όπου ο χριστιανισμός έχει την άνεση της προσαρμογής στο φιλοσοφικό περιβάλλον, αλλά και την δυναμική της πνευματικής δημιουργίας. Προσλαμβάνει γλωσσικά και άλλα φιλοσοφικά στοιχεία, τα οποία με τη γλωσσική εκφραστική ικανότητά του μετέτρεπε, διαμόρφωνε και εξέφραζε τις θείες αλήθειες.



Γ) Η εποχή της επίδρασης του ελληνισμού στους Απολογητές
Η επίδραση του ελληνισμού στη χριστιανική σκέψη υπήρξε ισχυρή και στους Απολογητές. Οι Απολογητές για ν' αντιμετωπίσουν τις αντιδράσεις έγραψαν «Απολογίες» συνήθως προς αυτοκράτορες με τις οποίες απολογούνταν αλλά συγχρόνως επεδίωκαν να προσελκύσουν περισσότερους στη χριστιανική πίστη. Απευθύνθηκαν και προς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και κήρυξαν το χριστιανικό Ευαγγέλιο και σε μορφωμένους ανθρώπους και φιλοσόφους και όχι μόνο σε απλούς και κοινούς. Γι' αυτό αναγκάσθηκαν ν' αναζητήσουν κοινά σημεία επαφής μεταξύ χριστιανισμού και ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης.
Χαρακτηριστικός εκπρόσωπός τους είναι ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, ο οποίος αφού μαθήτευσε στους Στωικούς, περιπατητικούς, πυθαγορείους και πλατωνικούς φιλοσόφους βρήκε μόνο στον χριστιανισμό την αληθινή φιλοσοφία, την οποία υπερασπίσθηκε με τις Απολογίες του, φορώντας την τήβεννο του φιλοσόφου.
Ο Ιουστίνος έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία των σχέσεων ελληνισμού-χριστιανισμού. Κατά τον Ιουστίνο οι αρχαίοι φιλόσοφοι και προφήτες της Π.Δ. γνωρίζουν κατά τη δεκτικότητά τους τον ένα μοναδικό αληθινό θεό. Υπήρξε ο ίδιος ιδρυτής σχολής ανώτερης χριστιανικής μορφώσεως στη Ρώμη.
Βέβαια πρέπει ν' αναφερθεί ότι οι Απολογητές στην προσπάθειά τους να εναρμονίσουν και να συμφιλιώσουν τον αρχέγονο χριστιανισμό με την αποκεκαλυμμένη χριστιανική αλήθεια άφησαν την ελληνική σκέψη να διαπεράσει τον χριστιανισμό κατά έναν οπωσδήποτε επικίνδυνο τρόπο με τον ήπιο εξελληνισμό του χωρίς βεβαίως να είναι αιρετικοί.
Δ) Η επίδραση του ελληνισμού στους Αποστολικούς Πατέρες
Πορεία στις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού κατά τους Αποστολικούς Πατέρες.
Κατά το β' αιώνα αναπτύχθηκε και μια άλλη πορεία στη σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού, κατά την οποία ο χριστιανισμός προσπάθησε να κατακτήσει ουσιαστικά τον ελληνισμό, να γίνει δηλαδή ένας εκχριστιανισμός του ελληνισμού κατ' ουσίαν. Η προσπάθεια αυτή έγινε από τους ίδιους τους Έλληνες χωρίς αυτό να σημαίνει άρνηση του ελληνισμού.
Κατά τη μεταμόρφωση αυτή ο χριστιανισμός κατόρθωσε στα διανοητικά ερωτήματα, όπως ήταν τα υπαρξιακά, κοσμολογικά, οντολογικά του ελληνικού πολιτισμού, να διακρίνει και τις απαντήσεις με τη βοήθεια των Αποστολικών Πατέρων. Βέβαια πρέπει να αναφέρουμε και τους Αλεξανδρινούς, όπως ο Κλήμης ο οποίος κατέληξε στην αντίληψη ότι η ελληνική φιλοσοφία «η εγκύκλιος παιδεία» και η χριστιανική αλήθεια δεν βρίσκονται σε ριζική αντίθεση αλλά συναντώνται, διότι ο χριστιανισμός εκπληρώνει τα αιώνια ιδανικά της ελληνικής παιδείας και αξιολογεί θετικά τις μεγάλες αλήθειες. Η ελληνική φιλοσοφία και παιδεία λειτουργούν ως εισαγωγή της χριστιανικής αλήθειας.
Ε) Η εποχή των Μεγάλων Πατέρων της εκκλησίας και η συνάντηση της ελληνικής και χριστιανικής σκέψης (Δ' και Ε' αιώνας).
Η συμβολή των μεγάλων Πατέρων.
Οι μεγάλοι πατέρες και οι μεγάλες Σύνοδοι του δ' αιώνα, δημιούργησαν μια νέα επιτυχή σύνδεση. Οι Πατέρες αυτοί χρησιμοποίησαν φιλοσοφική ορολογία και επιχειρηματολογία για τη διατύπωση των μεγάλων τριαδολογικών και χριστολογικών προβλημάτων τα οποία μπόρεσαν να κατανοηθούν με τη διακρίβωση της φιλοσοφικής εύνοιας των όρων φύσις, ουσία, υπόστασις κ.α. Στα χρόνια των Μεγάλων Πατέρων η επένδυση του χριστιανισμού με το ελληνικό ένδυμα ήταν πλέον πραγματικότητα. Ο Μέγας. Βασίλειος είχε κατορθώσει με την επιλεκτική μελέτη και χρήση της ελληνικής παιδείας να εισαγάγει την ελληνική επιστήμη στη χριστιανική θεολογία.
Ο Γρηγόριος ακολουθών το διδάσκαλό του Μ. Βασίλειο, είχε μελετήσει τα πλέον αξιόλογα έργα των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων, ποιητών και ρητόρων, όπως του Πλάτωνος, Αριστοτέλους, Φίλωνος, Νεοπλατωνικών, από τους οποίους είχε επωφεληθεί, λαμβάνων κατά τρόπο έλλογο και επιλεκτικό ό,τι θα μπορούσε να τον βοηθήσει να συγκροτήσει ένα φιλοσοφίζον θεολογικό σύστημα, το οποίο παρέμεινε σταθερά μέσα στα πλαίσια της χριστιανικής εκκλησίας
Και κατά τον Γρηγόριο τον θεολόγο, παρ' ότι υπήρχε ασυμβίβαστη σχέση και ένταση, κατά ιστορικό παράδοξο, ο χριστιανισμός αφομοίωσε ρωμαλέα στοιχεία της ελληνικής διανόησης και ο Γρηγόριος υπερασπίζει με πάθος «τον Έλληνα λόγο».





Αυτά που πρέπει να επισημάνουμε για τη διδακτική ενότητα στους μαθητές είναι:
1) Τις εκφράσεις της Ελληνικότητας, που καταξιώνονται μέσα στην εν Χριστώ ύπαρξη και συνιστούν το θεμέλιο του παγκόσμιου πολιτισμού.
2) Την θρησκευτικότητα ως θεοκεντρικότητα μετά τη συνάντηση των δύο μεγεθών
3) Την ηθικότητα των Ελλήνων ως ανθρωπισμό μετά τη συνάντηση με τον Ελληνισμό.
4) Την κατανόηση των ορίων του λόγου ως βασικό γνώρισμα της αυθεντικής Ελληνικότητας που θα βοηθήσει να αποσαφηνίζεται πλέον η ουσία του χριστιανισμού ως ζήτησης της Θείας σοφίας.
5) Την κοινωνική αντίληψη που αναπτύσσεται μετά τη συνάντηση και έτσι ο Έλληνας ως Χριστιανός βιώνει την ανάγκη «κοινωνίας» κοινής μετοχής στα αγαθά.
6) Την προσληπτική και μετασκευαστική δύναμη με τη βοήθεια της οποίας ο Έλληνας και ως αρχαίος και ως Χριστιανός, παραλαμβάνει από κάθε λαό ό,τι μπορεί να αυξήσει τη δική του πνευματική περιουσία.
7) Την Ελληνική Οικουμενικότητα η οποία μεταμορφώνεται σε Χριστιανική Οικουμενικότητα.

Το συμπέρασμα που πρέπει οι μαθητές να βγάλουν μετά την ανάλυση όλων των παραπάνω είναι:
Ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, ταυτισμένος με την εν Χριστώ ένσαρκη Αλήθεια, συνεχίζει να φωτίζει λυτρωτικά τον κόσμο, νοηματοδοτώντας τον κόσμο και την Ιστορία με τον δικό του τρόπο, και γι' αυτό έχοντας τη δική του πρόταση ζωής και σωτηρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου