Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Μπαστάκη Αθηνά:ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ΣΤΗ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ














5 Σεπτεμβρίου 2012

Εισήγηση 
στα πλαίσια της Επιμορφωτικής Ημερίδας  Θεολόγων του Νομού Καστοριάς




ΕΝΟΤΗΤΕΣ


1.    Διδακτική της ευθανασίας - σκελετός

2.    Προβληματισμοί από την εμπειρία στην τάξη

3.    POINTS για τον καθηγητή

4.    Ευθανασία – κοινωνική απειλή


ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ - ΣΚΕΛΕΤΟΣ


1.    ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ
Η έννοια στο παρελθόν: ένδοξος, τίμιος, ηρωικός θάνατος – αυτοθυσία.
Η έννοια σήμερα: ο υποβοηθούμενος θάνατος προς τερματισμό μιας αναξιοπαθούς χωρίς νόημα ζωής.

2.    ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΕ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ – ΠΑΘΗΤΙΚΗ
Ενεργητική: η όποια ιατρική παρέμβαση με μηχανικά μέσα ή φαρμακευτική αγωγή, ή η απόσυρση αγωγής οδηγεί στο θάνατο του ασθενούς είτε γίνεται εν γνώση και με τη συναίνεσή του, (υποβοηθούμενη αυτοκτονία) είτε εν αγνοία του (φόνος) όταν την απόφαση λαμβάνουν οι συγγενείς ή ο ιατρός.
Παθητική:  η μη παροχή ιατροφαρμακευτικής και μηχανικής υποστήριξης με συνέπεια το θάνατο.

3.    ΠΟΙΟΙ ΛΟΓΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

1.  Η μετατόπιση αξιών: Απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, η πεποίθηση ότι υπάρχει ζωή που δεν αξίζει να βιωθεί. Ο άνθρωπος από πρόσωπο ιδιαίτερο και μοναδικό υποβιβάζεται σε ανώνυμο άτομο χωρίς ιδιαίτερη αξία, η αρρώστια, η οδύνη, τα γηρατειά, η αναπηρία και ο θάνατος δεν έχουν θέση στην ευδαιμονιστική εγκοσμιοκρατική κοινωνία, που τα θεωρεί αρνητικά και ανυπόφορα.
Η χαλάρωση της ηθικής ή η ανύπαρκτη ηθική, ο φιλελευθερισμός, ο ευδαιμονισμός, η υπερβολική έμφαση στο άτομο και τα δικαιώματά του μετέφεραν το αγαθό της ζωής από τη σφαίρα της συλλογικής μέριμνας στη σφαίρα της ατομικότητας (εγωκεντρισμός). Μόνο ο σωματικά άρτιος, ο υγιής, ωραίος και νέος άνθρωπος, ο ικανός να προσφέρει, να δημιουργεί και να στηρίζει την καταναλωτική κοινωνία θεωρείται αξιοπρεπής. Σαν μια καλή μηχανή, που όταν χαλάσει επισκευάζεται κι όταν κάνει τον κύκλο της πετιέται. Ο θάνατος θεωρείται ταμπού, και επιπλέον ανακουφιστικό γεγονός, αφού απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη φθορά, την οδύνη και τη ματαιότητα της ανούσιας πλέον ζωής του. Έλλειψη χριστιανικής πίστης και ελπίδας στην ανάσταση και μεταθανάτια ζωή, και γενικότερα η απομάκρυνση από το Θεό.

2     τον ασθενή: η άρνηση να αποδεχθεί την τρωτότητα και αδυναμία του, ο ανυπόφορος πόνος, ο φόβος από την εξασθένηση των δυνάμεών του, ο περιορισμός της ελευθερίας του, ο φόβος ότι γίνεται βάρος στους οικείους του, η έλλειψη αγάπης και φροντίδας από τα οικεία άτομα, η οικονομική επιβάρυνση η απογοήτευση, η έλλειψη πίστης και ελπίδας.

3     τους συγγενείς: η προσωπική ελάχιστη ανοχή τους στον πόνο του οικείου προσώπου, η τεράστια οικονομική επιβάρυνση για τη διατήρησή του στη ζωή, η προσωπική έλλειψη πίστης και ελπίδας, η διάθεση τους να απαλλαγούν από το «βάρος» της φροντίδας του, ο σφετερισμός της περιουσίας του, άλλοι λόγοι.

4     το γιατρό: η άποψη ότι ο ασθενής έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του, το μάταιο της θεραπείας (υποκειμενικό ή αντικειμενικό), η ηλικία του ασθενούς, η εξοικονόμηση κλινών, η πίεση που δέχεται για περιορισμό δαπανών σε ασθενής με μικρό προσδόκιμο ζωής, η εξασφάλιση μεταμοσχεύσιμων οργάνων, η πίεση που δέχεται από τους συγγενείς και τον ίδιο τον ασθενή, η ευάλωτη φύση του ίδιου του γιατρού (τα συναισθήματα άγχους, ματαιότητας, απελπισίας, θλίψης κλπ.), Η απουσία χριστιανικής πίστης και συνείδησης.

4.    ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΝ
  1. Να θανατώνονται ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, και άτομα που θεωρούνται βάρος και δεν είναι ευπρόσδεκτα στο κοινωνικό σύνολο, άτομα με αναπηρίες, ψυχικά νοσήματα, υπέργηροι, εγκληματίες, ρατσιστικές διακρίσεις όπως γυναίκες παιδιά, κ.ά.
  2. Να θανατώνονται άτομα παρά τη θέλησή τους
  3. Να θανατώνονται άτομα με υποκειμενική εκτίμηση της κατάστασής τους
  4. Να αποφασίζουν για ιδιοτελείς σκοπούς ιατροί και συγγενείς
  5. Κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, και πλήρης προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ύπαρξης, πολιτισμική καθήλωση.
  6. Τεράστια οικονομικά συμφέροντα από την «αγορά θανάτου». Εμπόριο οργάνων και οφέλη από τα οικονομικά ανταλλάγματα για τη διευκόλυνση του θανάτου.

5. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
    1. Η αξία του ανθρώπινου προσώπου (μοναδικό ιδιαίτερο αγαπημένο)
    2. Κάθε άνθρωπος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού είναι πρόσωπο Θεού
    3. Η αξία της ανθρώπινης ζωής ως δώρο Θεού, την οποία ο άνθρωπος οφείλει να διαφυλάττει, να αυξάνει, και να τελειοποιεί πνευματικά. Ο άνθρωπος πάντα δύναται να προσφέρει ακόμη και ασθενής ή ανάπηρος. Στον χριστιανισμό η ζωή πάντα αξίζει να βιώνεται.
    4. Εξουσία στη ζωή και το θάνατο έχει μόνο ο Θεός.
    5. Ο πόνος και ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, όπως η χαρά, η ευτυχία, κ.ά.
    6. Η παιδαγωγική διάσταση του πόνου που οδηγεί στην πνευματική εξέλιξη και τελείωση, τη μετάνοια τη συγχώρεση
    7. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μας - σύνδεση με το πάθος του Χριστού
    8. Πίστη στο Θεό και ελπίδα στο θαύμα, ο πρόωρος θάνατος αναιρεί τη δυνατότητα θαύματος
    9. Εμπιστοσύνη στο Θεό
  10. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά πέρασμα στην άλλη ζωή.
  11. Πίστη και ελπίδα στην ανάσταση
  12. Μεταπτωτικά η οδύνη και ο θάνατος αποτελούν την άλλη όψη της ηδονής

6. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η Εκκλησία στέκει πάντα δίπλα στον ασθενή με τις ειδικές ευχές υπέρ ζωής και υγείας, τα μυστήρια του Ευχελαίου, της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας, τον αγιασμό, και τις ειδικές παρακλήσεις, που έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα και προσφέρουν ψυχική ίαση και παρηγοριά. Η θεία χάρη ζωογονεί, η πίστη τονώνεται και καλλιεργείται η ελπίδα στην ανάσταση. Αλλά και με τις ειδικές ευχές, το κανόνας για τον ψυχορραγούντα για «τέλη χριστιανά ανώδυνα, ανεπαίσθητα και ειρηνικά», την ανάγνωση του ψαλτηρίου, τη νεκρώσιμη ακολουθία και τα μνημόσυνα που τελούνται υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων, δείχνουν την αγάπη των μελών του εκκλησιαστικού σώματος για τον χριστιανό που υποφέρει ή έχει κοιμηθεί. Με πολύ αγάπη ιερείς και εθελοντές προσεγγίζουν τους ασθενείς στο νοσοκομείο ή τους επισκέπτονται στον οικείο τους χώρο, παρηγορούν, ανακουφίζουν, στηρίζουν την πίστη καλλιεργούν την ελπίδα και προσεύχονται για αυτούς.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΑΘΗΤΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ

  1. Σχετική δυσφορία να ασχοληθούν με το θέμα του θανάτου.
(χτυπάνε και κανένα θρανίο για να «χτυπήσουν ξύλο»!) Μαθητές με πρόσφατες εμπειρίες θανάτου στο οικογενειακό περιβάλλον δυσφορούν και αποφεύγουν τη συμμετοχή στη συζήτηση. Οι ερωτήσεις τους μαρτυρούν την ένταση του προσωπικού πόνου.
  1. Οι περισσότεροι μαθητές δε γνωρίζουν την έννοια της ευθανασίας, με ελάχιστους να την ερμηνεύουν ως «καλό θάνατο» δηλαδή στον ύπνο σε βαθειά γεράματα.
  2. Η ευδαιμονιστική στάση απέναντι στη ζωή τους δυσκολεύει να δεχθούν τα γηρατειά, την αναπηρία, τη φθορά του χρόνου, τις σοβαρές ασθένειες, την ασχήμια, τον πόνο του ετοιμοθάνατου, και τον ίδιο το θάνατο ως πιθανότητα να συμβεί και στους ίδιους, ή σε οικεία πρόσωπα.
  3. Εμφανίζουν μειωμένη ανοχή στον πόνο των άλλων και το θάνατο ακόμη και αν τον βίωσαν στο περιβάλλον τους. Δηλώνουν ότι αν έμεναν ανάπηρα, ή επιβαρυμένα με μια θανατηφόρα ασθένεια θα προτιμούσαν να πεθάνουν.
  4. Δυσκολία αντίληψης της ολοκληρωτικής διάστασης της ζωής, ότι ο πόνος και ο θάνατος εντάσσονται σε αυτήν, με συνέπεια να θεωρούν ότι ο άνθρωπος στα πρόθυρα του θανάτου δεν αξίζει να ζει και να υποφέρει όταν μπορεί να αποφύγει την οδύνη με την ευθανασία. Δηλώνουν επίσης ότι δεν θα ήθελαν να τους δει κάποιος δικός τους άνθρωπος σε αυτή την κατάσταση.
  5. Αδυναμία να δεχθούν ότι ο πόνος και ο θάνατος είναι συνέπεια των προσωπικών επιλογών και της στάσης ζωής του ανθρώπου, που οφείλεται στη διττή του φύση με ροπή προς το κακό όσο και το αγαθό. Εδώ διαφαίνεται η ελλιπής διδασκαλία της έννοιας της «πτώσης».
Θέλουν κάποιον άλλον να ευθύνεται γι αυτά ενίοτε έναν «κακό Θεό» που τιμωρεί τους ανθρώπους επειδή τον αρνούνται. Συχνά αναφέρονται στο θάνατο κάποιου με την έκφραση «τον πήρε ο Θεός».
Αντίστοιχα αρνούνται ότι ο πόνος επιτρέπεται από το Θεό ως παιδαγωγικό μέσο. Ακόμη κι αν δεχθούν αυτή την άποψη για τους ενήλικες, εκφράζουν άμεσα την απορία γιατί αρρωσταίνουν και πεθαίνουν μικρά παιδιά που δεν έχουν διαπράξει ακόμη αμαρτήματα. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ο θάνατος ενός παιδιού δύναται να παιδαγωγήσει τους ενήλικες και να καλλιεργήσει την πίστη και εμπιστοσύνη τους στο Θεό.
  1. Σπάνια πιστεύουν στην ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής. Θεωρούν το θάνατο ως τέλος και όχι ως πέρασμα στην αιωνιότητα. Συχνά απαντούν με ερωτήσεις για τις μεταθανάτιες εμπειρίες των ψυχών που για λίγο έφυγαν από τη ζωή και επανήλθαν.
  2. Αρνούνται παντελώς τη δυνατότητα θαύματος, ως κάτι που συμβαίνει σπάνια και μόνο σε άλλους. Αντιλαμβάνονται το θαύμα σαν κάτι μεγάλο και φαντασμαγορικό.
  3. Δεν θυμούνται αν και το διδάχθηκαν στην Α’ Λυκείου, την έννοια της Ανάστασης ως επανασύνδεση ψυχής και σώματος κατά τη Δευτέρα παρουσία και συνεπώς τη μετοχή του ανθρώπου ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας στην αιώνια ζωή. Συχνά προχωρούν σε ερωτήσεις πως είναι η ζωή και το περιβάλλον μετά το θάνατο.
  4. Δέχονται την συναινετική ευθανασία ως αυτοκτονία, την οποία όμως δικαιολογούν υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του και στην τελική απόφαση για το θάνατό του.
  5. Ανατριχιάζουν στη σκέψη ότι θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να υποβληθούν στην ευθανασία με την προοπτική της αφαίρεσης οργάνων για μεταμόσχευση, και στην περίπτωση που θα θανατώνονταν ενώ είναι ακόμη ζωντανοί λόγω υποκειμενικής εκτίμησης της κατάστασής τους ως μη αναστρέψιμης.
  6. Δυσκολεύονται με την έννοια του προσώπου – ατόμου και πως η σχέση με το Θεό σε αναβιβάζει σε πρόσωπο και αντίστοιχα η απουσία σχέσης με το Θεό σε υποβιβάζει σε άτομο. Συναντούν δυσκολίες στην έννοια της ολοκληρωτικής αγάπης και της αποδοχής του πλησίον, με την χριστιανική έννοια. Ως εκ τούτου θα εφάρμοζαν την ευθανασία – φόνο, σαν τιμωρία σε «κακούς ανθρώπους».
  7. Αγνοούν ότι η ζωή και ο θάνατος είναι στην απόλυτη εξουσία του Θεού, συχνά με τη δικαιολογία ότι εφόσον δεν ρωτήθηκαν για να γεννηθούν άρα γιατί να οφείλουν λόγο στο Θεό για το πότε θέλουν να πεθάνουν.
  8. Αγνοούν επίσης ότι κάθε άνθρωπος γεννήθηκε για έναν σκοπό, ότι αυτός είναι να μάθει να αγαπά, αξιοποιώντας στο έπακρο τα ιδιαίτερα χαρίσματά του εν Χριστώ, για την προσωπική του τελείωση. Συνάμα ότι δεν ήρθαν στη γη για να ικανοποιούν την εγωιστική τους ύπαρξη εκπληρώνοντας τις ιδιοτελείς τους επιθυμίες, αλλά για να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο ως συνοδοιπόροι μαζί με τους άλλους αδερφούς τους στην πορεία προς τη θέωση.
  9. Η έννοια της συμπόνιας εμφανίζεται μόνο αναφορικά στη λύτρωση του πάσχοντος από τον πόνο και την ταλαίπωρη ζωή του. Η έλλειψη πίστης και ο περιορισμένος οπτικός ορίζοντας δεν επιτρέπει να αντιληφθούνε ότι η παρέμβαση δια της ευθανασίας αφαιρεί τη δυνατότητα της τελευταίας μετάνοιας και ότι ουσιαστικά στερούμε τον πάσχοντα από την αποδοχή, την προετοιμασία και εμπειρία του θανάτου ως φυσικό γεγονός, που ενέχει μια ιερότητα και ένα μυστήριο τα οποία οφείλουμε να σεβαστούμε.
Ο πόνος που δεν αντέχουν δεν είναι του πάσχοντα, αλλά ο προσωπικός τους πόνος, τον οποίο αδυναμία της ικανότητας να χειριστούν και της αδυναμίας να σταθούν δίπλα σε έναν ετοιμοθάνατο, φτάνουν να επιθυμούν το θάνατό του, για τη δική τους προσωπική λύτρωση από το άγχος του θανάτου.





    
POINTS για τον καθηγητή

1.    Θάνατος καλείται ο προσωρινός χωρισμός σώματος και ψυχής. Σώμα κτιστό-ύλη, ψυχή άυλη. Επανασύνδεση κατά τη Δευτέρα παρουσία με την ανάσταση όλων των νεκρών, δυνάμει του παντοδύναμου Θεού.
2.    Ο θάνατος είναι επιλογή από την στιγμή της συνειδητής απόφασης του ανθρώπου να αυτονομηθεί και να απομακρυνθεί από το Θεό, την πηγή της ζωής, και πράξη θείας οικονομίας που αφαιρεί από το κακό τη δυνατότητα να διαιωνισθεί, αφού εκλείπει ο άνθρωπος που το διαπράττει.
      Ο θάνατος δεν αναιρείται πλέον, αλλά υπερβαίνεται βιολογικά και πνευματικά όταν ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός του Θεού και δεκτικός στη χάρη του Αγ. Πνεύματος, που καθαγιάζει τα κτιστά όντα τα οποία δεν έχουν ζωή αφ εαυτά, και υπόκεινται στην αναγκαιότητα της αγιαστικής θείας χάρης και τη σχέση με το Θεό για να παραμείνουν στην όντως ζωή, το ευ είναι.
3.    Χαρακτηριστικό του προσώπου (προς – όψη, στρέφομαι και κοινωνώ με ένα άλλο πρόσωπο, το εγώ με ένα εσύ, δηλαδή σχετίζομαι) είναι η λογική σκέψη και το αυτεξούσιο. Κάθε ανθρώπινη επιλογή ενάντια στο αγαθό και την αγαπητική σχέση, παραβιάζει τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης που δημιουργήθηκε για να αγαπά. Η απουσία σχέσεων αγάπης με το Θεό και το συνάνθρωπο καθιστά τον άνθρωπο, άτομο που εργάζεται την προσωπική του ιδιοτέλεια, εγωιστή, μοναχικό, και λειψό. Διότι ο άνθρωπος πλάσθηκε για το μαζί και όχι για το εγώ.
4.    Κάθε άνθρωπος ως πρόσωπο είναι μοναδικός, ιδιαίτερος και αγαπημένο τέκνο του Θεού. Έχει αξία και η ζωή του ποτέ δεν θεωρείται ανούσια, και άσκοπη, τίθεται δε υπεράνω κάθε άλλης κοσμικής αξίας. Όλοι είμαστε αδέρφια και συνοδοιπόροι και ισότιμοι στον ίδιο δρόμο, κανένας δεν είναι άσχημος, ικανότερος, η κατώτερος. Η αξία δεν μετριέται με την εμφάνιση αλλά τον ψυχικό κόσμο, την ικανότητα στην αγάπη και την εξελικτική πορεία προς την αιωνιότητα.
5.    Εξουσία στη ζωή και το θάνατο έχει μόνο ο Θεός, που δημιούργησε τον άνθρωπο εκ του μηδενός. Ο άνθρωπος ως αιτιατό ον, δεν μπορεί να δώσει ζωή σε τίποτα, διότι δεν έχει ζωή από μόνος του, και άρα δεν έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και άρνηση της ζωής, αλλά οφείλει να την υπερασπίζεται, να την προστατεύει, και να την τελειοποιεί. Κάθε παρέμβαση προς αφαίρεση της ζωής θεωρείται φόνος, παραβίαση του θείου θελήματος και άρνηση του Θεού. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός, ούτε εκδικητής, αλλά η απόλυτη έκφραση της αγάπης και επιθυμεί την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου. Η ζωή είναι εκρηκτική κίνηση και ορμή προς τα εμπρός, και κάθε παραίτηση ισοδυναμεί με παλινδρόμηση στην ανυπαρξία και επιφέρει το θάνατο.
6.    Σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να μάθει να αγαπά. Η αγάπη ενώνει ο εγωισμός διχάζει. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ενοποιητικό όν, όταν αρνείται την εμπλοκή στον ατέρμονο κύκλο ηδονής – οδύνης, που είναι αποτέλεσμα της υπερέξαρσης του εγώ.
7.    Η σύγχρονη εποχή δεν αφήνει πολλά περιθώρια να δούνε και μια άλλη πλευρά, γεγονός στο οποίο συμβάλλει και το προστατευτικό οικογενειακό περιβάλλον που δεν τα εντάσσει στα προβλήματα της καθημερινότητας. Συνέπεια της αποχής από την πραγματικότητα και της άρνησης του πόνου, είναι η ελάχιστη άμυνα απέναντι σε αυτόν και η άγνοια της διαχείρισης του, η ανικανότητα αντιμετώπισης προβλημάτων στο μέλλον, αλλά και η επικινδυνότητα του συμβιβασμού και της παραμονής σε φθοροποιές καταστάσεις προς αποφυγή του πόνου που θα βιώσουν για μια απώλεια, η απόρριψη. Στο άνθος της εφηβείας οι αξίες διαμορφώνονται με βάση την ανθρώπινη εμφάνιση και το ενδιαφέρον στρέφεται στο κάλλος, την ευρωστία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, την ιδιαίτερη αξία της φιλίας και την κοινωνική δραστηριότητα. Ο αυθορμητισμός και η ελάχιστη εμπειρία ζωής, λόγω του νεαρού της ηλικίας επισκιάζει την ώριμη σκέψη και δεν μπορεί να απαιτηθεί η σοφία της έμπειρης ζωής ενός ενήλικα. Η πρόσφατη οικονομική κρίση δείχνει να ευαισθητοποιούνται στον πόνο των συνανθρώπων τους, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν κάποια πρωτοβουλία προς υποστήριξή τους. (πριν λίγους μήνες αρνήθηκαν να επισκεφθούν ετοιμοθάνατο συμμαθητή τους από καρκίνο εν γνώσει τους ότι θα μετάνιωναν αργότερα).
8.    Η απαξίωση της ζωής οφείλεται στην άρνηση και απομάκρυνση από το Θεό και τη στροφή στον ανθρωποκεντρισμό και τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό που θέτει ως κέντρο και αυταξία την ανθρώπινη λογική, με την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να τα καταφέρει μόνος του χωρίς το Θεό. Ο εκτροχιασμός της ανθρώπινης ύπαρξης από τον προορισμό της, την βιωματική εφαρμογή της αγάπης με το Θεό και το συνάνθρωπο, (τη μετατόπιση του κέντρου έλξης και αναφοράς από το προσωπικό εσύ κι εγώ της σχέσης με το Θεό, στο απρόσωπο εγώ), και η αυτονόμηση ως επιλογή ζωής, επέφερε και την απώλεια της κατά φύσιν πνευματικής ηδονής που απολάμβανε ο άνθρωπος στην εν Θεώ σχέση. Στην προσπάθειά του να αναπληρώσει τη χαμένη ευδαιμονία εξ ιδίων μέσων, αναζητά μάταια υποκατάστατα της πνευματικής τέρψης του αληθινού Αγαθού έξω από Αυτό, στην παρά φύσιν ηδονή, μέσα από τον κόσμο των αισθητών, από όπου αδυνατεί να αντλήσει ζωή. Με συνέπεια να εμπλακεί στον ατέρμονο κύκλο ηδονής - οδύνης, που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, αφού σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος δεν μπορεί να έχει ποτέ το ένα χωρίς το άλλο. Όσο περισσότερο αναζητά την ηδονή τόσο εισπράττει την οδύνη, μένοντας μόνιμα ανικανοποίητος και δυστυχισμένος. Η παρά φύσιν ηδονή ανακόπτεται με την εισαγωγή της οδύνης, την οποία ευσπλαχνικά εμφυτεύει ο Θεός σαν αντίρροπη δύναμη στην παράλογη επιθυμία του, προκειμένου να οδηγήσει τον άνθρωπο στην επίγνωση της βλάβης που υφίσταται, και να τον επαναφέρει στην αναζήτηση του αρχικού του προορισμού.

Ο ανθρώπινος παραλογισμός βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος πορεύεται στη ζωή με την πεποίθηση ότι υπάρχει ηδονή χωρίς οδύνη, αλλά κυρίως ότι η χαρά της ζωής βρίσκεται στην ηδονή των αγαθών του αισθητού κόσμου. Για το λόγο αυτό αρνείται να εντάξει στη ζωή τον πόνο, τη θλίψη, τη λύπη, την οργή, την ανθρώπινη αδυναμία, την ασχήμια, την αρρώστια, τα γηρατειά και δη το θάνατο. Χωρίς αυτά που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής, η ζωή είναι λειψή, αφού κάθε τι είναι απαραίτητο για την ανθρώπινη τελείωση. Τα αρνητικά συναισθήματα και οι δυσκολίες της ζωής είναι μαθήματα αυτογνωσίας, που ολοκληρώνουν και εξαγνίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, και συνεπώς δεν τα απορρίπτουμε αλλά τα αποδεχόμαστε και τα ενσωματώνουμε στη φύση μας. Ας μη λησμονούμε ότι η πίστη μας στηρίζεται σε έναν Θεάνθρωπο που υποφέρει, πάσχει και θανατώνεται οικειοθελώς, για να κερδίσει για λογαριασμό μας την ελευθερία που εμείς ξεπουλήσαμε, δίνοντας μας εκ νέου την ευκαιρία να κερδίσουμε μια θέση στη βασιλεία του Θεού και την αιωνιότητα.


ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ



Η ευθανασία αποτελεί ένα πολυδιάσταστο και επίκαιρο θέμα που τείνει να λάβει διαστάσεις κοινωνικής απειλής, καθώς εγκυμονεί κινδύνους που είναι ακόμα άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της ευθανασίας, καθρεφτίζει τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη ζωή και το θάνατο που απέχουν από την Ορθόδοξη θεολογία και την πατερική παράδοση. Αναιρείται η πρόνοια και η βούληση του Θεού, απουσιάζει η πίστη και η ελπίδα, απαξιώνεται η ανθρώπινη ζωή, και προσβάλλεται η μοναδικότητα και αξία του ανθρώπινου προσώπου.
Τα ερωτήματα που γεννώνται είναι πολλά και οι προβληματισμοί και οι επιφυλάξεις εμφανίζονται και πέραν του θεολογικού χώρου από κάθε απλό άνθρωπο της όποιας θρησκείας και πολιτισμού. Έπαψε ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος;  Στερούμαστε ηθικής συνείδησης και αγάπης προς τον πλησίον;
Βρισκόμαστε στο κατώφλι γενικότερων κοινωνικών αλλαγών και επιστημονικών εξελίξεων που αγγίζουν κάθε τομέα της ζωής μας. Το ζήτημα της ευθανασίας που εντάσσεται στα πλαίσια της βιοϊατρικής ηθικής, είναι ίσως από τα πιο επικίνδυνα. Η νομική κατοχύρωσή και αποποινικοποίησή της αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη και την αφήνει ανυπεράσπιστη μπροστά σε πολιτικά, κρατικά και ατομικά συμφέροντα που απορρέουν από την εφαρμογή της όχι μόνο σε ασθενείς που βρίσκονται «προ των πυλών του θανάτου» άλλα και σε άλλες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.


























1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ

Ετυμολογικά ο όρος «ευθανασία» αποτελεί σύνθετη λέξη που αναλύεται σε ευ – θάνατος, δηλαδή καλός, ωραίος, ευγενής, ηρωικός, γενναίος  θάνατος.
Κατά την αρχαιότητα σήμαινε τον ηρωϊκό, τον έντιμο (δηλαδή όχι ατιμασμένο) θάνατο, όπως για παράδειγμα στην τραγωδία του Σοφοκλή η Αντιγόνη προτιμά να παρακούσει την εντολή του πατέρα της και να θάψει τον αδερφό της, πράξη που θα είχε σαν συνέπεια το δικό της θάνατο, ο οποίος όμως θα ήταν έντιμος (καλώς θανείν).
Σήμερα ο όρος «ευθανασία» σημαίνει τη βοήθεια προς το θάνατο, το πρόωρο τέλος μιας αναξιοπαθούς και γεμάτης οδύνη ζωής και θεωρείται  «αξιοπρεπής θάνατος».
Διακρίνουμε την ευθανασία σε κατηγορίες ανάλογα με τον τρόπο που διενεργείται και σύμφωνα με τη συναίνεση ή απουσία συναίνεσης του ασθενούς.
Ενεργητική ή θετική ευθανασία : καλείται η όποια ιατρική παρέμβαση οδηγεί στο θάνατο του ασθενούς.
Παθητική ή αρνητική ευθανασία: καλείται όταν δεν παρέχεται η απαραίτητη ιατρική υποστήριξη ή όταν αυτή αποσύρεται με αποτέλεσμα το θάνατο του ασθενούς.
Υποβοηθούμενη αυτοκτονία και θεληματική ευθανασία όταν αυτή επιφέρεται με τη συγκατάθεση του ασθενούς και μη θεληματική ευθανασία όταν την απόφαση λαμβάνουν τρίτα πρόσωπα χωρίς τη συγκατάθεσή του.


2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ  ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Ο θάνατος που μέχρι πρόσφατα ήταν μέρος του κύκλου της ζωής και της καθημερινότητας και βιωνόταν μέσα στην κοινότητα με κοινή συμμετοχή των μελών της, παίρνει τελευταίες δεκαετίες διαστάσεις ενός απαγορευμένου, ντροπιαστικού γεγονότος, ενός «ταμπού» το οποίο αποφεύγουμε τόσο να σκεφτόμαστε όσο και να συζητάμε.
Παλαιότερα ο ετοιμοθάνατος ασθενής βόωνε τις τελευταίες μέρες της ζωής του στο οικείο περιβάλλον, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα και είχε την ευκαιρία να αποχαιρετίσει, να συγχωρήσει και να συγχωρεθεί. Να αναπολήσει τη ζωή του, να μοιράσει τα υπάρχοντά του, να εκφράσει τις τελευταίες του επιθυμίες και να ζήσει στιγμές αφοσίωσης και αγάπης, με οικείους, φίλους, και συγγενείς.
Σήμερα αφήνει την τελευταία του πνοή στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, όπου οι συγγενείς του τον μετέφεραν κυρίως για να αποφύγουν τα προσωπικά αισθήματα θλίψης και οδύνης που τους αφυπνίζει ο επερχόμενος θάνατος του οικείου προσώπου.
Παρατηρούμε λοιπόν μια αλλαγή της στάσης του ανθρώπου απέναντι στο γεγονός του θανάτου, η οποία συνδέεται άμεσα με την αστικοποίηση, την αποξένωση, τον εγωκεντρισμό και την αλλαγή αξιών που επήλθε στη ζωή του. Η χαλάρωση της ηθικής ή η ανύπαρκτη ηθική, ο φιλελευθερισμός, ο ευδαιμονισμός, η υπερβολική έμφαση στο άτομο και τα δικαιώματά του μετέφεραν το αγαθό της ζωής από τη σφαίρα της συλλογικής μέριμνας στη σφαίρα της ατομικότητας (εγωκεντρισμός). Γι αυτό και ότι το θέμα της ευθανασίας απασχολεί κυρίως τις βιομηχανικές κοινωνίες της δύσης, όπου ο άνθρωπος θεωρεί ότι έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του, στην επιλογή του τρόπου ζωής όπως και του θανάτου του, και καθόλου τις χώρες του τρίτου κόσμου.
Κοντά σε αυτά διακρίνουμε έντονα την έλλειψη πίστης, ελπίδας και την αμφισβήτηση του ρόλου του Δημιουργού στη δημιουργία. Ο άνθρωπος αρνείται την πρόνοια και την οικονομία του Θεού, επειδή γιατί έχει χάσει την επαφή και την προσωπική σχέση με το Θεό που τον αναβιβάζει από άτομο σε πρόσωπο μοναδικό και αγαπημένο. Μέσα όμως από την άρνηση του Θεού εκλείπει και η δυνατότητα του θαύματος. 
Η ατομική ηθική που διαμορφώθηκε στις μέρες μας τείνει να υποσκελίσει την ευρύτερη κοινωνική ηθική που έχει βαθιές ρίζες στην θρησκευτική και πολιτισμική μας παράδοση. Οδηγηθήκαμε στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται πια ως πρόσωπο αλλά ως άτομο χωρίς ιδιαιτερότητα και αξία. Μόνο ο σωματικά άρτιος, ο υγιής, ωραίος και νέος άνθρωπος, ο ικανός να προσφέρει, να δημιουργεί και να στηρίζει την καταναλωτική κοινωνία θεωρείται αξιοπρεπής. «Σαν μια καλή μηχανή, που όταν χαλάσει επισκευάζεται κι όταν κάνει τον κύκλο της πετιέται»[1]. Τα γηρατειά, η αρρώστια, η αναπηρία, ο πόνος και ο θάνατος, εκτιμώνται αρνητικά, αφού δηλώνουν την ανικανότητα την αδυναμία και την ασχήμια του ανθρώπου, που για τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του δυτικού πολιτισμού είναι ανυπόφορη. Έτσι ο θάνατος φθάνει να θεωρείται ένα ανακουφιστικό γεγονός αφού απαλλάσσει τον άνθρωπο από την φθορά, την οδύνη και τη ματαιότητα της ανούσιας πλέον ζωής του.
Το θέμα της ευθανασίας υπό την έννοια που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς που συνηγορούν υπέρ της καθώς θεωρούν ότι υπάρχει «ζωή που δεν αξίζει να βιωθεί»[2] και υποστηρίζουν:
1.  το δικαίωμα του ανθρώπου να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο
2.  την αυτοδιάθεσή του
3.  το δικαίωμα του σε αξιοπρεπή θάνατο
Στον αντίποδα οι κοινωνικές και ηθικές επιπτώσεις είναι πολλές. Ελλοχεύει ο κίνδυνος ασθενείς με υποκειμενική εκτίμηση της κατάστασής τους, άτομα με ψυχολογικά προβλήματα, άνθρωποι που δεν διατηρούν τη συνείδησή τους, ανήλικοι, άτομα με αναπηρίες και άλλες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες να οδηγούνται στην ευθανασία παρά τη θέλησή τους, απλά επειδή θεωρούνται βάρος για τις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν.
Επίδοξοι κληρονόμοι θα αποφάσιζαν για την τύχη συγγενών τους, κι εγκληματίες θα θανατώνονταν. Στις περισσότερες περιπτώσεις η συναίνεση στην ευθανασία οφείλεται απλά στην έλλειψη αγάπης και φροντίδας, στην απογοήτευση από την εξασθένηση των φυσικών δυνάμεων και «το φόβο ότι ο ασθενής αποτελεί βάρος για τους οικείους του»[3].
Η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να απειληθεί ακόμα και από την μονομερή απόφαση του ιατρού, την απουσία ή και την παρουσία των «δηλώσεων τελευταίας θέλησης»[4],  γνωστά ως Living Wills, με τα οποία κάποιες χώρες δεσμεύουν εκ των προτέρων τους ασθενείς τους στη συναίνεση της ευθανασίας. Αλλά και από την προοπτική της δωρεάς οργάνων στις περιπτώσεις ασθενών με εγκεφαλικό θάνατο, που τείνει να λάβει διαστάσεις επιδημίας στην εποχή μας.
Ας αναρωτηθούμε πως θα επηρέαζε την ψυχολογία ενός ανθρώπου η σκέψη ότι η ευθανασία είναι αποποινικοποιημένη. Και ποιες επιπτώσεις θα είχε αυτό στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, όταν νεαρά άτομα θα έβλεπαν τους γονείς τους να προβαίνουν στην ευθανασία των ανήμπορων ή γηραιότερων μελών.
Τέτοιες ενέργειες επηρεάζουν και την ψυχολογία των ίδιων των ατόμων που συνεργούν ή δίνουν τη συγκατάθεσή τους στην ευθανασία συγγενικού προσώπου, αφού γεννά τύψεις, ενοχές, αίσθηση απόρριψης και φόβο για επερχόμενο κοινωνικό στιγματισμό.
Παρά τους όποιους κινδύνους την τελευταία 20ετία αρκετές χώρες  νομιμοποίησαν την ευθανασία όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Κίνα, η  Γερμανία, η Δανία, η Σουηδία, το Βέλγιο, και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, με αρκετές διαφοροποιήσεις ως προς το τι κατοχυρώνεται νομικά από το δίκαιο της κάθε μιας. Ένα μικρό παράδειγμα από την Ολλανδία όπου το 1990 σε 129.000 θανάτους οι 3.700 επήλθαν με κάποια μορφή ευθανασίας[5].
Οι στατιστικές στη χώρα μας έδειξαν ότι ο κόσμος αγνοεί τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει το θέμα, πριν συναποφασίσει να δηλωθεί υπέρ ή κατά. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό υπέρ της ευθανασίας δηλώθηκε από άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, 71,3% σε δείγμα 1960 ιατρών, δικηγόρων, δικαστών και φοιτητών. Παρ’ αυτά η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με χαμηλό ποσοστό συναίνεσης στην ευθανασία, 24,6% το 2002[6].
Αυτό οφείλεται κυρίως στην άγνοια, στο γεγονός ότι στη χώρα μας το θέμα δεν προβάλλεται αρκετά από τα ΜΜΕ, οι οικογενειακοί μας δεσμοί είναι ακόμα πολύ ισχυροί και οι θρησκευτικές μας πεποιθήσεις μας σε σχέση με το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο στηρίζονται στη χριστιανική πίστη και ως εκ τούτου στην πεποίθηση της μεταθανάτιας ζωής και την ελπίδα της ανάστασης.
Όμως ο μεγαλύτερος φόβος εκφράζεται για την ενδεχόμενη θεσμική αναγνώριση και σιωπηρή αποδοχή της ευθανασίας.
Ένα άλλο φαινόμενο των νεότερων χρόνων που δεν πρέπει να παραβλέψουμε είναι η επιρροή που ασκούν στην κοινή γνώμη τα ΜΜΕ. Στατιστικές έδειξαν ότι σε διάρκεια 20 ετών με προβαλλόμενα ακόμα και διαφημιστικά σποτ και ενημερωτικά προγράμματα υπέρ της ευθανασίας, η κοινή γνώμη επηρεάστηκε τόσο πολύ, που πρόσφατη δημοσκόπηση ανέβασε στα ύψη το ποσοστό όσων τάχθηκαν υπέρ της. Με το σύνθημα «δικαίωμα στο θάνατο με αξιοπρέπεια» ιδρύθηκαν σε πολλές χώρες σύλλογοι ευθανασίας με χιλιάδες μέλη, που προχωρούν ακόμα και σε «ατομικές και ομαδικές διακηρύξεις υπέρ της ευθανασίας»3.




3. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Η ευθανασία θεωρείται η πιο γρήγορη και ανέξοδη λύση, συγκριτικά με τη θεραπεία και τη διατήρηση στη ζωή. Παρά την πρόοδο της επιστήμης στις περισσότερες περιπτώσεις οι ιατρικές υποστηρικτικές εφαρμογές δεν συντελούν ουσιαστικά στην παράταση της ζωής, αλλά στην παράταση της διαδικασίας του θανάτου. Παρ αυτά μελέτες έδειξαν ότι η εφαρμογή της ευθανασίας σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την εξοικονόμηση των πόρων που αρχικά προβλεπόταν. Το τεράστιο κόστος που επωμίζονται ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες και φορείς της υγείας για τη θεραπεία ευπαθών κοινωνικών ομάδων, κυρίως ηλικιωμένων, η λεγόμενη υπερκατανάλωση των πόρων για την υγεία, αποτελεί ένα καίριο πρόβλημα για της χώρες της δύσης όπου το προσδόκιμο της ζωής ξεπερνάει τα 75 χρόνια.
Οι πόροι που δαπανώνται για την υγεία δεν επαρκούν να καλύψουν την δημιουργία και τον εξοπλισμό των ΜΕΘ (μονάδες εντατικής θεραπείας) που θα έδιναν τη δυνατότητα νοσηλείας μεγαλύτερου ποσοστού ασθενών και σαφώς την καλύτερη ιατρική αντιμετώπιση και φροντίδα κάθε ασθενούς. Για να λύσουν αυτό το πρόβλημα κάποιες χώρες όπως η Δανία (1994) και η Σουηδία (1996) θέσπισαν όριο ηλικίας τα 70 χρόνια, πέραν των οποίων πολύ δύσκολα γίνεται κάποιος δεκτός στις ΜΕΘ για νοσηλεία και θεραπεία. Επίσης τίθεται υπό αίρεση η συντήρηση στη ζωή ασθενών με αμφίβολη ανάνηψη από κώμα, ασθενών με μηχανική υποστήριξη ζωής, και η εφαρμογή θεραπειών σε ασθενείς με μικρό ποσοστό βιωσιμότητας.
            Η εφαρμογή της ευθανασίας παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις καθώς τείνει να αγγίξει και άλλες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες όπως άτομα με ειδικές ανάγκες, τρόφιμους ψυχιατρικών ιδρυμάτων, εγκληματίες και «ελαττωματικά παιδιά». Στη Γερμανία την περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα ευθανασίας σε παιδιατρικά νοσοκομεία και ψυχιατρεία όπου εφαρμόσθηκε σταδιακά η ευθανασία από το 1939, σε 74.273 ασθενείς με πρωτοβουλία των ιατρών[7].
Παρατηρούμε ότι η ιατρική επιστήμη αντί να εργάζεται αποκλειστικά για την υποστήριξη της ζωής ανέπτυξε και μεθόδους που διευκολύνουν το θάνατο. Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία υποστηρίζεται από την τεχνολογία του θανάτου που δίνει τη δυνατότητα για ευθανασία χωρίς καμία ιατρική παρέμβαση. Μάλιστα έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, που «ο γιατρός παρακάμπτεται, ο θάνατος επέρχεται και πολύ δύσκολα μπορεί να αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι επρόκειτο για ευθανασία»[8]. Στο εξωτερικό ανθίζει ήδη εδώ και αρκετά χρόνια το λεγόμενο εμπόριο του θανάτου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ελβετική εταιρεία «Έξοδος» με υποκαταστήματα σε πολλές χώρες που παρέχει υπηρεσίες ευθανασίας έναντι χρηματικής αμοιβής. 




5. ΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

5.1  Ελληνικό δίκαιο
Βάση του ελληνικού συντάγματος ο σεβασμός και η προστασία της ζωής και της αξίας του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη διάταξη και υποχρέωση της πολιτείας (αρ. 2 παρ. 1). Η ζωή ως έννομο αγαθό προστατεύεται με τις δραστικές διατάξεις των αρ. 299-307 του Ποινικού Κώδικα (αρ. 5 παρ. 2) και οι συνταγματικές εγγυήσεις στη χώρα μας καλύπτουν την ζωή και όχι την άρνηση της ζωής ή τον τρόπο επέλευσης του θανάτου.
Το «Ελληνικό Δίκαιο»[9], είναι από τα πιο καλοδιατυπωμένα ως προς τα θέματα αυτά και δεν περιέχει ρυθμίσεις που να κατοχυρώνουν την ευθανασία. Στην ευθανασία παρεμβαίνει πάντα ένα τρίτο άτομο, έτσι σε καμία περίπτωση ευθανασίας δεν υπάρχει γενικός κανόνας απαλλαγής από την ποινική ευθύνη.
Αναλυτικότερα κατοχυρώνει:
1.  Την Ενεργητική ευθανασία
 α) ως ανθρωποκτονία με συναίνεση και ποινή φυλάκισης από 10 μέρες έως 5 έτη.
 β) αν απουσιάζει η βούληση του ασθενούς θεωρείται ανθρωποκτονία από πρόθεση συνώνυμη του φόνου εκ προμελέτης και η ποινή ορίζεται σε ισόβια κάθειρξη.
 2. Την υποβοηθούμενη ευθανασία - παθητική
      Θεωρείται συμμετοχή σε αυτοκτονία τιμωρείται επίσης με φυλάκιση αλλά έχει επιεικέστερη μεταχείριση αν αποδειχθεί η συναίνεση του πάσχοντος, και η ευάλωτη φύση του γιατρού που υπέκυψε στις πιέσεις των συγγενών ή του ασθενούς.
 3. Την έμμεση ευθανασία
      Ως φόνο εξ αμελείας όταν η χορήγηση αναλγητικών επιφέρει άθελα το θάνατο του πάσχοντος και διώκεται ποινικά.
  4. Τη διακοπή θεραπείας με έγγραφη εντολή ασθενούς σε πλήρη συνείδηση ως αναφαίρετο δικαίωμά του και δεν διώκεται ποινικά.
      

5. 2. Διεθνές Δίκαιο

Ποικίλει ανάλογα με το σύστημα ηθικής και αξιών και το νομικό πλαίσιο κάθε χώρας. Ως βασικός κανόνας ισχύει ότι η αφαίρεση ζωής θεωρείται έγκλημα και τιμωρείται.
Ανοχή υπάρχει ως προς την «παθητική ευθανασία» όπου διακόπτεται η παροχή τροφής και νερού μετά από αίτημα του ασθενούς ή των συγγενών του.
Δεν μπορεί όμως να διασφαλισθεί ότι δεν υπήρχαν απώτεροι σκοποί, ή αν η συγκατάθεση του ασθενούς δόθηκε κάτω από ψυχολογική πίεση.
Σε γενικές γραμμές η κοινή γνώμη και ο ιατρικός κόσμος είναι κατά της αποποινικοποίησης της ενεργητικής ευθανασίας, διότι εγκυμονούν πολλοί κίνδυνοι και δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί κάτω από ποιο καθεστώς προέβη ο γιατρός σε αυτή.


6. Ο ΙΑΤΡΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Σύμφωνα με τον όρκο του Ιπποκράτη δεν επιτρέπεται καμία ιατρική πράξη που θα μπορούσε να επιφέρει το θάνατο ασθενούς. Ο γιατρός οφείλει απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, ακόμη κι αν ο ασθενής ζητά τη συνεργασία του για τη λύτρωσή του από τη «μάταιη ζωή». Ως ιατρικό καθήκον ορίζεται η υποχρέωση του ιατρού να θεραπεύει, να ανακουφίζει και να απαλύνει τον πόνο του αρρώστου.
Εύκολα όμως ο γιατρός παρασύρεται όταν κρατάει στα χέρια του την ανθρώπινη ζωή, να νιώθει σαν μικρός θεός που έχει εξουσία στη ζωή και στο θάνατο, καθώς λησμονεί το πεπερασμένο της δικής του ύπαρξης. Η ιατρική επιστήμη μπορεί να λειτουργήσει στο γιατρό ως πρόκληση για επιβεβαίωση και παντοδυναμία στη διαχείριση της ζωής και του θανάτου, αλλά ταυτόχρονα και ως διάψευση του «ναρκισσιστικού του συναισθήματος»[10], όταν παρά τις προσπάθειές του ο ασθενής αποβιώνει. Η απώλεια των ασθενών βιώνεται σαν προσωπική ήττα και η αλτρουιστική διάθεση καταλήγει σε πόνο, αίσθημα αυτοματαίωσης, άγχος και μοναξιά. Συχνά παρασύρεται κι από ένα διαστρεβλωμένο αίσθημα «ευσπλαχνίας»[11], αφού εκλαμβάνει ως ιατρική του υποχρέωση να απαλείψει τον πόνο για να ικανοποιήσει τον άνθρωπο.
Τότε η σχέση ιατρού - ασθενούς καταλήγει σε σχέση «εξάρτησης»[12], όπου βρίσκουν εκπλήρωση δυο ρόλοι. Αφενός ο ασθενής που υποφέρει, (παλινδρομεί στη νηπιακή ηλικία και αφήνει την φροντίδα του στο γιατρό όπως ως βρέφος απολάμβανε τη φροντίδα της μητέρας), βιώνει την ανάγκη της εξάρτησης, και αφετέρου ο γιατρός που βιώνει το αίσθημα της υπεροχής, της προστασίας και της εξουσίας που έχει επάνω στον ασθενή. Πίσω από τη σχέση εξάρτησης κρύβεται η αδυναμία του ασθενούς που προσπαθεί να αποφύγει την οδύνη της ταπείνωσης που του προκαλεί η σωματική του αδυναμία, και η αδυναμία του γιατρού να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματα που αφυπνίζει μέσα του ο πόνος του ασθενούς, όπως άγχος, λύπη, θλίψη, οργή, μοναξιά κλπ., τα οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί Έτσι αποφεύγει την ουσιαστική επαφή και γίνεται απρόσιτος και απρόσωπος.  
Δυστυχώς κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν διδάσκεται να αντιμετωπίζει τον ασθενή αλλά την ασθένεια, με συνέπεια να κατατάσσεται τελευταίος στατιστικά ως προς την προτίμηση των ασθενών, όπως έδειξε έρευνα σε νοσοκομεία που αφορά στα πρόσωπα με τα οποία οι ασθενείς αναπτύσσουν τις πιο στενές σχέσεις στη διάρκεια της νοσηλείας τους:
Α)   τους εθελοντές επισκέπτες
Β)   τους άλλους ασθενείς
Γ)   τους φίλους
Δ)   τον ιερέα του νοσοκομείου
Ε)   το νοσηλευτικό προσωπικό
ΣΤ) και τελευταίο το ιατρικό προσωπικό
Στην ιατρική, και όχι μόνο, έχει υιοθετηθεί η άποψη ότι η νόσος είναι κάτι αφύσικο, από το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαχθεί, και ο γιατρός θεωρείται το πρόσωπο που θα απαλλάξει τον ασθενή το συντομότερο από την αρρώστια και την ταλαιπωρία που αυτή συνεπάγεται.
Παραβλέπεται η χριστιανική θεώρηση ότι ο πεπτωκός άνθρωπος έχει πλέον την νόσο και τον πόνο στη φύση του και πως η οδύνη, η αρρώστια και ο θάνατος είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής, γεγονός που όχι μόνο δεν αναγνωρίζουμε, αλλά και κανείς δεν προετοιμάζει τον άνθρωπο για αυτό.
Η μετατόπιση της ηθικής όσον αφορά στο θάνατο επηρέασε και την ιατρική κι ενώ παλαιότερα ο γιατρός που θεωρείτο συνοδοιπόρος στη ζωή και στο θάνατο, τον αντιμαχόταν, σήμερα γίνεται συνεργός του. Ένα πλήθος παραγόντων επηρεάζουν την κρίση του ιατρού και τον οδηγούν να συναινέσει στην ευθανασία:
1.    Η αυτονομία του αρρώστου κατά την οποία παραβλέπει ότι ναι μεν είναι σεβαστή η αυτοδιάθεση του όχι όμως και η απαίτηση του για τερματισμό της ζωής.
2.    Το μάταιο της θεραπείας, που μπορεί να στηρίζεται και σε υποκειμενική κλινική εκτίμηση ή σε διάθεση εκμετάλλευσης.
3.    Η κατανομή των πόρων σχετικά με την υγεία για την οποία οι γιατροί δέχονται πιέσεις για περιορισμό των δαπανών σε ασθενείς με μικρή αποτελεσματικότητα και μικρό ποσοστό βιωσιμότητας, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει επάρκεια σε κλίνες και ιατροφαρμακευτικό υλικό.
4.    Η ηλικία του αρρώστου που αποτελεί πλέον καθοριστικό παράγοντα για, τη νοσηλεία, τη θεραπεία του και τη διατήρησή του στη ζωή.
5.    Η πίεση που δέχεται ο γιατρός από ασθενείς με αθεράπευτες ασθένειες και ανυπόφορους πόνους ή τα συγγενικά τους πρόσωπα.
6.    Η ευάλωτη φύση του ίδιου του γιατρού (τα συναισθήματα άγχους, ματαιότητας, απελπισίας, θλίψης κλπ.).
7.    Η απουσία χριστιανικής πίστης και συνείδησης.


7. Ο ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ

Κέντρο όμως της ιατρικής παραμένει ο ασθενής ως άνθρωπος που απαιτεί σεβασμό στην προσωπικότητά και την αξιοπρέπειά του.
Ας μην λησμονούμε ότι βρίσκεται στη δυσμενή θέση να πρέπει να αποδεχθεί την τρωτότητα και αδυναμία του. Δεν είναι πια παραγωγικός και δημιουργικός, και εξαρτάται από τους συνανθρώπους του, γιατρούς, νοσηλευτές, συγγενείς κλπ., που συχνά αποφασίζουν για λογαριασμό του χωρίς να ενημερώνεται ή να λαμβάνεται υπόψη η άποψή του. Χάνεται η εμπιστοσύνη και συνάμα νιώθει άγχος και φόβο για το μέλλον, θλίψη για την κατάστασή του, ζήλια και μίσος για τους συνανθρώπους του, για τους οποίους η ζωή συνεχίζεται κανονικά, και ανυπόφορο πόνο.
Νοσηλεύεται στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, μακριά από το οικείο περιβάλλον, και τα αγαπημένα του πρόσωπα που δεν μπορούν να βρίσκονται συνέχεια κοντά του. Δεν έχει προσωπικό χώρο, ούτε προσωπική ζωή και οι επιλογές του είναι κατά πολύ περιορισμένες (κίνηση, διατροφή, ένδυση, ωράριο ύπνου, συναναστροφές κλπ). Υποβάλλεται σε επίπονες εξετάσεις και θεραπείες και βομβαρδίζεται με ιατρικές ορολογίες και περιγραφές που του είναι ακατανόητες και του προκαλούν επιπρόσθετο άγχος.
Ενίοτε δε αγωνιά για μια αποθεραπεία η οποία δε θα έρθει ποτέ, καθώς γιατροί και συγγενείς σπάνια είναι ειλικρινείς ως προς την σοβαρότητα της κατάστασής του. Αντιλαμβάνεται διαισθητικά ότι οδεύει προς το θάνατο και η υποκρισία των δικών του ανθρώπων του προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη θλίψη, μοναξιά και αίσθημα εγκατάλειψης, ιδιαίτερα αν αυτή η εγκατάλειψη είναι και πραγματική. Εν τέλει είναι αναγκασμένος να αποδεχθεί το τέλος της ζωής του και ελάχιστα μπορεί να επιλέξει κάτω από ποιες συνθήκες, που και πότε θα συμβεί αυτό.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ψυχολογία του είναι επιβαρυμένη, η αισιοδοξία χάνεται, η πίστη και η ελπίδα περνούν μια σκληρή δοκιμασία και συχνά δίνουν τη θέση τους στην απαξίωση, και την παραίτηση.
Έτσι ψυχολογικά κίνητρα μπορούν να τον οδηγήσουν να ζητήσει την ευθανασία από το γιατρό του:
Ο ανυπόφορος σωματικός πόνος
Η κατάθλιψη
Η έλλειψη ελπίδας και προσδοκίας
Ο φόβος ότι γίνεται βάρος στους οικείους του
Η αίσθηση της κοινωνικής απομόνωσης και εγκατάλειψης
Οι δυσβάσταχτες οικονομικές απαιτήσεις της θεραπείας του
Οι γιατροί στη χώρα μας δεν είναι εξειδικευμένοι στην παρηγορητική φροντίδα και στην προετοιμασία του ασθενούς για το θάνατο. Οι ευθύνες και οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν τους επιτρέπουν να αφιερώσουν τον απαραίτητο χρόνο σε κάθε ασθενή τους. Γίνονται φειδωλοί στις δηλώσεις τους, δεν δίνουν τις απαραίτητες πληροφορίες και επεξηγήσεις ή γίνονται αγενείς και απόμακροι τη στιγμή που ο ασθενής έχει πρώτιστα ανάγκη από ανθρώπινη μεταχείριση και προσέγγιση και έπειτα από ιατρική φροντίδα.
Ο ιατρός οφείλει βάσει νόμου, να ενημερώνει λεπτομερώς τον ασθενή για την κατάστασή του και την θεραπεία που θα εφαρμόσει, την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα, ή τον επερχόμενο θάνατο. Όπως οφείλει να κρίνει αντικειμενικά την κατάσταση να κάνει σωστή διάγνωση, και να επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία συναποφασίζοντας με τον ασθενή, να κλείσει μια «θεραπευτική συμμαχία» δηλαδή να συνεργάζεται με άλλους θεραπευτές, με ψυχιάτρους, ιερείς, συγγενείς. Να υπηρετεί με αγάπη και να προβαίνει σε κάθε πράξη που θα απαλύνει τον πόνο του ασθενούς, ιδιαίτερα όσων βρίσκονται προ των πυλών του θανάτου.
Δεν είναι εύκολο να είσαι συνοδοιπόρος στον θάνατο ενός ανθρώπου όταν έχεις ταχθεί να στηρίζεις τη ζωή. «Εξ άλλου οι τελευταίες στιγμές ενός ανθρώπου εγκρύπτουν μια μοναδική ιερότητα, και περιποιούν μυστήριο που απαιτεί ιδιάζοντα σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας»[13].


8. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΙΑΤΡΙΚΑ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ

Πόνος ονομάζεται «η δυσάρεστη αισθητική και συγκινησιακή εμπειρία που έχει σχέση με δυνητική ή πραγματική καταστροφή ιστών ή που περιγράφεται ως τέτοια»[14]. Αποτελεί το φυσιολογικό προστατευτικό μηχανισμό που μας απομακρύνει έστω προσωρινά από βλαπτικούς παράγοντες.
Είναι προσωπική εμπειρία και η αντίληψή του σχετίζεται άμεσα με την προσωπικότητα, τη στάση ζωής και την ιδιαίτερη βιολογική λειτουργία κάθε ανθρώπου. Ιατρικά διακρίνουμε τον πόνο σε φυσιολογικό και παθολογικό.
1. Φυσιολογικό πόνο όταν ένα ερέθισμα έχει αρκετή ένταση ώστε να προκαλέσει προσωρινή βλάβη ή τραύμα μικρής έκτασης στους ιστούς.
2. Παθολογικό πόνο ή φλεγμονώδη αντίδραση από ιστικό τραύμα ή βλάβη του νευρολογικού συστήματος που καλείται αντίστοιχα φλεγμονώδης πόνος ή νευρολογικός.
Ένας τομέας στον οποίο παρατηρείται σημαντική εξέλιξη είναι η επιστήμη της αντιμετώπισης του πόνου. Στις ονομαζόμενες «Ειδικές Μονάδες Διάγνωσης Πρόγνωσης και Αντιμετώπισης του πόνου»[15], ερευνάται με τη συνεργασία γιατρών όλων των ειδικοτήτων, και με γνώμονα ότι κάθε πόνος έχει διαφορετική αιτία και αντιμετώπιση, η καλύτερη μέθοδος για τον μετριασμό και την εξάλειψή του. Στην ιατρική η αντιμετώπιση του πόνου αποτελεί βασική αρχή καθώς ελαττώνεται η μετεγχειρητική κακουχία, η ψυχολογική καταπόνηση και οι επιπτώσεις που έχει ο πόνος στα όργανα του σώματος. Ιδιαίτερα ασχολείται η ιατρική με την αντιμετώπιση και ανακούφιση του πόνου των ασθενών με νόσο τελικού σταδίου. Τελικό στάδιο θεωρείται η περίοδος ζωής μικρότερης των 6 μηνών, που για τους καρκινοπαθείς ορίζεται από την ημέρα διακοπής της τελευταίας θεραπείας. Σε αυτό το στάδιο η θεραπευτική αγωγή είναι πλέον συμπτωματική, και αντιμετωπίζει τα επώδυνα και ενοχλητικά συμπτώματα, χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον για την αιτία.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας[16], εκπονεί και υλοποιεί προγράμματα παρηγορητικής φροντίδας μόλις τα τελευταία 15 χρόνια. Παρηγορητική ή ανακουφιστική φροντίδα είναι η ολική ενεργητική περίθαλψη του αρρώστου η ασθένεια του οποίου δεν ανταποκρίνεται σε θεραπευτικές ενέργειες. Σε πολλές χώρες του κόσμου λειτουργούν νοσοκομεία-ξενώνες για τη φιλοξενία ασθενών με προβλήματα αθεράπευτου πόνου, στους οποίους παρέχεται η ολική ενεργητική περίθαλψη, η ανακουφιστική και παρηγορητική φροντίδα που προετοιμάζει τον ασθενή για την ειρηνική αποδοχή του θανάτου και το πέρασμα σε αυτόν.
Θεολογικά ο πόνος ή οδύνη, βρίσκεται στον αντίποδα της ηδονής, τον οποίο επιφέρει ο άνθρωπος με την απομάκρυνση του από το Θεό, και την εγωκεντρική και ευδαιμονιστική στάση του απέναντι στη ζωή. Ο πόνος είναι μια επίπονη δοκιμασία αλλά και το πιο πρόσφορο μέσο για την πνευματική του ανακαίνιση, το παιδαγωγικό μέσο του Θεού για την πνευματική προκοπή και τελείωση. Οδηγεί στη μετάνοια και τη συντριβή για τις αμαρτίες του, τον βοηθά να αποβάλει τον παλιό του εαυτό, και να αυξήσει τις αρετές όπως τη συμπόνια και την αγάπη για τον πλησίον του. «Με τον πόνο αποβάλλεται ο εγωισμός, συμπιέζεται η αυτάρκεια, ανοίγει ο δρόμος για την κοινωνία με το Θεό»[17].
Ο πιστός βλέπει τον πόνο ως δωρεά του Θεού, ως μέσον ταπείνωσης, άσκησης, υπομονής στις δοκιμασίες, πνευματικής κάθαρσης και τελείωσης, ως πρόκληση να ζήσει το έλεος και την αγάπη του Θεού. Η πίστη στην πρόνοια του Θεού βοηθά τον χριστιανό να αντιμετωπίζει θετικά όχι μόνο τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής αλλά και τα δυσάρεστα όπως η αρρώστια, η οδύνη και ο θάνατος.
Χωρίς ελπίδα ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταλλάξει τον πόνο που βιώνει και εγκλωβίζεται στο παρόν, αδυνατώντας να δώσει λύσεις στα προβλήματά του. Όταν το μόνο θετικό που μπορεί να δει στον πόνο είναι η προσπάθεια για την εξαφάνισή του, χάνει όλο το παιδαγωγικό και θεραπευτικό κομμάτι που θα του πρόσφερε ο πόνος στην πνευματική του εξέλιξη.
Παρ’ αυτά η εκκλησία δεν αρνείται την ιατρική επιστήμη που συμβάλλει στην θεραπεία και την ανακούφιση του πόνου, αφού ενδιαφέρεται για σύνολη την ανθρώπινη φύση, ως ψυχοσωματική οντότητα (το σώμα θεωρείται ναός Αγίου Πνεύματος) και συνεπώς και για τη σωματική του υγεία που δεν πρέπει να  παραμελείται.
Καθώς τίποτα δεν συμβαίνει στον άνθρωπο χωρίς να το θέλει ή να το επιτρέπει ο Θεός και ο πόνος στην θετική του αντιμετώπιση είναι μια δοκιμασία, ή αλλιώς «προκοπή στην ελευθερία», όπως αναφέρουν οι πατέρες της εκκλησίας.


9. ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ, ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο βιολογικό όν αλλά και πνευματικό, και μπροστά στο θάνατο η πνευματική διάσταση της ζωής γίνεται πιο αισθητή. Η ανθρώπινη ζωή συμπεριλαμβάνει και το θάνατο διότι η ζωή συνεχίζει και μετά από αυτόν. Ο άνθρωπος ανάμεσα σε όλα τα άλλα όντα έχει γνώση της θνητότητάς του, γεγονός που επηρεάζει ολόκληρη τη ζωή και τη συμπεριφορά του, ιδιαίτερα εάν οι πεποιθήσεις του δεν περιλαμβάνουν την πίστη ότι η ζωή επεκτείνεται μετά το θάνατο. Τότε η στάση του απέναντι στη ζωή είναι εγκοσμιοκρατική και ευδαιμονιστική και συνεπώς η τοποθέτηση του υπέρ της ευθανασίας, αυτονόητη.
Στην ορθόδοξη θεολογία η παρούσα ζωή αντιμετωπίζεται ως στάδιο προετοιμασίας για την αιώνια και αληθινή ζωή, τη μεταθανάτια.
Η Εκκλησία βλέπει τον άνθρωπο και τη ζωή του στην προοπτική της αιωνιότητας. Η ζωή δεν περιορίζεται στις βιολογικές λειτουργίες και στη διατήρηση της υγείας αλλά επεκτείνεται στην ολοκλήρωσή του ως πρόσωπο σύμφωνα με το «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν».
Η αποξένωσή του από το Θεό που είχε συνέπεια τον πνευματικό θάνατο επέφερε και το βιολογικό. Ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της πτώσης και της αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής και αποτελεί οικονομία και πρόνοια του Θεού ώστε να μη γίνει το κακό που προκάλεσε ο άνθρωπος με την αυτονόμησή του, αθάνατο. Στόχος του σε αυτή τη ζωή είναι η απαλλαγή από την αμαρτία μέσω της μετάνοιας, η τελείωση, η επανάκτηση της επικοινωνίας με το Θεό και η λύτρωση από τον πνευματικό θάνατο που καθιστά τον άνθρωπο συγκληρονόμο της Βασιλείας του Θεού.
Ο χριστιανός που από τη στιγμή της βάφτισης συμμετέχει, με την τριπλή ανάδυση και κατάδυση του στην κολυμβήθρα, στα πάθη και το θάνατο του Χριστού και με την ακλόνητη πίστη στην χριστιανική παράδοση, δεν έχει καμία αγωνία όσον αφορά το θάνατο και δεν προβληματίζεται σχετικά με την ευθανασία. Γνωρίζει επίσης και δέχεται τον πόνο, τη θλίψη, και τις δυσκολίες της ζωής ως θεμιτά μέσα για την τελείωση του, που θα τον οδηγήσουν ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στο Θεό. Τα βιώνει με υπομονή, καρτερία και χαρά καθώς αποδέχεται αυτές τις καταστάσεις «ως πνευματικά αθλήματα» που του επιτρέπουν την ελάχιστη συμμετοχή στα πάθη του Χριστού, και θα τον αναδείξουν άξιο για την ανάσταση και τη συμμετοχή στην αιώνια ζωή. Για τον χριστιανό η ζωή είναι πολύτιμο δώρο του Θεού που καλείται να διαφυλάξει και να υπερασπιστεί. Γι αυτό η ίδια η Εκκλησία ευλογεί το έργο της ιατρικής, που έχει στόχο να θεραπεύσει τις συνέπειες που επέβαλε στην ανθρώπινη φύση η πτώση.
Εδώ η ευθανασία παίρνει άλλη διάσταση εκείνη της ευχής της Εκκλησίας για «τέλη χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσθητα και ειρηνικά» και όχι την έμμεση ή άμεση διακοπή της ζωής που θεωρείται απαξίωση του ανθρώπου και δηλώνει έλλειψη πίστης και ελπίδας στο Θεό, ο οποίος άλλωστε είναι και ο μόνος που έχει εξουσία στη ζωή και το θάνατο.
Ποιμαντικά η Εκκλησία στέκει πάντα δίπλα στον ασθενή με τις ειδικές ευχές υπέρ ζωής και υγείας, τα μυστήρια του Ευχελαίου, της Εξομολόγησης και της Θείας Κοινωνίας, τον αγιασμό, και τις ειδικές παρακλήσεις, που έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα και προσφέρουν ψυχική ίαση και παρηγοριά. Η θεία χάρη ζωογονεί, η πίστη τονώνεται και καλλιεργείται η ελπίδα στην ανάσταση.
Αλλά και οι ειδικές ευχές, ο κανόνας για τον ψυχορραγούντα, η ανάγνωση του ψαλτηρίου, η νεκρώσιμη ακολουθία και τα μνημόσυνα που τελούνται υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων, δείχνουν την αγάπη των μελών του εκκλησιαστικού σώματος για τον χριστιανό που υποφέρει ή έχει κοιμηθεί.
Η ποιμαντική φροντίδα προσφέρεται από ιερείς και εθελοντές, που επισκέπτονται τους ασθενείς στο νοσοκομείο ή στον οικείο τους χώρο, παρηγορούν, ανακουφίζουν, στηρίζουν την πίστη, καλλιεργούν την ελπίδα και προσεύχονται για αυτούς.
Στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, (23,42), τρεις σταυρωμένοι στο λόφο του Γολγοθά ανέμεναν τον επερχόμενο θάνατο, όταν ένας από τους δύο ληστές μετανιωμένος στρέφει γεμάτος ελπίδα και με μια πίστη πρωτόγνωρη το βλέμμα του στο Χριστό και τον παρακαλεί: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Θα προλάβαινε άραγε ο ληστής να κερδίσει την πρώτη θέση στον παράδεισο, να δει την αμαρτωλότητά του και να μετανοήσει, να υποψιαστεί ποιος είναι ο σταυρωμένος άνδρας δίπλα του αν ζούσε σε μια κοινωνία που θα είχε προχωρήσει στην ευθανασία του για να απαλλαχθεί από το «βάρος» ενός τέτοιου ανθρώπου;














ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  1. Αρχιμ. Ν. Χατζηνικολάου, Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός, εκδ. Ιεράς Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Αθήνα 20103

  1. Αρχιμ. Ν. Χατζηνικολάου, Ελεύθεροι από το γονιδίωμα, εκδ. Σταμούλη, Αθήνα, 2002

  1. Ο πόνος στην Ορθόδοξη παράδοση και Θεολογία, επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003

  1. Αρχιμ. Ευσέβιου, Βίττης, Ηδονή-Οδύνη, ο διπλός καρπός της αισθήσεως, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 20054

  1. Αρχιμ. Ευσέβιου, Βίττης, Ηδονής οδύνης υπέρβαση, Α’ Νου παθών κάθαρση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1992

  1. J.C. LarchetΗ θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, τόμος Α’ εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 20092

  1. Ν. Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1986

  1. Ν. Ματσούκα, Κόσμος, Άνθρωπος και Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980

  1. μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Άγιος πόνος, μαθητεία στην επίσκεψη του πόνου στη ζωή μας, εκδ. κέντρου Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, Αθήνα 2005

  1. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου, Ιερόθεου, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη παράδοση, εκδ. Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λιβαδειά 20054

  1. Π. Νέλλα, Ζώον θεούμενον, εκδ. Αρμός, Αθήνα 20004

  1. Σειρά Δομικά της Πίστης 2, Θάνατος Ανάσταση και Αιώνια Ζωή, εκδ. «Ετοιμασία» Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέας, Βύρωνας 20052

  1.  π. Φ. Φάρου, Το πένθος, εκδ. Ακρίτας 1981




[1] Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Εκκλησία και το πρόβλημα της ευθανασίας», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 19
[2] L. Alexander, από την εισήγηση του Εμμανουήλ Παναγόπουλου, στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευθανασία, ορισμός και ιστορική εξέλιξη, αρχές ιατρικής – όρκος Ιπποκράτη», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 52
[3] Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Εκκλησία και το πρόβλημα της ευθανασίας», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 20
[4] Ε. Παναγόπουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευθανασία, ορισμός και ιστορική εξέλιξη, αρχές ιατρικής – όρκος Ιπποκράτη»,  Αθήνα, Μάιος     
   2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 43
[5] Ε. Παναγόπουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευθανασία, ορισμός και ιστορική εξέλιξη, αρχές ιατρικής – όρκος Ιπποκράτη»,  Αθήνα, Μάιος
   2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 45.
[6] Ά. Παναγιωταρέα, επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «ΜΜΕ και ευθανασία, μια μάχη που πρέπει να κερδηθεί», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 161-162.

[7] Ε. Παναγόπουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευθανασία, ορισμός και ιστορική εξέλιξη, αρχές ιατρικής – όρκος Ιπποκράτη», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 39.
[8] Ε. Παναγόπουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευθανασία, ορισμός και ιστορική εξέλιξη, αρχές ιατρικής – όρκος Ιπποκράτη»,  Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 47.
[9] Α. Γ. Γεωργιάδη, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Το δικαίωμα στο θάνατο», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 116.
[10] Πρωτ. Α Γ. Αυγουστίδη, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ευσπλαχνία και ιατρική πράξη, ψυχολογική και ποιμαντική προσέγγιση», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 102.
[11] ό.π. σελ 98, Η ευσπλαχνία είναι συνώνυμη της λέξης έλεος και σημαίνει την εκδήλωση συμπάθειας για την κατάσταση του πλησίον που πάσχει – νοσεί, και την κίνηση προς ανακούφισή του.
[12] ό.π. σελ 106.
[13] Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλου, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Εκκλησία και το πρόβλημα της ευθανασίας», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 18.
[14] Μ. Μ. Γκιάλα, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «Ο ιατρός απέναντι στον αθεράπευτο πόνο και τον θάνατο», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 62.
[15] ό.π. σελ. 61.
[16]  ό.π. σελ 84.
[17] Γ. Μαντζαρίδη, εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο για την ευθανασία, «ο πόνος στην Ορθόδοξη παράδοση και Θεολογία», Αθήνα, Μάιος 2002, εκδ. Αποστολικής Διακονίας 2003, σελ. 177.


Η κ. Μπαστάκη είναι θεολόγος στο ΓΕΛ  Νεστορίου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου