Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Στρατής Ψάλτου: Ὦ γλυκύ μου ἔαρ»






Μεγάλη Εβδομάδα. Διάλεξα από τους ύμνους της να σταθώ σ’ εκείνον που βρίσκεται ανάμεσα στα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής: «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου το κάλλος;» Διατηρώ τη στίξη του πολυτονικού, παραμένοντας έτσι πιστός στην αισθητική του πρωτοτύπου κειμένου. Ως προς τη μετάφρασή του, υιοθετώντας την αισθητική του Βάρναλη από τη “Μάνα του Χριστού”, θα μπορούσαμε να πούμε: «Άνοιξή μου γλυκιά, γλυκό μου παιδί, πού χάθηκε η ομορφιά σου;»
Διάλεξα αυτόν τον ύμνο γιατί θέλω να σταθώ στη λέξη «ἔαρ», δηλαδή στην «άνοιξη». Καθώς η φράση «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ» πολλές απομονώνεται και καθώς η γιορτή τού Πάσχα είναι ταυτισμένη με την εποχή της άνοιξης, συχνά το άκουσμα της λέξης μεταφέρει το νου σε αυτήν τη σημασία. Για να θυμηθούμε ξανά το Βάρναλη από το ίδιο ποίημα: «Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι / ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες… Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου / Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις».
Ωστόσο, η «Άνοιξη» αυτή δεν έχει τη σημασία της εποχής. Για να αρχίσουμε να προσεγγίζουμε το διαφορετικό νόημά της, μπορούμε να φέρουμε στο νου τη φράση «η καρδιά μου ανοίγει όταν σε βλέπω». Η έκφραση «άνοιξή μου γλυκιά» είναι πιο κοντά σε αυτήν τη σημασία. Άνοιξή μου γλυκιά, δηλαδή άνοιξη της καρδιάς μου. Η καρδιά μας ανοίγει, γινόμαστε άνοιξη, καθώς βλέπουμε εκείνον που είναι άνοιξη της καρδιάς και γίνεται ο δρόμος της δικής μας καρδιακής άνοιξης και «διά - άνοιξης». Η «άνοιξη» της καρδιάς είναι η «διάνοιξη» του πνεύματος. Το έχουμε ξαναγράψει και επανερχόμαστε σε αυτό. Έναντι των ποικίλων παρερμηνειών του πνεύματος, ο Martin Heidegger διέκρινε το πνεύμα από την κενή οξυδέρκεια και το ανεύθυνο παιχνίδι της εξυπνάδας και το όρισε ως διάνοιξη (Erschlossenheit): πνεύμα είναι η διάνοιξη του ανθρώπου από τη μερικότητα του θελήματός του προς την κατεύθυνση της συλλογικής αρμονίας.


Τη διάνοιξη αυτή, και επομένως την άνοιξη, βλέπουμε στο πρόσωπο του Χριστού όταν λέει: ««Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως συ» (Ματθ. 22). Με αυτόν τον τρόπο είναι η Άνοιξη και η Ομορφιά ή το Κάλλος. Το «συ» στην παραπάνω φράση δε σηματοδοτεί απλώς ένα άλλο «εγώ», αλλά τη διαλεκτική υπέρβαση του «εγώ» και της μερικότητας του θελήματος.
Το ζήτημα του θελήματος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελεί βασικό ζήτημα μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων και μεγάλων φιλοσοφικών έργων τόσο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όσο και της νεώτερης. Με τις εργασίες τους, Arthur Schopenhauer («Die Welt als Wille und Vorstellung») και ο Friedrich Nietzsche («Der Wille zur Macht») καθιστούν δικαίως το ζήτημα του θελήματος («Wille») κεντρικό ζήτημα της φιλοσοφικής ανάλυσης. Σκέψεις και συναισθήματα κρατούν το θέλημα του κάθε άνθρωπου εγκλωβισμένο και αιχμάλωτο μέσα στη μερικότητα, η οποία όσο υπάρχει, είναι καταδικασμένη πάντοτε να πληγώνεται και να πληγώνει. Η μερικότητα αυτή του θελήματος είναι ικανή να οδηγήσει ακόμη και μία ολόκληρη κοινωνία στη χρεωκοπία και την αποσύνθεση, καθώς οι επιδιώξεις των μελών της θα υπονομεύουν το συλλογικό συμφέρον. Αυτή άλλωστε είναι και η αγωνία που ζει στις ημέρες μας η ελληνική κοινωνία. Το θέλημα των μελών της, τόσο των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών, όσο και των πολιτικά και οικονομικά αδύναμων, εγκλωβισμένο μέσα στη μερικότητα, υπονομεύει το συλλογικό της συμφέροντος. Όσο το θέλημα θα παραμένει εγκλωβισμένο και αιχμάλωτο μέσα στο πάθος της μερικότητας, κοινωνία και πρόσωπα θα είναι καταδικασμένα στην αγωνία. Με αφορμή τη Μεγάλη Εβδομάδα, βρισκόμαστε ενώπιον των συμβόλων και του νοήματος μιας διάνοιξης αυτής της μερικότητας και μιας άνοιξης της καρδιάς μας. Μιας άνοιξης που μπορεί να πάψει να είναι μια συνεχής χαμένη άνοιξη του ιστορικού μας παρόντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου