Το περιστατικό που θα αφηγηθώ έλαβε χώρα κοντά στο Αγρίνιο σε ένα καταπράσινο χωριό δίπλα στη λίμνη Τριχωνίδα. Στο χωριό κατοικούν άνθρωποι απλοί, φύλακες της ελληνικής επαρχίας, λίγοι νέοι, περισσότεροι ηλικιωμένοι και υπέργηροι που επιμένουν να ταΐζουν τα ζώα, σκυφτοί απ’ τα χρόνια να αρμέγουν τις κατσίκες τους και μαζί με τα παιδιά τους (για να μη γίνονται και βάρος) να μαζεύουν τις ελιές, να έχει η οικογένεια -και τα παιδιά που μένουν στην Αθήνα- το λάδι της χρονιάς.
Στο χωριό αυτό -γενέτειρα του συζύγου- στο σύντομο πέρασμα του καλοκαιριού συναντάμε κάποιους παππούδες και κάποιες γιαγιάδες που θυμίζουν ήρωες του Παπαδιαμάντη -με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και αρετές- που ξέμειναν στις μέρες μας, και χαίρονται με την καρδιά τους να μας ρωτούν «ποιανού είσαι συ;» -αν τύχει και δε μας γνωρίζουν ή δε μας θυμούνται ή, απλά, προκειμένου να ανοίξουν κουβέντα. Σου λένε τα δικά τους και τελικά σε γεμίζουν καλούδια: αυγά, λαχανικά, καρπούς απ’ τα χωράφια τους και περισσότερο μάλιστα αυτοί που είναι οι φτωχότεροι, όσοι τα βολεύουν με τη σύνταξη του ΟΓΑ.
Μεταφέρω στο χαρτί μια προσωπική εμπειρία που νομίζω ότι χρειάζεται να τη μοιραστώ και με άλλους. Κάποιο πρωί μια γιαγιά με το κεφαλομάντηλο στριφογυριστό και τα μαύρα της ρούχα μισολερωμένα απ’ τις δουλειές (θάταν πάνω από ογδόντα χρόνων), με βρήκε στο δρόμο και ακούμπησε στα χέρια μου τέσσερα ζεστά ακόμη αυγά χαμογελώντας μου και αποκαλύπτοντας δυο-τρία δόντια όλα κι όλα. Την ευχαρίστησα χωρίς να γνωρίζω ποια είναι. Εκείνη φαίνεται ότι είχε ήδη ρωτήσει για μένα. Την ξαναείδα τις επόμενες μέρες και πάντα έβγαζε από την ποδιά της λίγα αυγουλάκια για τα παιδιά, τονίζοντας πως «είναι ολόφρεσκα». «Φτωχιά είμαι παιδάκι μου, δεν έχω πολλά να σου δώσω· αλλά αυτό είναι θυσία, να δίνεις απ’ τα λίγα σου». Σαστισμένη από την καλοσύνη και τη σοφία της, άγνωστης έως τότε, γιαγιάς κρατούσα με ευγνωμοσύνη στα χέρια μου το δώρο της αγάπης της.
Κάποιο απόγευμα επισκεφτήκαμε οικογενειακώς το νεκροταφείο του χωριού – τους κεκοιμημένους που, όπως λέγαμε εκείνη την ώρα, περιμένουν το σάλπισμα του αρχαγγέλου. Κοιτάζοντας κατά τη συνήθεια όλων τους γύρω τάφους, το βλέμμα μου στάθηκε σε έναν τάφο πάνω στον οποίο βρισκόταν μια φωτογραφία γνωστού προσώπου: ήταν η γιαγιά με το στριφογυριστό κεφαλομάντηλο και τα μαύρα ρούχα! Σοβαρή για τη φωτογράφιση, σε χρυσή κορνίζα πάνω στον οικογενειακό τάφο και δίπλα στη φωτογραφία του νεκρού συζύγου. Ένα μεταφυσικό ρίγος με διαπέρασε. Στον τάφο υπήρχαν δυο ονόματα, το ένα γυναικείο. Η ματιά μου δεν ξεκολλούσε από τη φωτογραφία της γιαγιάς που μόλις χτες ακουμπούσε με τα ροζιασμένα αλλά ολοζώντανα χέρια της τα φρέσκα αυγά στα αδούλευτα δικά μου. Ο άντρας μου παρατήρησε το σάστισμα και μου τα εξήγησε όλα. Ήταν η κυρά-Λένη, η μητέρα του Χρήστου που ΄χει το μπακάλικο στη γωνία. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του άντρα της έβγαλε και κείνη μια φωτογραφία και την έβαλε δίπλα του. Όλο το χωριό παραξενεύτηκε. Έγινε το σχετικό σούσουρο αλλά η επαφή με το γεγονός του θανάτου στα χωριά δεν προκάλεσε την αναστάτωση που θα ένιωθε ο άνθρωπος της πόλης, συνηθισμένος να αποφεύγει ακόμη και κάθε θεωρητική συζήτηση για τον θάνατο.
Όταν ησύχασα κάπως, με την πρώτη ευκαιρία ρώτησα την κυρά-Λένη γιατί το έκανε αυτό. «Τέλειωσε ο χρόνος μου κορίτσι μου, δεν φοβάμαι τον θάνατο, πάω να συναντήσω τον άντρα μου κοντά στον Θεό. Έβαλα στον τάφο τη φωτογραφία, να είναι όλα έτοιμα σαν έρθει η ώρα, να μην κουράζω τα παιδιά μου. Και τα λεφτά της κηδείας μάζεψα και τη φωτογραφία έβγαλα κι όλα έτοιμα είναι.»
Έτσι τακτοποίησε τα του βίου της, εξοικειωμένη με τη ζωή και με τον θάνατο: βλέποντάς τον θαρραλέα, κατά πρόσωπο. Γερό σκαρί τον περιμένει ακόμα. Έζησε τη ζωή της φτωχικά, με αξιοπρέπεια κι εμπιστοσύνη στον Θεό. Στα στερνά, όταν έχεις ασκηθεί στην αξιοπρέπεια, όταν νιώθεις την ύπαρξη του Θεού σαν τον αέρα που αναπνέεις, σαν τη δύναμη που έχεις για να δουλεύεις ακόμη στα ογδόντα σου, όταν εμπιστεύεσαι την καθημερινότητά σου στον ουρανό, σαν πλησιάζει ο θάνατος εμπιστεύεσαι την αιωνιότητά σου σ’ Αυτόν. Τόσο απλά, όσο κι όταν δίνεις σε έναν ξένο λίγα αυγά· «λίγα, γιατί αυτό το καλοκαίρι είχε καύσωνα κι οι κότες δε γεννούσαν...»
Η συγχωρεμένη η προγιαγιά μου, από τα Στύρα Ευβοίας, είχε πάνω πάνω στα ασπρόρουχά της πάντα καλοδιπλωμένο και έτοιμο σιδερωμένο το σάβανό της. Όταν έφτασε η ώρα της, το κατάλαβε. Δεν ένιωθε καλά, κι όμως επέμενε να μαζέψει κάποια τελευταία ποτήρια που βρίσκονταν άπλυτα στο νεροχύτη. «Γιαγιά πήγαινε να ξαπλώσεις, δεν σε βλέπω καλά. Άφησέ τα, θα τα κάνω εγώ», την παρότρυνε η εγγονή της. «Άσε παιδάκι μου, πρέπει να είναι μαζεμένο το σπίτι, το απόγευμα θα έχουμε μουσαφηραίους που θα έρθουν να με ξενυχτήσουν». Πήγε, ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι της, και πριν καλά καλά περάσουν 24 ώρες μας είχε αποχαιρετήσει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφία, το κείμενό σου μου θύμισε τα λόγια του Άγιου Θεοδωρουπόλεως, όταν προσπάθησε να παρηγορήσει μια ηλικιωμένη κυρία που είχε χάσει πρόσφατα τον άντρα της και ήταν απαρηγόρητη: Ο γέροντας κοίταξε μακριά, χαμογελώντας σαν μικρό παιδί και είπε, σχεδόν απορημένος "Μα τώρα μπήκε στην όντως ζωή!" Αχ να μπορέσουμε να κάνουμε και πάλι αυτά τα λόγια βίωμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό το κείμενο της Σοφίας!
ΑπάντησηΔιαγραφή