Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Νικολάου Παύλου, Θεολόγου-Ιστορικού :Η διδασκαλία των Θρησκευμάτων στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση



Όπως είναι γνωστό στη Β΄ και στην Γ΄ Τάξη Λυκείου το μάθημα των Θρησκευτικών μετονομάζεται σε Θρησκεία και Κόσμος. Από τον τίτλο μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως θα πρόκειται για ένα μάθημα θρησκευτικού εγγραμματισμού, με στόχο την πληροφόρηση των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο και τη θέση που κατέχει η θρησκεία μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για ένα πολύ θετικό βήμα αν σκεφτεί κάποιος πως σήμερα, μετά από δέκα χρόνια θρησκευτικής διδασκαλίας, ο μαθητής έχει πληροφορηθεί ελάχιστα για τη σημασία και τη σπουδαιότητα που έχει η θρησκεία στη ζωή των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζει πρακτικές που αποτελούν απόρροια μιας θρησκευτικής ταυτότητας. Έτσι όμως δεν ερμηνεύει ορθά την πραγματικότητα μέσα στην οποία θα ζήσει, αφού δεν έχει τα απαραίτητα συστατικά που θα τον βοηθούσαν σε αυτό. Οπότε ένα μάθημα ερμηνείας της θρησκείας φαίνεται να είναι απαραίτητο στον σημερινό νέο άνθρωπο.

Φυσικά αυτό δε συνεπάγεται πως πρέπει να υποβαθμιστεί η κατανόηση του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας ειδικότερα, που αποτελεί για τον τόπο μας συστατικό καθορισμού τρόπων ζωής και στάσεων συμπεριφοράς. Η διδασκαλία δηλαδή του θρησκευτικού φαινομένου θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη της τις χριστιανικές εκφάνσεις του. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός πως ο χριστιανισμός αποτελεί βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στον οποίο θα ζήσουν ως πολίτες οι μαθητές. Δε χωράει όμως αμφιβολία πως και η παρουσίαση των άλλων θρησκειών, με έναν σύγχρονο τρόπο, είναι απαραίτητη σε ένα θρησκευτικό μάθημα.

Ζώντας σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν πλέον άνθρωποι που έχουν διαφορετική πολιτισμική αφετηρία είναι απαραίτητο να υπάρχει μία ορθή πληροφόρηση για θρησκευτικά πιστεύω και παραδόσεις που συνδέονται με αυτά. Χρειάζεται λοιπόν ο μαθητής να πληροφορηθεί –και όχι με αποσπασματικό τρόπο – για τα στοιχεία που περιέχουν, τη διδασκαλία τους και τους τρόπους ζωής που αυτά έχουν δημιουργήσει. Το μεγάλο στοίχημα είναι πως θα γίνει η παρουσίαση θρησκευτικών παραδόσεων που δεν είναι οικείες στη μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών μας. Να τονίσω εδώ πως μία «ξερή» παρουσίαση που θα στηρίζεται στην ανάλυση δυσνόητων όρων δεν είναι ότι καλύτερο και δε βοηθάει στην αφομοίωση των συγκεκριμένων διδακτικών αγαθών. Ταυτόχρονα μπορεί να οδηγήσει σε μία σύγχυση που θα αποπροσανατολίσει το μαθησιακό έργο.

Χρειάζεται λοιπόν να γίνουν καινούριες διδακτικές προτάσεις, ώστε οι μαθητές να κατανοήσουν το αντικείμενο και να γνωρίσουν βασικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Δεν πρέπει ακόμη να λησμονείται πως ένας από τους στόχους της παρουσίασης των θρησκευμάτων είναι να βοηθήσει τους μαθητές να καταλάβουν πως ζούνε σε έναν κόσμο που η ανάγκη για αλληλοκατανόηση και αλληλοβοήθεια είναι απαραίτητες. Επομένως μανιχαϊστικές πρακτικές σύγκρισης (του τύπου: εμείς είμαστε οι καλοί και οι άλλοι όχι), δεν ωφελούν, και μπορεί να οδηγήσουν τα παιδιά σε δυσφορία και αποστροφή για το μάθημα.

Σημαντική βοήθεια στην παρουσίαση των Θρησκευμάτων μπορεί να δώσει η χρήση των ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορίας Επικοινωνίας) και κυρίως του Ιντερνέτ, αφού έτσι οι μαθητές θα γνωρίσουν άμεσα τη διδασκαλία τους, τον τρόπο ζωής των πιστών κάθε θρησκείας, τις νοοτροπίες που συνδέονται με αυτές, λατρευτικές πρακτικές κοκ. Η προσοχή και η παιδαγωγική ευθύνη του διδάσκοντα εδώ πρέπει να είναι πολύ μεγάλη, αφού πρέπει να επιλέξει κατάλληλους διαδικτυακούς τόπους που να έχουν αξιόλογο και ουσιαστικό περιεχόμενο, και θα είναι αυστηρά αντικειμενικοί, αφού σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει άμεσα ο κίνδυνος του προσηλυτισμού και η παραπληροφόρηση.

Η αναγκαιότητα λοιπόν ενός μαθήματος θρησκευτικού εγγραμματισμού είναι πρόδηλη, αφού θα αποτελέσει βασικό εφόδιο του νέου ανθρώπου στην προσπάθεια που κάνει για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα που θα ζήσει. Θα ήταν καλό βέβαια το μάθημα να συνοδεύονταν και με την αναβάθμιση των εκπαιδευτικών που θα το διδάξουν, στην προκειμένη περίπτωση των θεολόγων. Άλλωστε είναι οι μόνοι που έχουν τα επιστημονικά εφόδια γι’ αυτό. Αυτό σημαίνει πως θα έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστο δύο ώρες στη Β’ Λυκείου για τη διδασκαλία του μαθήματος, ενώ στη Γ’ Λυκείου το μάθημα έπρεπε να περιλαμβάνεται όχι στα επιλεγόμενα, αλλά στα υποχρεωτικά.

Με αυτό τον τρόπο, και τα παιδαγωγικά οφέλη που θα αποκόμιζαν οι μαθητές θα ήταν πραγματικά σπουδαία, και θα λιγόστευε το άγχος συναδέλφων θεολόγων. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίστηκε, αποτελεί θετικό βήμα η διδασκαλία ενός μαθήματος που αποβλέπει στην ερμηνεία του θρησκευτικού φαινομένου. Με αυτό τον τρόπο οι αυριανοί πολίτες θα γνωρίσουν διαφορετικούς πολιτισμούς και τρόπους ζωής, κάτι που θα είναι απαραίτητο εφόδιο για να κατανοήσουν την κοινωνία στην οποία θα ζήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου