ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ ΜΕΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΗΛΙΑΣ ΧΑΤΖΟΓΛΟΥ / ΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ
«Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν … ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ. πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. ἀλληλούια». Άχρονη η Μεγάλη Εβδομάδα είχε ήδη εισβάλει στον χωροχρόνο της καθημερινότητάς μας, σημείο συνάντησης πέρα από την κοινή μας λατρεία για την μετατόπιση της τέχνης σε καινοφανείς τόπους υπήρξε και η αγωνία μας για την αρμονική σύζευξη, ει το δυνατό, του θείου με το ανθρώπινο. Το επιχειρήσαμε πέρυσι με επιτυχία. Ο μουσικός Ηλίας Χατζόγλου και η θεολόγος/ποίητρια Αναστασία Γκίτση βρεθήκαμε καλλιτεχνικά, για δεύτερη φορά στον ίδιο χώρο, στο καλαίσθητο αραβικό café Felluca που καλωσόρισε την προσπάθεια για σύζευξη κλασσικού και νέου ποιητικού λόγου με σύγχρονους ηλεκτρονικούς ήχους.
Κοινός στόχος, τόσο των καλλιτεχνών όσο και του φιλόμουσου ιδιοκτήτη του café, ήταν μια μουσικόποιητική βραδιά/παρέμβαση προκειμένου να ερεθιστεί συγκινησιακά, μέσα από μια καθαρά ατμοσφαιρική διαδικασία, το, ως επί το πλείστον νεαρό σε ηλικία κοινό, που βιώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τα κατανυκτικά απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο ίδιος ο Ηλίας Χατζόγλου εξηγεί τον λόγο που τον ώθησε σε αυτή την κοινή προσπάθεια: «ουσιαστικά και προσωπικά στόχευα να βουτήξω στην κατάνυξη των παθών της Μεγάλης Εβδομάδας, έτσι που να ξαναεπιστρέψω στις αξιακές μνήμες, σ’ εκείνο τον μικρό που κρατούσε το κερί και το εγκόλπιο στον Αϊ Νικόλα. Ξεκινώντας μ’ αυτό τον αυθόρμητο τρόπο, ψάχνοντας το υλικό που θα πλαισίωνε τη φετινή βραδιά, συνειδητοποίησα για πολλοστή φορά τον πλούτο των Ελλήνων ποιητών «Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη/και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί» (Ν. Καρούζος), «Στασίδι μοσχοβολά/η νύχτα έγινε στόμα και μετά βασιλικός» (Αν. Γκίτση), καθώς και το πόσο ωραία θα «μιξάρονταν» με ψαλμούς του Δαυίδ «τι ραθυμείς αθλία ψυχή μου;/Τι φαντάζη ακαίρως μερίμνας αφελείς/Τι ασχολής προς τα ρέοντα;».
Ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Καβάφης παρήλαυναν αδιάκοπα πάνω στις νότες του πιάνου και η σπαρακτική κραυγή των ερωτευμένων του Άσματος Ασμάτων διαχέονταν στον κατάμεστο χώρο που σιωπούσε σαν σε χώρο ιερό προκειμένου ν’αφουγκραστεί μέχρι και τους σιωπηρούς υπαινιγμούς των ποιημάτων σε κάθε τελεία τους ή παύση τους. Ο ποιητικός λόγος αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία απλώθηκε το μουσικό σώμα μελωδιών που μεταλλάσσονταν από αργόσυρτο τέμπο σε ηλεκτρονικό beat. Ποικιλία εκφραστικών μέσων, (πιανιστικός αυτοσχεδιασμός, sound collage, ηλεκτρονική μουσική και ήχοι κατανυκτικοί ambient) χρησιμοποιήθηκε περίτεχνα, ευλαβικά θα έλεγα, χωρίς υπερβολή από τον μουσικό με στόχο όπως ο ίδιος αναφέρει «Όλα να λειτουργήσουν με στόχο το συγκινησιακό άγγιγμα, σε μια αρμονική αντίστιξη λόγου και μουσικής. «Πάθος, πόθος, δάκρυα με κατάνυξη, όχι σκόπιμα. Όλα από καρδιά».
Η ποίηση λειτούργησε αφαιρετικά, η μουσική προσθετικά, το αποτέλεσμα μια άλλου είδους έκφραση του θρησκευτικού βιώματος που συμμεριστήκαμε κατανυκτικά τόσο ο Ηλίας ως μουσικός όσο και εγώ ως ποιήτρια. Απεκδυθήκαμε τον φόβο του πρωτόγνωρου και ντυθήκαμε την ουσιαστική ευσέβεια προσφοράς που πηγάζει από την ταπεινωμένα καθαρή και συντετριμμένη καρδιά, κουμπώσαμε πάνω στα λόγια του συγγραφέα των Ψαλμών για κάθε νέο τραγούδι «ᾄσατε αὐτῷ ᾆσμα καινόν, καλῶς ψάλατε αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ» και το τολμήσαμε για δεύτερη φορά με αγάπη κατά το «ἡ τελεία ἀγάπηἔξω βάλλει τὸν φόβον». Η συγκίνηση του κοινού δικαίωσε, δίχως άλλο, το τόλμημά μας που δεσμευτήκαμε να ξανά επιχειρήσουμε την επόμενη Μεγάλη Εβδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου