Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ -Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ


Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητού
Στον Τάσο πνευματικό συνδαιτυμόνα

«Πάντοτε ήμουνα μυστικιστής αναρχικός με την έννοια ότι ο Θεός υπήρξε για μένα πάνω από όλα η ελευθερία και η απελευθέρωση του κόσμου,
η βασιλεία του Θεού είναι η βασιλεία της ελευθερίας, είναι αναρχία»

                                                                                                                                                                               Ν. Μπερντιάεφ


Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί κύκλοι διακρίνονται για μανιχαϊστικό δυαλισμό, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από συμπτώματα προσωπολατρείας και προκλητικής στο πρόσωπο ουκ ολίγων ιερέων διεκδίκησης του τίτλου του πνευματικού πατέρα. Η ανάγκη αναγνώρισης αυτού του τίτλου, υπό τη σκιά βέβαια μιας ανεπίληπτης φήμης, συνεπικουρούμενης και από μια άνοστη ηθικότητα, που σε τίποτε δεν μοιάζει με το λειτουργικό ήθος της ζώσας εκκλησιαστικής παράδοσής μας, θυμίζει κατά πολύ το φαρισαϊκό λόγο: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι, ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για την ενίσχυση αυτής της πνευματικής «εγκυρότητας», οι ίδιοι πάντα κύκλοι, επικαλούνται την ευχή γνωστών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων των τελευταίων δεκαετιών, προβαίνοντας έτσι σε κάθε είδους αρετολογική αξιολόγησή τους, τη στιγμή μάλιστα που η σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία βοά για τον αντιπαραδοσιακό τρόπο που αυτές διοίκησαν την Εκκλησία. Κατά πως φαίνεται, η εμπειρία της Εκκλησίας και η γεύση της σωτηρίας που αυτή μας προσφέρει, από τους παραπάνω νεο-ευσεβίστικους κύκλους, παρακάμπτεται εσκεμμένα, παρέχοντας σε κάθε ανυποψίαστο ενορίτη, θεολογικό λόγο βουτηγμένο σε θεολογική αφασία. Επί τη βάση των αντιλήψεων αυτών, οι ίδιοι πάντα κύκλοι, φαίνεται να αγνοούν ότι τους τίτλους του πνευματικού πατέρα και του θεολόγου, τους απονέμει μόνο το Σώμα της Εκκλησίας.
Πρωταρχικής σημασίας ζητούμενο της νοοτροπίας αυτών των νέο - παρεκκλησιαστικών ομάδων, είναι φυσικά, η αναγνώριση του τίτλου του πνευματικού πατέρα, ιδιαίτερα στο πρόσωπο ενός ιερέα. Και τούτο συμβαίνει, γιατί η ευσέβεια του είδους αυτού, δείχνει να αγνοεί αυτό που βαρύνει τη συνείδηση της Εκκλησίας, ο φορέας του θείου χαρίσματος, του εκκλησιαστικού διακονήματος, του ανθρώπινου προσώπου, δεν μπορεί να έχει σχέση με συμβατικές κατηγορίες αξιωμάτων που ο καθένας τις αποδέχεται με θρησκευτική ευλάβεια. Στην αγιογραφική και πατερική παράδοση, ουδέποτε υπήρξαν, και φυσικά δεν μπορεί να υπάρξουν και σήμερα, εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονήματα, ανεξάρτητα από τους φορείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.
Ο εκκλησιαστικός λόγος, σήμερα δείχνει να μην έχει αποτινάξει ολότελα από πάνω του τις σκοπιμότητες των πιετιστικών κινημάτων, που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία τον εικοστό αιώνα. Αν κανείς θελήσει να επιβεβαιώσει την πρακτική αυτή, δεν έχει από το να θελήσει μια Κυριακή να εκκλησιαστεί σ’ ένα ναό. Είμαι σίγουρος, ότι το κυριακάτικο κήρυγμα που θα ακούσει, ολοκληρωτικά θα είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της επιχειρούμενης από τον ευσεβισμό αλλοτρίωσης του γεγονότος της Εκκλησίας. Καθετί που σχετίζεται με τον ευαγγελικό λόγο, ή ακόμη και με το γενικότερο λόγο της Εκκλησίας πάνω σε ζητήματα που κατά καιρούς την απασχολούν, παροχετεύεται στον εκκλησιαζόμενο με τέτοιο τρόπο, που μόνο κοσμοσωτήριος δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Κάποτε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σε μια οικουμενική συνάντηση, θέλοντας να καυτηριάσει και να εξηγήσει την ισοπέδωση που παρατηρείται σήμερα στο κυριακάτικο κήρυγμα, εκτός από το ψευδοηθικισμό, σημείωνε ότι οι ιεροκήρυκες, συνήθως και πνευματικοί πατέρες, λένε μάλλον αυτά που θέλει να ακούσει ένας μικρός αριθμός εκκλησιαζομένων. Και δεν είχε άδικο.
Το εκπληκτικό στη περίπτωση αυτή, είναι ότι ουκ ολίγοι ιερείς αυτοχαρακτιριζόμενοι πνευματικοί πατέρες, αλλά και ουκ ολίγοι θεολόγοι, φαίνεται να αγνοούν προκλητικά την εκπληκτική κοσμογονία που έφερε η δυναμική αναβίωση της ορθόδοξης παράδοσης τα τελευταία ογδόντα χρόνια, χάρη στις ζυμώσεις που προκάλεσε η παρουσία για παράδειγμα της ρωσικής ορθόδοξης διασποράς, στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης. Τα έργα του Μπερντιάεφ, του Μπουλγκάκωφ, του Ουσπένσκυ, του Ευδοκίμωφ, ακόμη και τα έργα των Ελλήνων επιφανών θεολόγων, όπως του Ρωμανίδη, του Χρήστου, του Ζηζιούλα, του Γιανναρά, κατά πως φαίνεται, τους είναι παντελώς άγνωστα. Αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός, γιατί ο σημερινός θεολογικός λόγος είναι αγκυλωμένος ακόμη σε προτεσταντίζουσες και ρωμαιοκαθολικίζουσες πρακτικές, μακριά από τα «πρωταρχικά και ουσιώδη της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας». Ευτυχώς, βέβαια, που μια νέα γενιά θεολόγων, κληρικών και μοναχών, «βιώνοντας μέχρι τις έσχατες συνέπειες την υπαρξιακή αγωνία του μεταμοντέρνου ανθρώπου», αλλά και την κρίση ταυτότητας του σύγχρονου νεοέλληνα, δείχνει να έχει ξεφύγει από τη φτηνή ηθικολογία.
Άραγε, σήμερα, πόσοι από εμάς μπορούμε να προσδιορίσουμε το λειτουργικό ήθος ενός πνευματικού πατέρα; Αν επιχειρήσει κανείς να ορίσει το τι είναι πνευματική πατρότητα, θα είχε να αντιπαλέψει πάνω σε δύο επίπεδα. Ή θα παρέμεινε στην ουσία της, δηλαδή ότι αυτή πρώτα είναι βίωμα του προσώπου στο χώρο της ευχαριστιακής κοινότητας, ή θα την αξιολογούσε με βάση τον τραγικό εγκλωβισμό της στη θρησκευτική καθηκοντολογία.
Ίσως λίγοι είναι σήμερα εκείνοι, που ξέρουν ή μάλλον ελάχιστα υποψιάζονται ότι η πατερική παράδοση, σε μια κοινή γραμμή με την ευαγγελική, αποτέλεσε συνέχεια της βιβλικής. Στο βιβλικό κόσμο των αποκαλύψεων και των θεοφανειών τα πάντα διαδραματίζονται στα όρια της κτίσης και της διαδρομής των γεγονότων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ως σύγχρονοι για την εποχή τους βιβλικοί θεολόγοι και πνευματικοί πατέρες, «σπάζοντας τα δεσμά κάθε μυθικού κοσμοειδώλου» θεώρησαν το Θεό, τον κόσμο και την ιστορία του, βάση δύο βασικών αξιωμάτων, πρώτον ότι ο Θεός είναι ζων και αγαπών, και δεύτερον ότι η ιστορική πορεία των πάντων, η «καινή κτίσις», η οποία ήρθε με την Γέννηση του Χριστού καθίσταται ιστορική πραγματικότητα στην πληρότητά της, με εσχατολογικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό βιβλικά και πατερικά κείμενα περιγράφουν την πνευματική πατρότητα ως μια κατάσταση συνεχούς άσκησης.
Κλείνω τούτο το σημείωμά μου με δύο καίριες επισημάνσεις. Πρώτον, ηθικίζουζες a priori νουθεσίες, προερχόμενες πολλές φορές από πολλούς κληρικούς και θεολόγους, κακοποιούν βάναυσα το θεολογικό λόγο. Και δεύτερον, ο παραμερισμός κάθε αγοραίου ηθικισμού και μανιχαϊσμού, έχει ως συνέπεια την κατάκτηση του θεϊκού κοφτερού δώρου της ελευθερίας. Η πνευματική πατρότητα είναι ένα θείο κάλεσμα σε μια γλυκιά πορεία ανόδων και καθόδων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου