Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Χριστιανική πολιτική και ιδεολογίες-Χριστιανικό πολιτικό κίνημα, ένα κίνημα που θα εμπνέει.

 


του Ανδρέα  Χ. Αργυρόπουλου 

(προδημοσίευση από μελλοντική έκδοση που θα αναφέρεται στη σχέση Χριστιανισμού και πολιτικής)



Δεν είναι λίγοι αυτοί που ενίστανται στην απόπειρα μιας χριστιανικής πολιτικής παρουσίας, θεωρώντας ότι ο Χριστιανισμός θα μετατραπεί σε ιδεολογία. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως προαναφέραμε, προοδευτικοί χριστιανοί του δυτικού κόσμου (στις δεκαετίες ’60 –’70) προσπαθώντας να αποτινάξουν το βάρος από το ιστορικό λάθος της ένταξης και στήριξης των χριστιανών σε συντηρητικές ιδεολογίες, επέλεξαν την ένταξή τους σε ιδεολογίες της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς (π.χ. «Χριστιανοί για τον σοσιαλισμό»). Η επιλογή αυτή υπήρξε κατά γενική ομολογία αποτυχημένη. Εκτός των λόγων που προαναφέρθηκαν (αφομοίωση, χρέωση λαθών, περιθωριοποίηση κ.λπ.) το μεγάλο λάθος αυτών που ακολούθησαν το δρόμο αυτό, ήταν η αυτονόμηση του «κοινωνικού» από το «πνευματικό»  και ο περιορισμός του Χριστιανισμού στα πλαίσια μιας νέας ιδεολογίας.

Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η άποψη του π. Γ. Μεταλληνού ότι «η τραγικότερη απ’ όλες μορφή ιδεολογικοποίησης του Χριστιανισμού είναι η ταύτισή του με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και ορισμένο κοινωνικό σύστημα. Δηλαδή, η πλήρης προσχώρηση των χριστιανών στα στρατόπεδα των σύγχρονων ιδεολογιών δεξιών ή αριστερών»[1]. Θα συμπληρώναμε πως το ίδιο τραγική είναι και η αντίληψη κάποιων χριστιανών περί «χριστιανικής ιδεολογίας».

Για εμάς ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ακόμη ιδεολογία ή ένα κοινωνικό σύστημα. Εμείς πιστεύουμε στην πολιτική διακονία των χριστιανών διότι, όπως γράφει ο Βλαντιμήρ Σολοβιώφ, «αποστολή όλων [των χριστιανών] είναι να συνεργαστούν, ώστε να πάψει η κοινωνία να είναι ένα χάος, μια πρόγευση της κόλασης, και να γίνει ένα προμήνυμα της ουράνιας αρμονίας, μια απαρχή του κόσμου που επεθύμησε ο Θεός και πρέπει να φιλοτεχνήσει με τη χάρη του Χριστού ο άνθρωπος. Έχοντας τέτοιο κοινό έργο, τέτοια αποστολή, κανένας δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνείδηση για τα δικαιώματα αλλά και τα καθήκοντα που έχει ως πολίτης της μελλοντικής βασιλείας του Θεού και ως μέλος ενός γήινου κράτους. Η ισότητα που κηρύττει η επανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια κοινωνικής εφαρμογής της ζωής που καλούνται να ζήσουν όλοι οι μυρωμένοι χριστιανοί μέσα στην Εκκλησία»[2].

 «Η πίστη» έγραφε ο καθηγητής Ν. Νησιώτης, δεν είναι ιδεολογικός, καταπιεστικός οδοστρωτήρας χωρίς την προϋπόθεση της αναλύσεως της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας και της άμεσης ανθρωπιστικής ανάγκης επί τόπου και σε μια συγκεκριμένη στιγμή»[3]. Δυστυχώς πολλοί από αυτούς που αντιδρούν στη χριστιανική πολιτική παρουσία θεωρώντας την «ιδεολογία», ουσιαστικά υποκρίνονται. Η ιστορία δείχνει πως «η υπερβολική αντιϊδεολογική διάθεση είναι μια πρόφαση» και κατά βάθος, αυτοί όλοι «είναι ιδεολογικά τοποθετημένοι ή μυστικά νοσταλγούν κάποια ιδεολογία» (Ν. Νησιώτης).

Όπως η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία, δεν μπορεί και να ακολουθεί απολίτικη στάση. Όλοι αυτοί που κόπτονται κατά της ενασχολήσεως των χριστιανών με την πολιτική και υπεραμύνονται της «πολιτικής ουδετερότητας», ουσιαστικά με τη στάση τους στηρίζουν τις κυρίαρχες σε κάθε περίπτωση ιδεολογίες. Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) ότι η Ορθοδοξία αγκαλιάζει τον άνθρωπο με όλα του τα προβλήματα, πνευματικά και βιοτικά και ότι θέλει να τον σώσει εντάσσοντάς τον σε μια καινούργια «εν Χριστώ κοινωνία». Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) –γιατί έτσι τους βολεύει- ότι «ο χριστιανός είναι ο μεγαλύτερος επαναστάτης που υπάρχει, γιατί δεν υποτάσσεται σε καμιά γήινη ιδεολογία, κατέχει τη μεγάλη ελευθερία του Ιησού Χριστού, του Ελευθερωτή»[4]

.


 

Ένα χριστιανικό πολιτικό κίνημα πρέπει να βλέπει την πολιτική παρέμβαση «ως ιεραποστολική διαδικασία. Όχι υπό την έννοια της αλαζονικής αυτοπεποίθησης μιας πρωτοπορίας που απεργάζεται τη σωτηρία του πλήθους αλλά ως άνοιγμα της εκκλησιαστικής συνείδησης, ως παρουσίας και συμμετοχής στις οδύνες του κόσμου, ως εκφορά προς τα έξω (ή μάλλον προς παντού) ενός κριτικού λόγου, ο οποίος γεννάται ακριβώς από την εκκλησιαστική μας ταυτότητα»[5]. Πρέπει να διακρίνεται για τη διορατικότητα, την δυνατότητα να εμπνέει, να κρίνει καταστάσεις και γεγονότα χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις, σεβόμενο την έννοια του προσώπου, όσο τίποτα άλλο. Πρέπει να εκτιμά κάθε φορά τις συγκυρίες, να αναλύει την πραγματικότητα και να δρα αναλόγως την περίπτωση. Να μένει μακριά από ηθικισμούς ,κοινωνισμούς και συνομωσιολογίες . Να μην κλείνει το μάτι στη θεοκρατία ,να αποφεύγει τους μεσσιανισμούς .Να μην επιλέξει την αυτοχαράκωση ,την «καθαρότητα» και την αυτάρκεια. Να αποδεχθεί ότι θα είναι κίνημα «μαρτυρίας και διαμαρτυρίας»  ,κίνημα πνοής που δεν πρόκειται να κυριαρχήσει πολιτικά , αλλά που μπορεί με την παρουσία του να χρωματίζει την πολιτική ζωή του τόπου.

 

 

 

 

 

 

 



[1]              Εκκλησία και σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα. Δοκίμια ορθοδόξου ήθους,  Σύνδεσμος, Αθήνα 1979, σ. 40.

[2]              «Η Ορθόδοξη Χριστολογία για τα κοινωνικά προβλήματα», Σύνορο τχ. 40 (Χειμώνας 1966-1967)275.

 

[3]              «Η θρησκευτική παιδεία εν όψει των νεωτέρων κοινωνικώς εξελίξεων», Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Θεολογικού Συνεδρίου, (3-5 Σεπτεμβρίου 1982), Αθήνα 1984, σ. 355.

[4]               Ό. Ρομέρο, Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα,  σ. 43

[5]              Θανάση Παπαθανασίου, Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 137.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου