Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της "Σύναξης", αφιερωμένο στην εξαγγελία Πανορθόδοξης Συνόδου για το 2016.


 Προλογικό σημείωμα

Εκτός… ποιού απροόπτου;
Από τις 6 ως τις 9 Μαρτίου του 2014 πραγματοποιήθηκε στο Φανάρι η Σύναξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων εκκλησιών. Στο τέλος των εργασιών της εκδόθηκε Μήνυμα [1], στο οποίο, πλην άλλων, αναφέρονται τα εξής:
"Ἐπιβεβαιοῦμεν τήν ἀφοσίωσιν ἡμῶν εἰς τήν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος, ἥτις τυγχάνει ὑψίστης σημασίας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας […].Ἡ καρδία ἡμῶν στρέφεται πρός τήν ἀπό μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά νά μαρτυρήσωμεν τήν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καί τήν εὐθύνην καί τήν στοργήν της πρός τόν σύγχρονον κόσμον. Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστική τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νά ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή θά ἀρχίσῃ τό ἔργον αὐτῆς ἀπό τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καί θά ὁλοκληρώσῃ αὐτό μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θά ἀκολουθήσῃ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀπόφασεις, τόσον κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καί κατά τά προπαρασκευαστικά στάδια αὐτῆς, θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά συγκληθῇ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 2016, ἐκτός ἀπροόπτου".
"Εκτός απροόπτου" σημαίνει, προφανώς, ότι η Μεγάλη Ορθόδοξη Σύνοδος θα λάβει χώρα, εφ’ όσον τα πράγματα πορευτούν σύμφωνα με τα ενεστώτα δεδομένα και δεν ανατραπούν από κάτι απρόβλεπτο, από κάτι το οποίο δεν διακρίνεται αυτή τη στιγμή.
Σοφή η φράση, και σωστή η επιφύλαξη, αλλά στην πραγματικότητα αφορά όλους τους ανθρώπινους σχεδιασμούς, και θα ‘πρεπε να τους συνοδεύει όλους: από τους πιο απλούστερους μέχρι τους συνθετότερους. Αλλά αν έρθουμε στο προκείμενο, δηλαδή στον σχεδιασμό της Μεγάλης Συνόδου (η οποία μάλιστα φέρεται ότι κυοφορείται από τις αρχές, περίπου της δεκαετίας του 1930 [2]), η επίκληση του «απροόπτου» μάλλον θα πρέπει να είναι διαφορετική:
Τη στιγμή αυτή η παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία –μ’ όλο τον πλούτο που κουβαλά– νοσεί βαριά, και νοσεί επειδή πλήττονται βασικές λειτουργίες της. Πρέπει να είσαι πολύ άστοργος προς την ίδια σου τη μάνα για να καμώνεσαι ότι δεν βλέπεις νόσο, ή για να αντιπαρέρχεσαι το θέμα χρησιμοποιώντας σαν ξόρκι την ευαγγελική διαβεβαίωση ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» [3]. Η διαβεβαίωση αφορά, βεβαίως, την αίσια έκβαση της μάχης, αλλά ουδέν προνόμιο προσφέρει στους παπαγαλίζοντές την. Αυτό που πολιτογραφεί τον καθέναν μας στους κόλπους της Εκκλησίας ή, αντιθέτως, στα κόλπα των πυλών του Άδη, είναι η ίδια του η πολιτεία, κι όχι βεβαίως οι ρητορικές ταχυδακτυλουργίες του.
Οι νόσοι λέγονται ανταγωνισμοί δικαιοδοσιών, εθνικιστική διαπότιση, κραταίωση των προβλημάτων της «διασποράς», αυταρχισμός, απεμπόληση της συνοδικότητας, φαντασιακά μεγαλεία, απαξίωση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, αγνόηση του πληρώματος. Και αντιστρατεύονται το μυστήριο της πονετικής, φτωχής και θυσιαστικής Εκκλησίας. Ούτε και λείπουν ακραίες καταστάσεις, όπως η αποδόμηση κοινοτήτων οι οποίες είχαν πετύχει υπερεθνική φυσιογνωμία, η περιθωριοποίηση θεολογικών φωνών που αρνούνται να γίνουν θεραπαινίδες σκοπιμοτήτων και μεθοδεύσεων. Από τη μια ένας «συντηρητικός» φονταμενταλισμός, κι από την άλλη ένας «προοδευτικός» αμοραλισμός, κρατούν τις φλεγμονές του Σώματος σε έξαρση.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την πραγματικότητα, η Μεγάλη Σύνοδος θα πραγματοποιηθεί ως αληθής Σύνοδος, όχι αν δεν συμβεί κάτι απρόοπτο, που θα τη ματαιώσει ή θα την αναβάλει, αλλά –αντιθέτως– αν κάτι απρόοπτο σε σχέση με τα σημερινά τενάγη συμβεί, και απελευθερώσει τις δυνάμεις οι οποίες θα αναδείξουν την Εκκλησία ως μια προφητική παρουσία, φοβούμενη τον Κύριό της και ανοιχτή στην εκπλήσσουσα δράση του Αγίου Πνεύματος. Ως ένα γεγονός με μαγιά την ελευθερία των τέκνων του Θεού, κι όχι ως συνέδριο γραφειοκρατικών μηχανισμών.
Στο τεύχος αυτό δεν θελήσαμε να μιλήσουμε γενικόλογα, άσχετα από το σήμερα και μάλλον θριαμβολογικά, για την συνοδικότητα, σαν τάχα αυτή να είναι δεδομένη και απρόσκοπτη, σε μια ανέφελη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Επιλέξαμε να είμαστε όσο μπορούμε πιο συγκεκριμένοι, σημερινοί και μετρημένοι. Έτσι, καταθέτουμε σκέψεις, ερωτήματα και προτάσεις, και τα υποβάλλουμε οφειλετικώς στο Σώμα της Εκκλησίας: στην ιεραρχία της και τον λαό της. Και σε αυτό το τεύχος επιχειρούμε ό,τι επιχειρούμε πάντα: Διατυπώνουμε τη ματιά μας με επιχειρήματα, εκτιθέμεθα παρρησιαζόμενοι, προσδοκούμε ως μέγιστη χαρά τον θεολογικό αντίλογο• χωρίς χυδαιότητες, χωρίς παρασκήνιο, χωρίς φατρισμούς και χωρίς άδηλες βλέψεις.
Τα κείμενα επικεντρώνουν σε ζητήματα που αφορούν τη συνοδικότητα και την έννοια της Συνόδου, τις προϋποθέσεις τους και τις ευκαιρίες τους σήμερα (Παν. Νέλλας και π. Αντ. Πινακούλας) και διαχρονικά (Δημ. Μόσχος). Διατυπώνονται ερωτήματα για τη Μεγάλη Σύνοδο (π. Χριστοφ. Ντ’ Αλοΐζιο), τον δε τρόπο λήψης των αποφάσεών της, που έχει ανακοινωθεί, τον συνεξετάζουν επτά θεολόγοι (Αθ. Βλέτσης, Στ. Γιαγκάζογλου, Χρ. Γιανναράς, π. Ν. Λουδοβίκος, π. Δ. Μπαθρέλλος, Β. Σταθοκώστα και Χρυσ. Σταμούλης), οι οποίοι και καταδεικνύουν ότι τα τεχνικά θέματα είναι, σε μεγάλο βαθμό, εκφάνσεις των ουσιαστικών. Παράλληλα μελετάται ένα από τα ιδιαίτερα θέματα της μέλλουσας Συνόδου, η νηστεία (Θ. Ν. Παπαθανασίου).
Τα μελετήματα του παρόντος αφιερώματός μας ουσιαστικά συνεχίζουν ερωτήματα και εισηγήσεις που έχουν κατατεθεί από τον πρωτομάστορά μας Παναγιώτη Νέλλα και, στη συνέχεια, από μάς, σε πολλά προηγούμενα τεύχη μας [4]. Και, βέβαια, και η συνέχεια θα έχει συνέχεια, αν ο Θεός το επιτρέψει. Άλλωστε το είπαμε: Προσδοκούμε ως μέγιστη χαρά τη θεολογική ανταπόκριση. Με πολλή πολλή υπομονή.
Θ. Ν. Π.
[1] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1873&tla=gr
[2] Βλ. Ιωάννης Καρμίρης, «Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις Ρόδου, 24 Σεπτεμβρίου – 1 Οκτωβρίου 1961», Θεολογία 32 (1961), σσ. 497-529.
[3] Ματθ. 16: 18.
[4] Πέραν πλήθους διάσπαρτων μελετημάτων, βλ. τα αφιερώματα: «Για τον επίσκοπο», 127 (2013). «Η Εκκλησία ως σώμα. Η ανάδειξη των επισκόπων και η θέση των λαϊκών», 97 (2006). «Ελευθερία και φόβος στη ζωή και τις δομές της Εκκλησίας», 82 (2002). «Από τη Βαβέλ στην Πεντηκοστή: Ενότητα και διαφορετικότητα στη ζωή της Εκκλησίας», 76 (2000). Βλ. και Παναγιώτη Νέλλα, «Βασίλειον ιεράτευμα. Μελέτη επί του προβλήματος του λαϊκού στοιχείου», 83 (2002), σσ. 48-60.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου