Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ο Ιωάννης Φουντούλης και η λειτουργική αναγέννηση


119
Η ομιλία του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη στο διεθνές συνέδριο προς τιμήν του καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη
Μολονότι η σύντομη αποψινή μου παρέμβαση για τον επί μία δεκαετία σχεδόν στενό μου συνεργάτη και συναγωνιστή στην Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως μακαριστό Ιωάννη Φουντούλη αναφέρεται στη λειτουργική αναγέννηση, ο ευρηματικός συνδυασμός βιβλικής και λειτουργικής θεολογίας που ανέδειξε στα «Θεολογικά Δρώμενα» ο αγαπητός μου μαθητής Μόσχος Γκουτζιούδης,[1]με αναγκάζει, ως βιβλικό θεολόγο, να ακολουθήσω την δική του περπατησιά. Γι’ αυτό και θα αρχίσω με την αναφορά  του τιμώμενου σήμερα κορυφαίου λειτουργιολόγου της χώρας μας, αλλά και κατά πολλούς σύνολης της Ορθοδοξίας, λίγο πριν πεθάνει για τον μεγάλο καινοδιαθηκολόγο Παναγιώτη Τρεμπέλα. «Ο­ρα­μα­τί­σθη­κε», έλεγε για τον Τρεμπέλα, «ό,τι και σή­με­ρα επι­δι­ώ­κει η Εκ­κλη­σία και ερ­γά­ζε­ται για την επί­τευ­ξή του, αυ­τή δη­λα­δή τη λε­γό­με­νη ‘Λει­τουρ­γι­κὴ ανα­γέν­νη­ση’».[2]
Με το ίδιο όραμα, αυτό δηλαδή της λει­τουρ­γι­κής ανα­γέν­νη­σης, άρχισε την επιστημονική του διαδρομή και ο Φουντούλης, ακολουθώντας από το 1956 με την προτροπή του Τρεμπέλα μεταπτυχιακές σπουδές στα μεγάλα κέντρα της περίφημης «λειτουργικής κίνησης», που προώθησαν την «λειτουργική αναγέννηση» σ’ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, με κύριο σταθμό βέβαια την Β’ Βατικανή Σύνοδο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Μαθήτευσε σε κορυφαία πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, λειτουργικά κέντρα, όπως Chevetogne, Mont-César, Louvain, βι­βλι­ο­θή­κη των Βολ­λαν­δι­στών, Πα­ρί­σι,  Λει­τουρ­γι­κά Κέν­τρα των Τρε­βή­ρων και της Μο­νής Maria Laach, Θε­ο­λο­γι­κό Ιν­στι­τού­το του Αγί­ου Σερ­γί­ου στο Πα­ρί­σι  Βι­βλι­ο­θή­κες Βε­νε­τί­ας, Φλω­ρεν­τί­ας, Βα­τι­κα­νού καὶ Κρυ­πτο­φερ­ράτας κλπ., και ζυμώθηκε με το άρωμα του «εξ ανατολών φωτός» που εξέπεμπε τότε στη Δύση η λειτουργική κίνηση.
Να θυμίσω στο σημείο αυτό, ότι η λειτουργική κίνηση άρχισε στις αρχές του περασμένου αιώνα  από τους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ασφαλώς ήταν ένα από τα σημαντικότερα θεολογικά κινήματα του περασμένου αιώνα και διακρινόταν από σεβασμό στην Ορθόδοξη ανατολική παράδοση. Στο μανιφέστο που κυκλοφόρησε το 1909 υπογραμμίζονταν οι εξής τρεις κύριοι άξονες κινήματος: λειτουργικός, εκκλησιολογικός και οικουμενικός· σωστότερες δηλαδή λατρευτικές τελετές, αυθεντικότερες εκκλησιολογικά και περισσότερο οικουμενικά προσανατολισμένες. Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω ήταν η ξεχασμένη μέχρι τότε στη Δύση έννοια τηςλει-τουργίας, και φυσικά η ενεργός συμμετοχή του συνόλου της λατρευτικής κοινότητας στην κοινή λατρεία της Εκκλησίας.
Και πριν ακόμη διοριστεί το 1961 βο­η­θός στην τότε έ­δρα της Λει­τουρ­γι­κής και Ο­μι­λη­τι­κής της Θεολογικής Σχολής αυτού εδώ του πανεπιστημίου, κοντά στο άλλο Νέστορα της λειτουργικής αναγέννησης, ομότιμο σήμερα καθηγητή Ευ­άγ­γε­λο Θε­ο­δώ­ρου, δημοσιεύει σε συνέχειες στον Γρηγόριο Παλαμά μια περίεργη για τα ελληνικά δεδομένα περιγραφική και θεολογική μελέτη: Περί μίαν μεταρρύθμισιν της θείας λειτουργίας.[3] Η γνωστή θεολογία της δεκαετίας του ’60 δεν είχε ακόμη ανοίξει τις φτερούγες της. Η συλλογή πρωτοποριακών μελετών που κυκλοφόρησαν οι διανοούμενοι της εκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή» στα χρόνια της ακμής της, με τίτλο:  Θεολογία. Αλήθεια και Ζωή, θα εκδοθεί στην Αθήνα δύο χρόνια αργότερα, όπως αργότερα θα δουν το φως της δημοσιότητας και τα Τρία Δοκίμια περί Ορθοδοξίας, αλλά και μελετήματα όπως Πνεύμα και Ελευθερία του N. Μπερδιάγεφ σε μετ. Μητρ. Σάμου Ειρηναίου (1962), που μαζί με το περιοδικό Σύνορο θα άνοιγαν νέους δρόμους στα ελληνικά θεολογικά πράγματα, και βέβαια και στην εν γένει εκκλησιαστική πραγματικότητα. Αναφέρομαι στα συγκεκριμένα έργα, γιατί μ’ αυτά έγιναν γνωστοί για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό οι θεολόγοι της ρωσικής διασποράς και πρωτεργάτες της λειτουργικής αναγέννησης π. Αλέξανδρος Σμέμαν[4] και π. Ιωάννης Μάγιεντορφ, αλλά και οι Γ. Φλορόφσκυ, Βλ. Λόσσκυ, Ι. Πόποβιτς, Ν. Νησιώτη, και Δ. Τρακατέλλης.
98
Πολύ αργότερα θα δημοσιεύσουν για θέματα σχετιζόμενα με την λειτουργική αναγέννηση και οι π. Κ. Παπαγιάννης (1966),[5] ο Αρχιμανδρίτης (τότε, και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης (1971),[6] ο Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων Ροδόπουλος (1972)[7], ο Ευάγγελος Θεοδώρου, (1975),[8] αλλά και  οι αείμνηστοι Μητροπολίτες Σηλυβρίας Αιμιλιανός Τιμιάδης (1981),[9] και Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός (1989).[10] Και φυσικά πολύ αργότερα άρχισαν να μεταφράζονται τα έργα του Σμέμαν.[11]
Αναφέρομαι στη μελέτη Περί μίαν μεταρρύθμισιν της θείας λειτουργίας, γιατί παρουσίασε τις πρωτοποριακές θέσεις του ελληνόρρυθμου επισκόπου Νεοφύτου Edelby για την αναβίωση του πραγματικού χρακτήρα της βυζαντικής λειτουργίας, που ως γνωστόν υπήρξαν καταλυτικές για τις ριζοσπαστικές αλλαγές που επέφερε στο λειτουργικό τυπικό της η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενσταλάζοντας ως Lux ex oriente την θεολογική ιδιαιτερότητα της Ανατολικής χριστιανικής παράδοσης. Και αναφέρομαι σ’ αυτήν την μελέτη, γιατί είχε σχεδόν ξεχαστεί, αλλά και ο ίδιος ο Φουντούλης δεν ήθελε να βγει στη επιφάνεια. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, διδάσκοντας κατ’ ανάθεση στο Τμήμα Θεολογίας το μάθημα της Λειτουργικής Θεολογίας, του ζήτησα να το χρησιμοποιήσω ως βοήθημα ή διδακτικό εγχειρίδιο, με αφοπλιστική ειλικρίνεια μου εκμυστηρεύτηκε: «Άστο, Πέτρο, καλύτερα στην αφάνεια. Θα αρχίσουν και πάλι μιλούν για ουνία, για επίδραση από τη Δύση, και αντί να προχωρήσει το κοινό μας όραμα για λειτουργική αναγέννηση ίσως έχουμε πισωγυρίσματα». Σεβάστηκα την επιθυμία του, αφού ο Φουντούλης ήταν πάντοτε χαμηλών τόνων, ταπεινός και έκανε τη δουλειά του με μεθοδικότητα (χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στην έκδοση της σειράς των ιερατικών της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας, όπου για πρώτη φορά σε επίσημες έντυπες ελληνικές εκδόσεις δεν αναφέρεται για τις βασικές ευχαριστιακές και λοιπές λειτουργικές ευχές [αναφοράς κλπ.] ότι ο τελετουργός «εύχεται μυστικώς», αλλ’ ότι «επεύχεται»), αντίθετα με εμάς τους νεώτερους που θέλαμε πιο γρήγορους ρυθμούς. Πολύ ενδεικτική γι’ αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του είναι η παρουσίαση της ζωής, του έργου, και των απόψεων του μακαριστού Φουντούλη από τον μαθητή του και συνάδελφο καθηγητή Παναγιώτη Σκαλτσή, με την οποία ανοίγει ο τιμητικός τόμος στη μνήμη του με τον τίτλο Γηθόσυνον Σέβασμα.[12] Έκτοτε χώρισαν οι δρόμοι μας.
Συναντηθήκαμε ξανά, πιο δυναμικά αυτή τη φορά, το 1999 ως μέλη της «Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως» (κανονισμός 139/1999),[13] που συστήθηκε με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χριστοδούλου. Πιστεύαμε και οι δυο, ότι ήταν πλέον καιρός να ανοίξει ένας ουσιαστικός θεολογικός διάλογος, με αιχμή του δόρατος την λειτουργική θεολογία της Ορθοδοξίας, για την αναζήτηση της ταυτότητας της Εκκλησίας (την ανάδειξη δηλαδή της ιδιαιτερότητας της Ορθοδοξίας) και στην πιο ζωντανή από άποψη στελεχιακού και θεολογικού δυναμικού Αυτοκέφαλη Εκκλησία, την Εκκλησία της Ελλάδος. Η λατρεία της Εκκλησίας, και κυρίως η Ευχαριστία ως το συνεκτικό και προσδιοριστικό της στοιχείο, αποτελεί το κυριότερο – για πολλούς ακόμη και το μοναδικό – κριτήριο προσδιορισμού της ταυτότητας της Εκκλησίας, με άλλα λόγια της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας Ο Μητροπολίτης Περγάμου μάλιστα επιμένει ότι ακόμη και στον διάλογο με την κοινωνία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες η μοναδική ουσιαστική και αποτελεσματική συμβολή της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας είναι η ευχαριστιακή της παράδοση.[14]
Για δέκα και πλέον χρόνια το αίτημα της λειτουργικής αναγέννησης, που προέβαλε θεσμικά η Εκκλησία της Ελλάδος, απασχόλησε την τοπική Ορθόδοξη χριστιανική κοινωνία.  Όταν δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1992, έθετα δυναμικά το ζήτημα,[15] δεν φανταζόμουν ότι σε λίγα μόνα χρόνια το όραμα της λειτουργικής αναγέννησης θα είχε συνεπάρει την υγιώς σκεπτόμενη ελληνική κοινωνία. Βεβαίως το εγχείρημα εκείνο περιορίστηκε κυρίως στη δημοσιοποίηση του θέματος στο ευρύ κοινό. Ευαισθητοποιήθηκαν και ασχολήθηκαν με τη λειτουργική αναγέννηση ακόμη και ανυποψίαστα περί τα λειτουργικά άτομα, των θεολόγων συμπεριλαμβανομένων, έστω και με έντονα κριτικό πολλές φορές ύφος. Και αυτό ήταν αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη. Η αρνητική, βέβαια, πλευρά συνίστατο για μια ακόμη φορά στην αδυναμία νηφάλιου θεολογικού διαλόγου, και κυρίως στην επιφύλαξη πολλών, ότι η τυχόν θεολογική αντιπαράθεση θα προκαλούσε τριγμούς στο οικοδόμημα της Εκκλησίας. Έτσι δόθηκε η εντύπωση προβολής όχι ορθού θεολογικού οράματος, αλλά απλής διεκπεραίωσηςπρακτικών λειτουργικών αναγκών. Δημιουργήθηκε μάλιστα σε πολλούς η υποψία περί δήθεν προθέσεως της ηγεσίας της Εκκλησίας για καταστροφικές επεμβάσεις στην Ορθόδοξη λατρεία. Γενικά, στους μεν νηφάλιους και θεολογικά καταρτισμένους μελετητές, που ήταν κατά τεκμήριο και υποστηρικτές του εγχειρήματος, επικρατούσε με κάποια δόση απόγνωσης το «πολύς θόρυβος για το τίποτε», στους δε φονταμενταλιστές, αλλά και τους αγνούς παραδοσιαρχικούς, ο φόβος αλλοίωσης της ιερότερης παραμέτρου της Ορθοδόξου πίστεως.[16]
Ο Φουντούλης χαιρέτησε την έναρξη θεολογικού διαλόγου, ακόμη και όταν αυτός ήταν σε έντονο επικριτικό ύφος, με το αιτιολογικό ότι – παρά τις όποιες υπερβολικές, ατεκμηρίωτες και σε μερικές περιπτώσεις έξω από τα επιτρεπτά όρια του ορθόδοξου ήθους αιτιάσεις – κατά βάση δικαίωνε την επιδιωκόμενη από τα επίσημα κείμενα της συνοδικής επιτροπής προβολή της αναγκαιότητας λειτουργικής ευαισθησίας, για την οποία με εξαιρετική ποιμαντική ευαισθησία σε όλη του τη ζωή εργαζόταν. Από όσα βέβαια ακολούθησαν αποδείχτηκε ότι η όλη αντίδραση οφείλονταν στον αντι-οικουμενικό οίστρο, που συσπείρωσε από παλιοημερολογρίτες μέχρι φονταμενταλιστές Ορθοδόξους, αλλά και αγνούς και ανυποψίαστους παραδοσιαρχικούς. Να σημειώσω εδώ πως ο Φουντούλης ήταν από τους λίγους που δημόσια στηριξε την αποφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να στέρξει στην επίσκεψη του Πάπα την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα.
Βέβαια, ο Φουντούλης, όπως και αρκετοί από μας, δεν διατηρούσε αυταπάτες, ότι μια μητροπολιτική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος, θα μπορούσε να υιοθετήσει το όραμα και τον απώτερο στόχο μιας αυθεντικής λειτουργικής αναγέννησης, κάτι που είχε αρχίσει να προωθείται, με αιχμή του δόρατος την ευχαριστιακή θεολογία, στην λεγόμενη Oρθόδοξη διασπορά (Aμερική, Aγγλία, Γαλλία κλπ.), τις ιεραποστολικά προσανατολισμένες αρχαίες εκκλησίες (Aντιόχεια), τις απογαλακτισμένες από παλαιά μητροπολιτικά κέντρα νέες εκκλησίες (Φινλανδία), καθώς και τις νέες ιεραποστολικές κοινότητες (Aφρική, Aσία κλπ), με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα.
Ο Φουντούλης φοβόταν πως αργά ή γρήγορα η προσπάθεια αυτή θα ανακοπτόταν από την συντηρητική και αντι-οικουμενική στροφή — αναμενόμενη λίγο ως πολύ μετά τις ιδεολογικές ανακατατάξεις της τελευταίας εικοσαετίας — στο χώρο της ανά την οικουμένη Ορθοδοξίας. Άλλωστε, το έθλιβαν αφάνταστα τα διάφορα φονταμενταλιστικά φαινόμενα, που εκδηλώθηκαν στην Aγία Aικατερινούπολη της Pωσίας με τη δημόσια καύση των συγγραμμάτων των κυριοτέρων εκφραστών της λειτουργικής αναγέννησης (Σμέμαν, Mάγιεντορφ, Μεν κλπ.), αλλά και την απόπειρα ανακοπής της λειτουργικής μεταρρύθμισης στη Φινλανδία. Είχε επίσης βιώσει και την προσπάθεια εκρίζωσης της λειτουργικής αναγέννησης στην ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα της Αμερικής, Οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ γνωρίζουν, ότι πρώτος στόχος αυτής της υπήρξε η Θεολογική Σχολή του Tιμίου Σταυρού, και πρώτοι διωχθέντες οι κύριοι εκφραστές της λειτουργικής αναγέννησης στην ελληνόφωνη αμερικανική Ορθοδοξία, ο π. A. Kαλύβας, ο π. Θ. Στυλιανόπουλος, ο π. Εμ. Κλάψης. Άλλωστε, με την ίδια ακριβώς αποφασιστικότητα οι συντηρητικοί κύκλοι ανέκοψαν ανεπιστρεπτί και την μοναδική ευρείας κλίμακας απόπειρα λειτουργικής αναγέννησης στην Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, με αφορμή την μετάφραση και εις επήκοον του εκκλησιάσματος ανάγνωση των ευχών της Θείας Λειτουργίας, θέματα για τα οποία είχε πειστικά επιχειρηματολογήσει και ο Φουντούλης.
Ο Φουντούλης, όμως, ήταν εκ φύσεως αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος κι από εμένα, που πριν ενάμισι περίπου χρόνο, ούτε λίγο ούτε πολύ, μίλησα για το τέλος της λειτουργικής αναγέννησης στην Εκκλησία της Ελλάδας.[17]

[2] Ι. Φουντούλη, «῾Ο Καθηγητὴς Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας ὡς λειτουργιολόγος»,  Συμ­βο­­λή, ᾽Επιθεώρησις τοῦ ᾽Εκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ εἰς τὴν τάξιν τῆς ᾽Ορθοδόξου Λα­­τρεί­ας  14 (2006), σελ. 4.
[3] Γρηγόριος ο Παλαμάς  43 (1960) σελ. 401εξ και 444εξ. Και αυτοτελώς ως ανάτυπο το 1961.
[4] «Θεολογία και Ευχαριστία», Θεολογία. Αλήθεια και Ζωή, σελ. 91εξ.
[5]  «Η Αγ. Γραφή εν τη θεία λατρεία. Η σημερινή της θέσις-Επιβαλλόμενοι μεταρρυθμίσεις», Γρηγόριος ο Παλαμάς 49, σελ. 234-248.
[6] Εγχειρίδιον ιεροψάλτου. Βασικαί του ιεροψάλτου υποχρεώσεις εις την Λειτουργικήν Αναγέννησιν.
[7]  «Η λειτουργική κίνησις και απόψεις περί του εκσυγχρονισμού της λατρείας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος»,  Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης 19, ειδικό τεύχος, σελ. 389-401.
[8] Μαθήματα Λειτουργικής Α” Αθήνα, ιδιαιτέρως οι σελ. 358εξ.
[9] «Δια μίαν λειτουργικήν ζωήν», Εκκλησία 58 σελ. 483εξ.
[10] «Μετά αιδούς και ευλαβείας», Αναφορά εις μνήμην μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914-1986, τομ. Β΄ Γενεύη, σελ. 147-64.
[11]  Ο Φουντούλης βέβαι είχε ήδη μεταφράσει σε συνέχειες το «Νηστεία και Λειτουργία», Ο Ποιμήν  24 (1959), σελ. 60εξ. 
[12] «Ο λειτουργιολόγος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης. Η προσωπικότητα και το έργο του», Θεσσαλονίκη 2013, Α’ τόμος, σελ. 25-92.
[13] Αναλυτικά για τη συγκρότηση και το έργο της ειδικής αυτής συνοδικής επιτροπής βλ. τα άρθρα των (Μητρ. Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού) κ. Δανιήλ Πουρτσουκλή, «Ανοίκειος αναγωγή ή Απάντησις εις αναιτιολόγητον έλεγχον υποτιθεμένων κακοδοξιών», Εκκλησία 80 τ. 3 (2003), σελ. 183-189, και αειμνήστου π. Δ. Τζέρπου, «Προς μία ανανέωση της εκκλησιαστικής μας λατρείας», Εκκλησία 76 τ. 12 (1999), σελ. 270εξ. (και στη συλλογή άρθρων του με τίτλο Λειτουργική Ανανέωση. Δοκίμια Λειτουργικής Αγωγής Κλήρου και Λαού Α΄, έκδ. Τήνος 2001, σελ. 11-29). Επίσης στον τόμο των πρακτικών του Β΄ Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων με θέμα: Λατρεύσωμεν ευαρέστως τω Θεώ. Το αίτημα της λειτουργικής ανανεώσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2003, σελ. 31εξ.
[14] Βλ. Ενδεικτικά Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (J. Zizioulas), “Eschatologie et société,”Irénikon 73 [2000] σελ. 278-297, και “Primacy in the Church: An Orthodox Approach,” J. E. Pulglisi [εκδ.], Petrine Ministry and the Unity of the Church, Liturgical Press: Collegeville 1999, σελ. 115-125.
[15] Πρβλ. τα ημέτερα «Ορθοδοξία και Λειτουργική Αναγέννηση», Καθ” Οδόν 1 [1992], σελ. 57-68, και κυρίως Lex Orandi. Μελέτες Λειτουργικής Θεολογίας, ΕΚΟ 9 Θεσσαλονίκη 1992, που γράφτηκαν μετά την αποκαλυπτική συνομιλία μας με τον μακαριστό Φουντούλη.
[16] Η Εκκλησία της Ελλάδος άνοιξε το διάλογο προς πάντας, προσκαλώντας ακόμη και τους επικριτές του οράματος να διατυπώσουν επίσημα τις απόψεις τους (Βλ. π.χ. την εισήγηση του π. Σ  Σαράντη στο πρώτο κιόλας συνέδριο της επιτροπής). Ακόμη και όταν οι αντιφρονούντες ακολουθούσαν μια σαφέστατα συγκρουσιακή τακτική, με βάση κυρίως τη δυναμική που δημιούργησε η κατά του τότε Αρχιεπισκόπου και της ΔΙΣ πολεμική αντιπαράθεση για την επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα το 2001. Αυτό φάνηκε καθαρά από τη διοργάνωση του λειτουργικού αντι-συνεδρίου, στη Θεσσαλονίκη από 27-2 έως 1-3-2002 με θέμα: «Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας. Παράδοση ή ανανέωση;» (Α΄ Λειτουργικό Συνέδριο το ονόμασαν υπερφίαλα, ωσάν να μη είχαν προηγηθεί τρία παρόμοια, και μάλιστα από την επίσημη Εκκλησία). Πρακτικά οι αντίθετοι στην επίσημη γραμμή της Εκκλησίας της Ελλάδος κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες: Στους αντιτιθέμενους με κάθε τρόπο στο αίτημα της λειτουργικής αναγέννησης, γιατί απλά τη θεωρούν προέκταση της οικουμενικής κίνησης, και στους απλά «αντι-δυτικούς», που όμως συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό το αίτημα αυτό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση  του π. Γ. Μεταλληνού, η εισήγηση του οποίου στο αντι-συνέδριο «Το μεγαλείο της Θείας Λατρείας. Παράδοση ή ανανέωση;» περιέχει αρκετά προωθημένες απόψεις, τις οποίες ούτε και η ίδια η συνοδική επιτροπή τόλμησε επίσημα να εισηγηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου