Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η ευθύνη της Εκκλησίας στην κρίση





του Σταύρου Γιαγκάζογλου 





Photo: Panayiotis Tzamaros / Fosphotos.com


Το φαινόμενο του νεοναζιστικού εθνικισμού δεν είναι άσχετο με την πορεία και την κρίση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Πρόκειται κατά βάση για κρίση της δημοκρατίας μας, η οποία εκφράζεται ως κρίση νοήματος και αξιών, ως κρίση θεσμών και προσώπων, ως κρίση κοινωνική και ανθρωπολογική και όχι απλώς ως μία κακή οικονομική συγκυρία. Υπάρχει κάτι βαθύτερο που αφορά την έλλειψη νοήματος όχι μόνο στην τρέχουσα πολιτική αλλά σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού και προσωπικού μας βίου. Ωστόσο, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, αν θεωρήσουμε ότι η κρίση είναι έξω από εμάς, ότι απλώς αφορά άλλους και όχι όλους μας.Εδώ ακριβώς προβάλλει η ευθύνη της Εκκλησίας και της θεολογίας στην Ελλάδα σήμερα, να λάβει θέση και να τοποθετηθεί κριτικά απέναντι στα προβλήματα, εφόσον ασφαλώς ξεπεράσουν τη στάση απορίας και αμηχανίας τους έναντι της πολιτικής. Η στάση αυτή ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Τον άλλοτε στενό εναγκαλισμό της Εκκλησίας με το κράτος και με τις συμπαρομαρτούσες παρεκτροπές, κυρίως κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη δικτατορία, διαδέχθηκε η σχεδόν πλήρης θεσμική «απόσυρση» της Εκκλησίας αλλά και της θεολογίας από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα. Ακόμη και η περίφημη θεολογική γενιά του ’60, παρ' όλη τη διορθόδοξη και οικουμενική της εμβέλεια απαξίωσε σχεδόν, πλην εξαιρέσεων, την ενασχόλησή της με την πολιτική. Αν η Εκκλησία και η θεολογία της αντιλαμβάνονται το νόημα της ιστορίας στην εν Χριστώ εσχατολογική του προοπτική, τότε οι χριστιανοί δεν μπορούμε να μείνουμε άπραγοι θεατές της ιστορίας. Αν ο άνθρωπος ολοένα και περισσότερο εκλαμβάνεται ως οικονομική αξία, αν η πολιτική και η οικονομία μετατρέπονται σε λογιστική εξυπηρέτηση ποικίλων συμφερόντων, αν η σοβούσα κρίση οδηγεί σε εσωστρέφεια και σε νοσταλγική επάνοδο σε προνεωτερικές ή εθνικορομαντικές αντιλήψεις της ιστορίας και της κοινωνίας ή ακόμη χειρότερα στην ανάδυση του φυλετικού μίσους και στην απόρριψη του ξένου και του διαφορετικού, τότε η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι επιβεβλημένη. Η ευθύνη της Εκκλησίας δεν εντοπίζεται μόνον στο γεγονός ότι αγκαλιάζει και στέκεται έμπρακτα δίπλα στους αναγκεμένους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής προέλευσης, αλλά με όλες τις ποιμαντικές, θεολογικές και πρακτικές δυνατότητές της, αφορά και στη δημόσια μαρτυρία της, να μη συναινέσει ή να ανεχθεί, έστω και με τη σιωπή της, φασιστικές και εθνικιστικές πρακτικές, αλλά και να θέσει εκτός Εκκλησίας τις φοβικές ρητορείες και τα συνθήματα μίσους προς τον άλλο, τον ξένο και τον μετανάστη.


Από αυτή την κρίση η Εκκλησία και η θεολογία δεν μπορεί να απουσιάσουν. Η στάση να μην εμπλέκεται η Εκκλησία με τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, πέρα από το γεγονός ότι φανερώνει μιαν άσαρκη πνευματικότητα, συνιστά, εν τέλει, μια συγκεκριμένη «πολιτική» στάση. Στην τρέχουσα κρίση η θεολογία της Εκκλησίας οφείλει προφητικά και ευχαριστιακά να αντιτάξει στον ασύδοτο ανταγωνισμό της παγκόσμιας κυριαρχίας την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη, στην αυτονομημένη οικονομία των ανθρώπων και στον αμοραλισμό της, την οικονομία του Θεού για την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, την αποκατάσταση της ενότητας των ανθρώπων, την ευθύνη και τη μέριμνα για τον άλλο.


Για να γίνουν πράξη τα παραπάνω, η Εκκλησία και η θεολογία της οφείλουν να εξέλθουν από την εσωστρέφειά τους και να διαλεχθούν με όλους τους πολιτικούς χώρους και όχι μόνο με ορισμένους από αυτούς. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο εξ αρχής, η Εκκλησία και η θεολογία οφείλουν να διαλεχθούν τίμια και ειλικρινά με όλο το φάσμα της Δεξιάς, είτε της πεφωτισμένης και ευρωπαϊκής είτε και της πιο συντηρητικής, αλλά και εκείνης που οραματίζεται εθνικιστικά ανιστόρητες παλινορθώσεις και επικίνδυνους ολοκληρωτισμούς. Ιδιαίτερα χρειάζεται να συζητήσει και να διαλεχθεί με την Αριστερά για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Για την ελληνική Αριστερά, η οποία παραδοσιακά έχει κοντά της και σημαντικό τμήμα της διανόησης, η οποία τροφοδοτεί ιδεολογικά σχεδόν ολόκληρο το φάσμα της πολιτικής, η Εκκλησία εκλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται συνήθως ως θρησκεία, δίχως διάκριση μεταξύ μιας απελευθερωτικής και μιας συντηρητικής και θεοκρατικής θεολογίας. Οι ελάχιστες απόπειρες διαλόγου με την Αριστερά κατά το παρελθόν υπήρξαν συγκυριακές και έγιναν είτε σε προσωπική βάση είτε στο αντιδυτικό πλαίσιο της δεκαετίας του ’80. Μάλιστα, αντιμετωπίστηκαν με σκληρή κριτική από τον νεοδιαφωτιστικό και εκσυγχρονιστικό χώρο. Πολλοί διανοούμενοι θεωρούν ό,τι προέρχεται από τον χώρο της Εκκλησίας και της θεολογίας αδιάκριτα και αταξινόμητα ως θρησκευτικό πισωγύρισμα στην προνεωτερική κοινωνία, ως διχαστικό μοχλό εθνικισμού και γι’ αυτό εκλαμβάνουν τον λόγο της ως βαθύτατα συντηρητικό και φονταμενταλιστικό. Αυτό, άλλωστε, δείχνει και το διαρκές και τραγικό χάσμα μεταξύ θεολογίας και πολιτικής, θεολογίας και Αριστεράς, θεολογίας και διανόησης κ.λπ., εντέλει μεταξύ θεολογίας και κοινωνίας. Εξάλλου, το γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με την έλλειψη πραγματικού και όχι απλώς συγκυριακού διαλόγου στον ευρύτερο δημόσιο χώρο στη χώρα μας. Ο ανανεωτικός θεολογικός λόγος της σύγχρονης Ορθοδοξίας, δείχνει να μην έχει βρει τρόπο συνομιλίας με ένα ευρύτερο ακροατήριο στον δημόσιο χώρο. Και δεν είναι ούτε λίγες ούτε αμελητέες οι ορθόδοξες φωνές ανοικτών οριζόντων, οι οποίες εδώ και καιρό έχουν θέσει την Ορθοδοξία σε έναν γόνιμο και δημιουργικό διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο.

www.protagon.gr

Η ελληνική κοινωνία φαίνεται πως δεν έχει άλλα περιθώρια για άγονες διαμάχες και επικίνδυνους ιδεολογικοπολιτικούς διχασμούς. Στη δύση της περιόδου της Μεταπολίτευσης, οι οπαδοί του βίαιου εκσυγχρονισμού διακήρυξαν το εθνομηδενιστικό ιδεολόγημά τους, αντλώντας από τον μεταμοντέρνο κοσμοπολιτισμό. Στη μηδενιστική οντολογία των εκσυγχρονιστών οι παραδοσιακοί αντιτάσσουν έναν ρομαντικό και θεωρητικό λόγο που εξιδανικεύει ανιστόρητα το παρελθόν. Ίσως το μόνο σημείο σύγκλισης, πέρα από το μανιχαϊσμό των δύο αυτών τάσεων, είναι ο ψευδώνυμος και υβριδικός χαρακτήρας της ιδεολογικοπολιτικής τους πόλωσης. Και σα να μην έφθανε η παραδοσιακή αυτή πολιτική διάσταση, η κρίση εμφάνισε νέα δεδομένα καθώς και νέες πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, σχεδόν όλα τα πολιτικά ρεύματα αντλούν από εισαγόμενα, μεταπρατικά και νόθα σχήματα αυτοκατανόησης. Γι’ αυτόν τον λόγο ίσως ο εκσυγχρονισμός και ο εξευρωπαϊσμός δεν ευδοκίμησε ποτέ στον τόπο μας. Όπως ακριβώς και το ιστορικό παρελθόν της παράδοσης, για τους νεοέλληνες θιασώτες της, παραμένει ιδεολογικά ανερμήνευτο και φολκλορικό σχήμα που γλιστρά εύκολα σε φονταμενταλιστικές λύσεις και εθνικιστικές εκδοχές. Θεωρούμε πάντως ότι μία άλλη σχέση ανοικτού και κριτικού διαλόγου μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα, αποτελεί τη μόνη και ικανή συνθήκη για να μας βγάλει από τα αδιέξοδα της πολυεπίπεδης κρίσης, της εθνικής μοναξιάς και της πολιτιστικής καχεξίας. Η σύγχρονη Ελλάδα χρειάζεται όντως έναν θεσμικό εκσυγχρονισμό δίχως, όμως, συγκρουσιακές ακρότητες και ιδεολογικές εμμονές, για να συναντήσει επιτέλους γόνιμα και δημιουργικά τον σύγχρονο κόσμο. Πέρα από τον φονταμενταλισμό, τον εθνικισμό και τον εισαγόμενο εκσυγχρονισμό, είναι ανάγκη να διαλεχθεί με τους ανοικτούς ορίζοντες της πραγματικής ιστορίας και όχι με τα ιδεολογικά φαντάσματα είτε του ωραιοποιημένου παρελθόντος είτε του καταναλωτικού και ευδαιμονιστικού μέλλοντος.


*Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι 
Δρ. Θεολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου