Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Μαρία Χατζηαποστόλου:Η ιδεολογία του φόβου και οι σαλτιμπάγκοι του






«Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
“Δώστε τη χούντα στο λαό”».


Μανώλης Αναγνωστάκης



    
     «Φοβάμαι», λέει ο ποιητής. Και πως μπορεί να τον αδικήσει κανείς, όταν καθημερινά διαπιστώνει κάθε μετριότητα ν’ αυξάνεται ολοένα δίπλα του και να φωνασκεί με αλαζονεία και χυδαιότητα. Όταν διαπιστώνει πως ο φασισμός, χρησιμοποιεί ακόμη και την ίδια τη δημοκρατίας ως κάλυψη για τη διάδοση της προπαγάνδας του, οδηγώντας σε μια δημιο-κρατία του όχλου. Ο φανατισμός είναι δίπλα μας περισσότερο παρά ποτέ. Τα όπλα και οι μέθοδοι των φανατικών, γνωστά και μη εξαιρετέα από παλιά: η παντελής έλλειψη και κυρίως η αδυναμία διαλόγου, η παραποίηση της αλήθειας, η καλλιέργεια του φόβου και η συντήρηση κάποιων που λειτουργούν ως πιόνια ενός συστήματος που έχει μάθει να συντηρεί το φόβο και το μίσος και ιδιαίτερα τη μισαλλοδοξία. Στο φανατισμό συναντούμε τη βαθύτερη εκχώρηση των αξιών στο τίποτα και στη θέση τους λαμβάνει χώρα ο ηθικισμός, η ψευτοευσέβεια, ο συντηρητισμός, ο δογματισμός, ως απολυτοποίηση των πραγμάτων, καθώς και η μισαλλοδοξία. Όλη αυτή η αρρωστημένη κατάσταση αλλοιώνει το νόημα της αληθινής πίστης, μετατρέποντας την πίστη σε θρησκεία, έχοντας ως σκοπό, να εξυπηρετήσει ιδιοτελείς σκοπούς και συμφέροντα. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φανατισμού, βρίσκονται κυρίως η έλλειψη παιδείας, η αμάθεια, η άγνοια, η διαστρέβλωση της αλήθειας, η παραποίηση, η πλήρης αδυναμία διαλόγου, η παντελής έλλειψη σεβασμού προς τον άλλον και φυσικά η μη αποδοχή του άλλου και του διαφορετικού.
     Ο αληθινός όμως άνθρωπος και ιδιαίτερα εκείνος που θέλει να ονομάζεται χριστιανός, εάν και εφόσον έχει συνείδηση και αυτοσυνειδησία κατανοεί αμέσως πως η αγάπη του Χριστού που ελευθερώνει τον άνθρωπο, δεν έχει καμία σχέση με ακραία και φασιστικά σχήματα, που μετατρέπουν τη ζωή σε χώρα του θανάτου. Σ’ ένα από τα ταξιδιωτικά του βιβλία, ο Νίκος Καζαντζάκης μιλά με μεγάλη αγάπη για τον άγιο Φραγκίσκο, τον άγιο των φτωχών, αλλά ταυτοχρόνως με πίκρα και λεπτή ειρωνεία για την πολεμοχαρή κατάσταση της φασιστικής Ιταλίας του καιρού του. Έτσι, ο Καζαντζάκης αφηγείται τις εντυπώσεις του από την ιδιαίτερη πατρίδα του αγίου, την Ασίζη: «Ἡ πρώτη μορφὴ ποὺ μὲ περίμενε στὴ φασιστικήν Ἰταλία ἦταν γιομάτη ταπεινοσύνη κι ἀγάπη˙ ὁ Ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης. Εἶχα φύγει βιαστικὰ ἀπὸ τὴν Ἰσπανία γιὰ νὰ βρεθῶ στὴ μεγάλη ἐπέτειο τῆς ἕβδομης ἑκατονταετηρίδας του. Ὁ Μουσολίνι ἀνακήρυξε τὴ μέρα αὐτὴ ἐθνικὴ γιορτή, ὁ ἀφοσιωμένος τῆς φτώχειας, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς παρθενίας κατατάχθηκε στὰ μαῦρα πουκάμισα, δημοσιογράφοι καὶ φιλόσοφοι ἀνάλαβαν ν’ ἀνακαλύψουν φραγκισκανικὲς ἀρετές στὰ νέα φασιστικὰ τάγματα».[1] Πόσο επίκαιρη στ’ αλήθεια η σκέψη του μεγάλου συγγραφέα και πόσα έχει να μας προσφέρει, αλλά κυρίως πόσους νέους δρόμους έχει να μας ανοίξει για να συναντήσουμε το μέλλον.
     «ταν κος “τάξη”, νθρωπινό κρέας μυρίζει»,[2] μας λέει ο ηλιοπότης Ελύτης δια στόματος Μαρίας Νεφέλης. Και κάθε φορά που επιχειρείται να γίνει επιβολή της τάξης, η αταξία αντιδρά, ως φυσικός νόμος που διέπει το σύμπαν. Επειδή, κανείς δεν μπορεί να υποδουλώσει τον άνθρωπο Ο φασισμός δεν έχει πρόσωπο. Τα προσωπεία του είναι πολλά και το μόνο αληθινό του «πρόσωπο», είναι ο θάνατος. Η έλλειψη φόβου και το ήθος, το ήθος εκείνο της ελευθερίας και η αληθινή παιδεία που οδηγεί στην αλήθεια και στη δημιουργία ελεύθερων και ανυπότακτων ανθρώπων απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη βαρβαρότητα, η αυτοταπείνωση και η ζωή πέρα από κάθε βεβαιότητα, είναι η μόνη αληθινή νίκη. Η σιωπή είναι συνενοχή και όποιος μένει αμέτοχος και επιθυμεί να είναι αρεστός στο σύστημα, είναι ήδη υπόδουλός του. Η αρχή του τέλους του φασισμού, όμως, είναι ήδη παρούσα. Η ψευδαίσθηση της κυριαρχίας θα οδηγήσει στην αυτοαπομόνωση και στην αυτοκαταστροφή κάθε φασισμού.



[1] Βλ. Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας. Ἰταλία-Αἴγυπτος-Σινᾶ-Ἱερουσαλήμ-Κύπρος-Ὁ Μοριᾶς, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2011, σ. 15.
[2] Οδυσσέα Ελύτη, Μαρία Νεφέλη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008, σ. 108.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου