Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Ολότητα και ακεραιότητα της οικουμενικής κλήσης.


Ολότητα και ακεραιότητα της οικουμενικής κλήσης. Κοινωνική ή πνευματική και εκκλησιαστική διάσταση της Οικουμενικής Κίνησης; Η σημασία της υπέρβασης μιας παλιάς έντασης ενόψει των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης


Η εισήγηση του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Στυλιανού Τσομπανίδη στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη
Το θέμα της εισήγησής μου για το Οικουμενικό Συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Π. Βασιλειάδη δεν επελέγη τυχαία. Εκτός του ότι αποτελεί μια από τις σοβαρότερες προκλήσεις για την Οικουμενική Κίνηση, και ιδιαίτερα για το κατεξοχήν όργανό της το ΠΣΕ, ταυτόχρονα κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη και το έργο του τιμώμενου σήμερα καθηγητή, ο οποίος μαζί με άλλους επιφανείς ορθόδοξους θεολόγους συνέβαλε σε μια δυναμική και ευ­ρεί­α α­ντί­λη­ψη του «οι­κου­με­νι­σμού», σε μι­α ευ­ρύ­τε­ρη δι­ά­στα­ση της οι­κου­με­νι­κής α­πο­στο­λής και μαρ­τυ­ρί­ας των εκ­κλη­σι­ών μέ­σα στον κό­σμο, τονίζοντας μάλιστα τη σημασία της προφητικής μαρτυρίας και της προληπτικής διακονίας. Ταυτόχρονα αντιτάχθηκε στην ιδεολογικοποίηση της Ορθοδοξίας, στην αναίρεση της ταυτότητάς της μέσω του περιορισμού της στην ιδιωτική σφαίρα (μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική τάση  της Ορθόδοξης Εκκλησία και θεολογίας), καθώς και στην απώλεια της καθολικής και κοσμικής αντίληψης της Εκκλησίας.
Η Οικουμενική Κίνηση έχει χαρακτηρισθεί ως η «νέα μεγάλη πραγματικότητα της εποχής μας» και έχει αξιολογηθεί ως «το μεγαλύτερο γεγονός στην πρόσφατη ιστορία του Χριστιανισμού». Ο Οικουμενικός Διάλογος έχει να επιδείξει επιτεύγματα και πολλά υποσχόμενες προόδους και επαφές. Ταυτόχρονα όμως μπαίνοντας στη νέα χιλιετία θα κληρονομήσει όλα τα ποικίλα διαπιστωμένα αδιέξοδα και την κόπωση του προηγούμενου αιώνα. Η Οικουμενική Κίνηση, αλλά και οι Εκκλησίες, μπήκαν στον 21οαιώνα έχοντας να αντιμετωπίσουν εκκρεμή και άλυτα θεολογικά και εκκλησιαστικά προβλήματα του παρελθόντος, μέσα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και σύγχυσης. Τα τελευταία 25 χρόνια ο οικουμενικός ενθουσιασμός υποχώρησε σημαντικά.   Ένα γενικό ρεύμα μεταμοντέρνου σκεπτικισμού κατέστησε «ύποπτο» το χριστιανικό όραμα της ενότητας ως «μεγάλη αφήγηση» (grand récit, Lyotard). Για την Οικουμενική Κίνηση γίνεται όλο και δυσκολότερη η υποστήριξη του οράματος και των στόχων της. Οι όροι της έχουν αλλάξει ριζικά. Πολλές από τις αυτονόητες παραδοχές της αμφισβητούνται και η συνεκτική αντίληψη του σκοπού και της αποστολής της εξασθενεί. Διαφορετικά οικουμενικά σχέδια και προγράμματα αναπτύσσονται με ανταγωνιστικό μεταξύ τους τρόπο. Το ΠΣΕ βρήκε μπροστά του το ζημιογόνο διαχωρισμό, όπως τον πρώτο καιρό της οικουμενικής κίνησης, μεταξύ των Κινήσεων του «Πρακτικού Χριστιανισμού» και της «Πίστης και Τάξης». Ενώ η συγχώνευσή τους το 1948 στο Άμστερνταμ διαμόρφωσε το Π.Σ.Ε. και εξέφραζε την οικουμενική πεποίθηση ότι η προσπάθεια για ενότητα στην πίστη, τη μυστηριακή ζωή και την οργάνωση από τη μια μεριά και η κοινή μαρτυρία και δράση της εκκλησίας στον κόσμο από την άλλη, δεν μπορούν να διαχωριστούν, τις επόμενες δεκαετίες η σχέση των δύο αυτών διαστάσεων της μιας οικουμενικής κλήσης ήταν σχέση έντασης, που πολλές φορές μάλιστα οδήγησε στην πόλωση, ιδίως μετά τη Γενική Συνέλευση της Ουψάλας (1968).
Αυτή η αβέβαιη κατάσταση δεν σημαίνει ωστόσο το τέλος της Οικουμενικής Κίνησης, αλλά, όπως υποστηρίζεται, αποτελεί ευκαιρία για το μετασχηματισμό και την ανασυγκρότησή της (Reconfiguration). Από πολλούς έχει εκφραστεί η πεποίθηση ότι μια διαδικασία ανασυγκρότησης ή αναπροσδιορισμού της Οικουμενικής Κίνησης πρέπει να έχει ως στόχο την ενίσχυσή της, έτσι ώστε να είναι σε θέση να συντονίσει τις Εκκλησίες στην προσπάθειά τους να πλησιάσουν το στόχο της ορατής ενότητας, αλλά και να ενισχύσει την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα στην κοινή της μαρτυρία και διακονία στον κόσμο του 21ου αιώνα.
Οποιαδήποτε ανασυγκρότηση ή αναπροσδιορισμός της Οικουμενικής Κίνησης εξαρτάται από την αποσαφήνιση του οράματος που δίνει ώθηση και ρυθμό στην Οικουμενική Κίνηση.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί σήμερα ότι, προκειμένου να αναζωογονηθεί η Οικουμενική Κίνηση, είναι απαραίτητο να κατανοηθούν καλύτερα οι λόγοι που προκαλούν τις αβεβαιότητες και τις αντιφάσεις σχετικά με το όραμα, τους στόχους και τα καθήκοντά της. Ταυτόχρονα πρέπει να αναζητηθεί μια νέα γλώσσα προκειμένου να εκφραστεί η ουσία της οικουμενικής πορείας. Η θεώρηση σύμφωνα με την οποία ενότηταμαρτυρία και διακονία στον κόσμο αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, η θεώρηση δηλαδή που διέκρινε την ουσία  της οικουμενικής κίνησης από τότε που ξεκίνησε, και κατά καιρούς κατακερματίζεται, είναι ανάγκη να ανασυντεθεί.
Με άλλα λόγια, ένα οικουμενικό όραμα που κατανοεί σε βάθος το εύρος και την ταχύτητα των αλλαγών στον κόσμο και καλείται να αντιμετωπίσει δημιουργικά τις προκλήσεις των νέων καιρών, πρέπει να ξεκινήσει από τις διάφορες απόπειρες να ζωντανέψει η αρχική σημασία της έννοιας της Οικουμένης μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Η σημαντική Διακήρυξη του 1998 «Προς μια κοινή αντίληψη και έ­ναν κοι­νό ο­ρα­μα­τι­σμό του Π.Σ.Ε.» (CUV=Common Understan­ding and Vision)[i], καρπός ευρύτατης και μακρόχρονης συζήτησης και προβληματισμού, προσπαθεί να διευκρινίσει την έννοια του όρου «οικουμενική κίνηση» (παρ. 2.1 – 2.7). Στη Διακήρυξη αναγνωρίζεται ότι επικρατεί ασάφεια και σύγχυση σε σχέση με τη σημασία του όρου. Παρότι δεν μπορεί να υπάρξει ένας ορισμός που να είναι κανόνας για όλους, όπως υπογραμμίζεται, υπάρχει συμφωνία ότι ο όρος «οικουμενικός,-ή, -ό» περιλαμβάνει την προσπάθεια για τη χριστιανική ενότητα, την κοινή μαρτυρία για την εκπλήρωση της παγκόσμιας αποστολής και του ευαγγελισμού, όπως επίσης και τη δέσμευση για διακονία και για δραστηριοποίηση υπέρ της δικαιοσύνης και της ειρήνης (παρ. 2.2).
Στη συ­νέ­χει­α ε­πι­ση­μαί­νε­ται ό­τι ε­ντός της οι­κου­με­νι­κής κί­νη­σης το Π.Σ.Ε. από την ίδρυσή του προσπαθεί να συνδέσει το όραμα μιας ενωμένης Εκκλησίας με το όραμα της κατοικήσιμης Γης ή, πιο σωστά, το όραμα της ακεραιότητας της δημιουργίας, όπως εκφράζεται δυναμικά σε βασικά σημεία της Καινής Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα, το ΠΣΕ προ­σπά­θη­σε να συν­δέ­σει το ό­ρα­μα του Ευ­αγ­γε­λι­στή Ι­ω­άν­νη «ί­να πά­ντες εν ώ­σι…, ί­να ο κό­σμος πι­στεύ­ση» (17,21) με το ό­ρα­μα του απ. Παύ­λου στην προς Ε­φε­σί­ους Ε­πι­στο­λή, στην ο­ποί­α ο Παύ­λος α­να­φέ­ρε­ται στον υ­πέρ­τα­το στό­χο της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας και στο θέ­λη­μα του Θε­ού να α­να­κε­φα­λαι­ώ­σει στο πρό­σω­πο του Χρι­στού, στην κα­θο­ρι­σμέ­νη στι­γμή, σύ­νο­λη την κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α (1,9-10).  Πολλοί πρεσβεύουν ότι αυτό το αρχικό όραμα πρέπει να ξαναζωντανέψει. Η Διακήρυξη «Προς μια κοινή αντίληψη και έ­ναν κοι­νό ο­ρα­μα­τι­σμό του Π.Σ.Ε.», αναφερόμενη στην έννοια του όρου «οικουμενική κίνηση», προσθέτει μια αυτοκριτική παρατήρηση σχετικά με αυτή την προσπάθεια, μην α­πο­φεύ­γοντας ταυτόχρονα να ση­μει­ώ­σει ό­τι η αναζήτηση της σύν­δε­σης των δύ­ο βι­βλι­κών ο­ρα­μά­των υ­πο­νο­μεύ­ε­ται α­πό τη συ­νε­χή έ­ντα­ση, και με­ρι­κές φο­ρές α­ντα­γω­νι­σμό, α­νά­με­σα σε αυ­τούς που δί­νουν έμ­φα­ση στην κοι­νω­νι­κή δι­ά­στα­ση της Οικουμενικής Κίνησης και σε αυ­τούς που δί­νουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στην πνευ­μα­τι­κή και εκ­κλη­σι­α­στι­κή δι­ά­στα­σή της (παρ. 2.5). Η ένταση και ο ανταγωνισμός οξύνεται και τα ερωτήματα πληθαίνουν και γίνονται αμείλικτα, όταν το οικουμενικό καθήκον και οι προσπάθειες για την ενότητα της Εκκλησίας τεθούν από τη μια πλευρά στο πλαίσιο του αυξανόμενου θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού, και από την άλλη μέσα στο σημερινό παγκόσμιο σκηνικό, το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη μιας μεταβατικής εποχής, η οποία συνδυάζει πολλές ανησυχητικές διασταυρούμενες απειλές. Εδώ μόνο να σημειωθεί ότι η παγκόσμια ατμόσφαιρα, που είχε ήδη επιβαρυνθεί με μια τριπλή κρίση (ενεργειακή, διατροφική, κλιματική), θα καταλήξει να γίνει ζοφερή από την έκρηξη, το Φθινόπωρο του 2008, της τεραστίων διαστάσεων και απροσδιόριστης σε διάρκεια και συνέπειες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Με βάση τα παραπάνω λεχθέντα η υπονόμευση του οράματος που δίνει ώθηση και ρυθμό στην οικουμενική κίνηση, εξαιτίας τριβών μεταξύ των θιασωτών της «θεολογικής» και της «κοινωνικής» συνεργασίας και της εσωτερικής διάσπασης του Παγκοσμίου Συμβουλίου σε απομονωμένες, αντίπαλες ή ανταγωνιστικές μεταξύ τους περιοχές εργασίας και επιτροπές, που προσπαθούν να μονοπωλήσουν την ιδιαιτερότητα της βασικής προϋπόθεσης για την ενότητα, αποτελεί μια κεντρική αδυναμία για το σύγχρονο οικουμενικό όραμα. Δεν θα ήταν μάλιστα λάθος εάν υποστήριζε κανείς ότι αυτή η διελκυστίνδα στην οικουμενική κίνηση και ιδιαίτερα στους κόλπους του ΠΣΕ, η οποία αντανακλά τις έριδες και τις διαφωνίες που υπάρχουν μέσα στις ίδιες τις Εκκλησίες, παραλύει κάθε αντίδραση στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, όπως και κάθε προοπτική ενός γνήσιου διαλόγου μεταξύ των χριστιανών. Όσον αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η ένταση εμφανίζεται άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε εντονότερα με τη μορφή μιας «άσαρκης πνευματικότητας» και με τον «πειρασμό» να μείνει η λειτουργία στη Λειτουργία, το να περιοριστεί δηλαδή η Λειτουργία μόνο στην τέλεσή της στην Εκκλησία και να κατανοηθεί η Εκκλησία ως μία αποκλειστικά λειτουργική κοινότητα και ως «Εκκλησία καταφύγιο», αγνοώντας τον κόσμο ως κλήση και αποστολή.
Η υπέρβαση της έντασης, που πολλές φορές οδήγησε στην πόλωση, και η εξισορρόπηση των δύο διαστάσεων της οικουμενικής κίνησης, αποτελούν ίσως τα πιο βασικά και επιτακτικά desiderata, αλλιώς παράπονα ή αιτήματα, από την ορθόδοξη πλευρά, που περιμένουν την επίλυσή τους στο έργο του Π.Σ.Ε. Στο θέμα αυτό αναφέρονται ρητά π.χ. α) το Διάγγελμα του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου για την εικοσιπενταετηρίδα του Π.Σ.Ε. το 1973, β) η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη Σαμπεζύ / Γενεύη το 1986 γ) η Έκθεση της Διορθόδοξης Διάσκεψης στο Σαμπεζύ / Γενεύη το 1991 και δ) οι παρατηρήσεις της Διορθόδοξης Διάσκεψης στο Σαμπεζύ το 1995.
Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος το 2008 στην Ομιλία του επ’ ευκαιρία της εξηκοστής επετείου από της ιδρύσεως του ΠΣΕ[ii] κάνει εκτενή αναφορά στις δύο εντελώς διαφορετικές τάσεις που εμφανίστηκαν  στην πορεία του Συμβουλίου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρώτα εξηγεί πού επικεντρώνει το ενδιαφέρον της κάθε μια από τις δύο τάσεις. Έπειτα σημειώνει: «Ἐν τούτοις, κατά τήν διάρκειαν τῶν μακρῶν καί ζωηρῶν συζητήσεων μεταξύ ὀπαδῶν τῶν δύο τούτων σχολῶν σκέψεως περί τῆς οὐσίας καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ Συμβουλίου, ἕτεραι φωναί ὑψώθησαν, κυρίως ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ἐπισημαίνουσαι ὅτι εἷς οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος θά ἐπέλεγεν ἀποκλειστικῶς τήν μίαν τῶν δύο τούτων τάσεων, θά προέδιδε τάς θεμελιώδεις ἀρχάς τοῦ οἰκουμενικοῦ ἔργου καί οὐδεμίαν θά εἶχεν οὐσιαστικήν προσφοράν εἰς τάς Ἐκκλησίας ἐν τῇ πορείᾳ αὐτῶν πρός τήν ἑνότητα. Ἡ ἑνότης αὕτη δέν ἀποτελεῖ σκοπόν καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά τίθεται εἰς τήν διακονίαν τῆς τε Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου, ἄνευ διαχωρισμοῦ μεταξύ ἱεροῦ καί κοσμικοῦ, αἰωνίου καί παροδικοῦ. Συμφώνως πρός τάς φωνάς ταύτας, ὁ ἀληθής οἰκουμενισμός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ἐστρατευμένος ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, δέν παύει ταυτοχρόνως νά μεριμνᾷ διά τά σημερινά δεινά τῆς ἀνθρωπότητος. Ὡς ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπεγράμμιζε κατά τόν ἑορτασμόν τῆς 25ης ἐπετείου τοῦ Συμβουλίου, ἤδη πρό 35 ἐτῶν, ‘τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, ὄργανον τεταγμένον ὄχι μόνον εἰς τόν θεολογικόν διάλογον, ἀλλά καί εἰς τήν ἀλληλεγγύην καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην,… ὀφείλει νά συνεχίσῃ τάς προσπαθείας ἐν ὄψει πλέον ἀνοικτῆς καί πραγματικῆς συναντήσεως μετά τοῦ σήμερον πολλαπλῶς δεινοπαθοῦντος ἀνθρωπίνου προσώπου. Οὕτω, τό Συμβούλιον, δι’ ὁρατῶν καί ἀοράτων μέσων, διά λόγων καί πράξεων, διά τῶν ἀποφάσεων καί τῶν διαβημάτων αὐτοῦ, δύναται νά κηρύσσῃ τόν Χριστόν καί μόνον τόν Χριστόν’».
Με τα παραπάνω λεχθέντα ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην ομιλία του συνοψίζει το όλο πρόβλημα και το έργο μιας μεγάλης περιόδου, την οποία θα ονόμαζα «αξονική περίοδο» (από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, Vancouver 1983 και Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη 1986) για τη σύγκλιση των δύο πόλων της αντιπαράθεσης. Προς το τέλος του κειμένου του ο Οικουμενικός Πατριάρχης δηλώνει: «… πιστεύομεν ἀκραδάντως ὅτι τά τρία βασικά θεμέλια, ἤτοι “Ἑνότης”, “Μαρτυρία”, “Διακονία”, τῆς οἰκοδομήσεως τοῦ Συμβουλίου, πρό ἑξήκοντα ἐτῶν, θά ἔδει νά διατηρηθοῦν καί δή νά ἐνισχυθοῦν διά νά διασφαλισθῇ ἡ συνέπεια τῆς συγκροτήσεως καί ἡ πειστικότης τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ».
Οι «φωνές» για τις οποίες κάνει λόγο ο Πατριάρχης είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, θεολόγοι, κληρικοί και λαϊκοί, οι οποίοι συνεισέφεραν ώστε η Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της να αναπτύξουν μέσα από διάφορες φάσεις της ιστορίας του Συμβουλίου μια περιεκτική αντίληψη της οικουμένης, η οποία περικλείει τόσο την προσπάθεια για τη χριστιανική ενότητα, όσο και την κοινή μαρτυρία υπέρ της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ακεραιότητας ολόκληρης της δημιουργίας. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ενότητα και μαρτυρία, εκκλησία και κόσμος, πνευματική και ιεραποστολική κοινωνική διά­σταση, ιστορία και εσχατολογία, λειτουργία και δια­κονία, το «μυστήριο του Θυσιαστηρίου» και το «μυστήριο του αδελφού», προπαντός του φτωχού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Εί­ναι συν­δε­δε­μέ­να σαν τις δύ­ο φά­σεις του ρυθ­μού α­να­πνο­ής, ως ει­σπνο­ή και εκ­πνο­ή θα πει παραστατικά ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος (νυν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας) περιγράφοντας  τη σχέση λειτουργίας, δι­α­κο­νί­ας, μαρτυρίας[iii]. Σε μια διορθόδοξη διάσκεψη-σταθμό (Κρήτη 1978) για το θέμα στο οποίο αναφέρομαι, ο Α. Παπαδερός με αφετηρία το λειτουργικό πνεύμα και ήθος έχει συνοψίσει την παραπάνω αντίληψη ως εξής: «Στα πλαίσια της λειτουργικής αντίληψης της Εκκλησίας για τον άνθρωπο, τον κόσμο, την κοινωνία και την Ιστορία, κάθε διάκριση (διαχωρισμός) ανάμεσα στην κάθετη και στην οριζόντια διάσταση, είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αιρετική! Τόσο παρανοϊκή και αιρετική, όσο και η διάκριση (με την έννοια του διαχωρισμού) ανάμεσα στην Ιστορία της σωτηρίας και στην Ιστορία του κόσμου, ανάμεσα στον Σταυρό και στην Ανάσταση, στην ανθρώπινη και στη θεία φύση του Χριστού ή της Εκκλησίας, ανάμεσα στην ενσάρκωση του Θεού και στη θέωση του ανθρώπου, ανάμεσα στην πίστη και τα έργα. Το παιχνίδι της αντιθέσεως του ενός προς το άλλο είναι θανατηφόρο και πρέπει, επί τέλους, να το εγκαταλείψουμε οριστικά!»[iv]. Με τα παραπάνω λόγια ο Παπαδερός καταδεικνύει ουσιαστικά τη σημασία της υπέρβασης της έντασης μεταξύ των δύο διαστάσεων και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ενώ μέσα στην ορθόδοξη παράδοση αναπτύχθηκαν διάφορες μορφές πνευματικότητας, «καθοριστικό για το ορθόδοξο ιδεώδες παρέμεινε εκείνο το όραμα που ενατενίζει το όλον, η στάση και η μαρτυρία που αγκαλιάζει τα πάντα, ολόκληρη τη ζωή, σε όλες τις διαστάσεις και το νόημά της» (Αναστάσιος Γιαννουλάτος).
Μετά την ενδεικτική μόνο παράθεση των παραπάνω τοποθετήσεων, γίνεται εύκολα αντιληπτό πώς, πα­ρά τις κα­τά και­ρούς ε­πι­φυ­λά­ξεις, οι Ορ­θό­δο­ξες Εκ­κλη­σί­ες με τη συμ­με­το­χή τους στην οι­κου­με­νι­κή κί­νη­ση συ­νέ­βα­λαν σε μι­α δυ­να­μι­κή κατανόηση του «οι­κου­με­νι­σμού», σε μι­α ευ­ρύ­τε­ρη δι­ά­στα­ση της οι­κου­με­νι­κής α­πο­στο­λής και της πα­ρου­σί­ας και μαρ­τυ­ρί­ας των εκ­κλη­σι­ών μέ­σα στον κό­σμο. Η συμ­βο­λή τους έ­γκει­ται στην ου­σι­α­στι­κή α­να­νέ­ω­ση της τρι­α­δο­λο­γι­κής θε­ο­λο­γί­ας, στην α­ντί­λη­ψη ό­τι η ε­νό­τη­τα της εκ­κλη­σί­ας θε­με­λι­ώ­νε­ται στην κοι­νω­νί­α του τρι­α­δι­κού Θε­ού, στην κε­ντρι­κή θέ­ση που έ­λα­βε η ευ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νω­νί­α στο δι­ά­λο­γο, στην ευ­χα­ρι­στι­α­κή κο­σμι­κή θε­ώ­ρη­ση της ζω­ής και στην κα­τα­νό­η­ση της δι­α­κο­νί­ας και της κοι­νω­νι­κής α­πο­στο­λής ως «λει­τουρ­γί­ας με­τά τη Λει­τουρ­γί­α», ως ευχαριστίας δηλαδή σε προέκταση στην καθημερινή ζωή. Αυτή η «ευχαριστιακή θεώρηση» της ενότητας και της αποστολής της Εκκλησίας στον κόσμο θεωρήθηκε από πολλούς προτεστάντες εταίρους στο διάλογο (K. Raiser, M. Robra, U. Duchrow, M. Käßmann) ότι ήταν ένα «δώρο της κοινωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την οικουμενική κίνηση». Όπως σημείωσαν: «Πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι έχουν συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικουμενικής διακονίας… Από τη στιγμή αυτή [μετά τη Διάσκεψη της Κρήτης το 1978] οι παρακινήσεις από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν ένα αναπόσπαστο μέρος της θεολογικής-συστηματικής σκέψης. Η υπενθύμιση της παράδοσης της πρώτης Εκκλησίας είναι και παραμένει κέντρισμα για την οικουμενική κίνηση»[v].
Η συμβολή αυτή, λοιπόν, οφείλεται κατά πολύ στην εργασία και το θεολογικό λόγο προσώπων όπως ο Νίκος Νησιώτης, ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο π. Ion Bria, ο π. Γεώργιος Τσέτσης, ο Αλέξανδρος Παπαδερός, ο Γρηγόριος Λαρεντζάκης κ.ά.
Ο τιμώμενος σήμερα  καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης θα κινηθεί σε αυτή τη γραμμή και θα γίνει συνοδοιπόρος με τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν. Για τον Βασιλειάδη το θέμα που μας απασχολεί είναι ακανθώδες και κατέχει κεντρική θέση στη σκέψη και το έργο του. Στον Πρόλογο του έργου του Ευχαριστία και μαρτυρία. Ορθόδοξες προοπτικές της ενότητας και της αποστολής της εκκλησίας, που εκδόθηκε στα αγγλικά από το ΠΣΕ (1998)[vi], όταν η κρίση στην οικουμενική κίνηση βρισκόταν στο απόγειό της, θεωρεί ότι η ένταση μεταξύ των δύο διαστάσεων της οικουμενικής κίνησης αποτελεί τον πυρήνα της κρίσης και επισημαίνει ότι εάν δεν επιτευχθεί μια κοινή κατανόηση μεταξύ των Ορθοδόξων (όπως επίσης των Ρωμαιοκαθολικών) και των Προτεσταντικών Εκκλησιών-μελών σε αυτό το θέμα, δεν πρόκειται να υπάρξει πραγματική πρόοδος στην οικουμενική κίνηση, τουλάχιστον μέσα στο ΠΣΕ. Ο  Βασιλειάδης όχι μόνο σε αυτό το έργο, που το δηλώνει ρητά, αλλά στο σύνολο του έργου και της διδασκαλίας του καταπιάνεται με το πρόβλημα αυτό και με βάση την «ευχαριστιακή θεώρηση» της Εκκλησίας και του κόσμου, η οποία δίνει έμφαση στον τριαδικό/αγιοπνευματικό και εσχατολογικό και κοσμικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας προσπαθεί να απαγκιστρώσει την Ευχαριστία από τους σχολαστικούς προσδιορισμούς της στα κλασικά δογματικά εγχειρίδια και την ευσεβιστική ηθική, με τη βοήθεια της αυθεντικής παράδοσης και του τρόπου σκέψης των Πατέρων της Εκκλησίας. Τονίζει τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα της Ευχαριστίας, η οποία δεν είναι μόνο ένα πράγμα, αντικείμενο, αλλά πράξη και σύναξη· όχι απλά και μόνο τα άγια, αλλά και οι άγιοι, η κοινωνία των αγίων. Στο πλαίσιο της «λειτουργικής αναγεννήσεως», από την οποία ο καθηγητής εμπνέεται και την οποία οραματίζεται, υποστηρίζει ότι το ζητούμενο είναι «κάθε φορά που οι πιστοί συνάζονται επί το αυτό, να γίνεται η Εκκλησία αυτό που είναι: ‘σώμα’ Χριστού, ‘λαός’ του Θεού, ‘κοινωνία’ του Αγίου Πνεύματος»[vii].
Ένα από τα συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από την παραπάνω σημαντική εκκλησιολογική προσέγγιση, με τη βοήθεια του ίδιου του καθηγητή, είναι ότι η Εκκλησία (πρέπει να) κατανοείται όχι «ως ένας οργανισμός παγκόσμιας (και εθνικής) ακτινοβολίας και ισχύος, αλλ’ ως ευχαριστιακή κοινωνία, ως ταπεινή αναλαμπή και πρόγευση της Βασιλείας του Θεού, που καλύπτει ισότιμα όλα της τα μέλη και αγκαλιάζει σπλαχνικά ολόκληρη την οικουμένη, σύμπασα την κτίση»[viii]. Έτσι, εξαίρεται η κοινωνική, εκκλησιαστική και κοσμική διάσταση της Ευχαριστίας και δεν κατανοείται ατομικιστικά, ως μέσο ατομικής σωτηρίας και πεδίο συνάντησης του καθενός ξεχωριστά με το Θεό. Η Ευχαριστία είναι το μέγα μυστήριο της συμμετοχής στη ζωή της Αγίας Τριάδας, η ανακεφαλαίωση ολόκληρης της ιστορίας της σωτηρίας εν Χριστώ και η πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας[ix].
Στα πλαίσια αυτής της κατανόησης της Εκκλησίας[x] ο Βασιλειάδης θα υπογραμμίσει πολλές φορές ότι η Εκκλησία «δεν μπορεί να αποτελεί αντανάκλαση της εικόνας ενός εκκοσμικευμένου επίγειου οργανισμού, ο οποίος στηρίζεται στη εξουσία και την κυριαρχία, αλλά στην κενωτική εικόνα της Αγίας Τριάδος, η οποία βασίζεται στην αγάπη και κοινωνία»[xi]. Για να καταλήξει στη βασική του θέση: «Ο απώτερος στόχος»και «ο λόγος ύπαρξης της Εκκλησίας είναι η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού· είναι η προβολή της εσωτερικής δυναμικής της αγάπης και κοινωνίας της Αγίας Τριάδας μέσα στον κόσμο και το σύνολο της δημιουργίας»[xii] (η υπογράμμιση δική μου). Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική.
Με σημείο εκκίνησης τη δογματική διατύπωση της τριαδικής θεολογίας, ιδιαίτερα τις συνέπειες τη εσωτερικής κοινωνίας και αγάπης μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος ο Π. Βασιλειάδης εξηγεί γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν στον οικουμενικό διάλογο σχιζοφρενικές διχοτομήσεις και ατελεύτητες συζητήσεις αναφορικά με τη σχέση, από άποψη προτεραιότητας, μεταξύ ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, πίστεως και αγάπης, δόγματος και ήθους, πνευματικότητας και κοινωνικής ευθύνης, ακόμη μεταξύ «Πίστης και Τάξης» και «Δικαιοσύνης, Ειρήνης και ακεραιότητας της Δημιουργίας»[xiii]«Δεν είναι δυνατό να υπάρχει», συμπεραίνει, «άλλη έκφραση πίστεως ή πνευματικότητας έξω από την κοινωνία και την αγάπη» (η υπογράμμιση δική μου). Αυτό το θεμελιώνει στο χωρίο τού κατά Ιωάννην όπου διατρανώνεται: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω 13, 34εξ.)[xiv].
Θεωρώντας την Ευχαριστία μέγα μυστήριο της συμμετοχής στη ζωή της Αγίας Τριάδας και πρόγευση και προληπτική φανέρωση της μέλλουσας Βασιλείας, ο Βασιλειάδης δεν την βλέπει πλέον ως αντικείμενο και ως μία εκδήλωση ευσεβισμού, ούτε ως ένα επιβεβλημένο καθήκον και μία συγκινητική τελετή χωρίς σχέση με το σύνολο του ανθρώπινου βίου, την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Την κατανοεί ως μέσο αγιασμού και μεταμόρφωσης της ζωής και του κόσμου, που θέτει την Εκκλησία στο επίκεντρο της ιστορίας, ως μία καινή κτίση της οποίας τα μέλη (οφείλουν να) δημιουργούν έναν νέο τρόπο ζωής. Επομένως, η συμμετοχή των Χριστιανών στην κοινωνία δεν χωρίζεται από την πράξη και εμπειρία της λατρείας τους.
Ο καθηγητής ως μελετητής και ερμηνευτής του απ. Παύλου παραπέμπει συχνά στη θεολογία του, η οποία συνδέει το κοινωνικό ήθος με τη λατρευτική πράξη. Όπως ο ίδιος επισημαίνει στο πολύ σημαντικό έργο του Χάρις – Κοινωνία – Διακονία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του παύλειου προγράμματος της λογείας[xv], ο απ. Παύλος πουθενά δεν αφήνει τη διδασκαλία για ηθική και κοινωνική δράση χωρίς λατρευτική αναφορά στον Θεό, χωρίς θεολογική θεμελίωση. Ταυτόχρονα δεν επιτρέπει να παραμείνει η θεολογία του κολοβή, χωρίς την πρακτική της έκφραση.
Η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο γίνεται κατανοητή έτσι ως μετα-λειτουργία, ως λειτουργία δηλαδή μετά τη θεία λειτουργία που πηγάζει από την ακτινοβολούσα και μεταμορφωτική δύναμη της Λειτουργίας. Η μετα-λειτουργία δεν είναι απλώς επακόλουθο ή κάτι δευτερεύον που έρχεται να προστεθεί στην ευχαριστιακή κοινωνία «προς τα έξω», αλλά φυσική έκφραση της ευχαριστιακής κοινωνίας και συστατικό της ομολογίας της πίστεως[xvi]. Λέει ο ίδιος ο Βασιλειάδης: «…μετά την τέλεση της Ευχαριστίας οι πιστοί ‘εν ειρήνη προέ(ρχονται)…εν ονόματι Κυρίου’ προς τον κόσμο, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας…, να μεταφέρουν δηλ. τόσο την εμπειρία του ζώντος λόγου του Θεού όσο και την εμπειρία της κοινωνίας στις εσχατιές των αιώνων (χρόνος) και της οικουμένης (χώρος), να μεταμορφώσουν (συνεργικά, ούτε δηλαδή αυτόνομα ούτε μαγικά) την κτιστή δημιουργία»[xvii]. Και σε άλλο σημείο: «Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή ‘αποστολή’ της δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο»[xviii] (η υπογράμμιση δική μου).
Με τα παραπάνω ο Π. Βασιλειάδης υποστηρίζει τον καθολικό χαρακτήρα της σωτηρίας και την κοινωνική και κοσμική διάσταση της αποστολής της χριστιανικής λατρείας έναντι ατομοκρατικών, ευσεβιστικών και ριτουαλιστικών παρεκκλίσεων. Συμμερίζεται απόψεις του δασκάλου του καθηγητή αείμνηστου Σ. Αγουρίδη που τόνιζε χαρακτηριστικά: «Η λειτουργία δεν είναι παραμυθία, αλλά είναι η σωστή ερμηνεία του τι πραγματικά συμβαίνει στη ζωή μας. Είναι δύναμη, καθοδήγηση και φωτισμός για το πώς να αντιμετωπίζεται ο αγώνας της ζωής. Αν δεν είναι αυτό η  λειτουργία, δεν είναι χριστιανική λειτουργία. Είναι μια ειδωλολατρική, υπό πλατωνικές επιδράσεις, τελετουργία, είναι ό,τι άλλο, αλλά δεν είναι η λειτουργία που έχουμε στην Αποκάλυψη και στην Κ. Δ. γενικότερα»[xix].
O Π. Βασιλειάδης, όπως και ο Σ. Αγουρίδης, πρεσβεύει ότι πρέπει να ανακτηθεί από τη σύγχρονη θεολογία η «συλλογική» οπτική γωνία του χριστιανισμού, η οποία ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της βιβλικής και της αρχαίας πατερικής θεολογίας. Αυτό είναι ένα θέμα που συνδέεται και με την αποσαφήνιση τού τι είναι πνευματικότητα και εάν αυτή έχει να κάνει μόνο με την ψυχή, το πνεύμα και τον ουρανό και όχι με τα υλικά, τα σωματικά και τα κοινωνικά. Ο Σ. Αγουρίδης δίνει ένα παράδειγμα για να κατανοηθεί τι εννοεί με τη «συλλογική» οπτική γωνία του χριστιανισμού: «Οι πλείστοι των θεολόγων και του κλήρου μας βλέπουν την αμαρτία σαν μια κακή ατομική μόνο εκδήλωση, δεν είναι όμως ακόμα σε θέση να συλλάβουν τη ‘συλλογική’ οργάνωση του κακού, του εγωιστικού συμφέροντος… Διαβάζουν στις εφημερίδες για μονοπώλια, για πολυεθνικές, για πολέμους και απειλές πολέμων, για το θάνατο από πείνα 50 εκατ. ανθρώπων κάθε χρόνο, δεν κάθονται όμως να σκεφθούν πως αυτά δεν συμβαίνουν τυχαία, ή είναι έκφραση της βούλησης ενός προσώπου, αλλά πρόκειται για οργανωμένα ιδιοτελή συμφέροντα, τον κατεξοχήν εχθρό της ανθρωπότητας… Πρέπει, λοιπόν, οι θεολόγοι μας να αποκτήσουν σαφήνεια ως προς την τεράστια σημασία της δομικής, της οργανωμένης μορφής του εγωισμού, της πλεονεξίας, της διαφθοράς…»[xx].
Με βάση τη «συλλογική» οπτική γωνία ο Βασιλειάδης, ασχολούμενος με τα κοινωνικά, διακονικά προγράμματα και τις πρωτοβουλίες του ΠΣΕ για κοινή χριστιανική μαρτυρία υπέρ της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ακεραιότητας της δημιουργίας, καθώς και με την επίκαιρη έκφρασή τους σήμερα μέσω της αναζήτησης μιας εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης υπέρ του ανθρώπου και της γης (AGAPE=Alternative GlobalizationAddressing People and Earth)[xxi], επικεντρώνει το ενδιαφέρον του όχι τόσο στα αποτελέσματα του κοινωνικού κακού και της αδικίας, αλλά στην καταπολέμηση και πρόληψή τους. Γι’ αυτό πάει πέρα από τη φιλανθρωπική αντίληψη της διακονίας και προβληματίζεται για το πώς οι εκκλησίες θα γίνουν δυναμικοί παράγοντες και πρόξενοι των απαιτούμενων ριζικών αλλαγών, αναζητώντας ταυτόχρονα τα βαθύτερα αίτια της κοινωνικής και οικονομικής αδικίας και θέτει το κρίσιμο ερώτημα για το ποιος ασκεί εξουσία και βάζει του κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας[xxii].
Για τον Π. Βασιλειάδη η δυνατότητα της χριστιανικής Εκκλησίας να ασκήσει την απελευθερωτική δυναμική της στην κοινωνία έγκειται στο τρόπο με τον οποίο η θεολογία της, ως η κριτική συνείδησή της, ερμηνεύει τα σημεία των καιρών[xxiii]. Στο σημείο αυτό ο εσχατολογικός προσανατολισμός της Εκκλησίας διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο. Μια από τις πιο κεντρικές θέσεις του καθηγητή είναι ότι επειδή η Εκκλησία (η φύση, ο ρόλος και η αποστολή της) δεν εξαντλείται στη θεσμική της έκφραση, αλλά αντλεί την ύπαρξή της από αυτό που θα γίνει στα έσχατα,  πρέπει να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του. Το «ουσιώδες στη χριστιανική θεολογία», υπογραμμίζει με έμφαση ο ίδιος, «δεν είναι η προσδοκία απλώς μιας μελλοντικής σωτηρίας του κόσμου, αλλά η ολοκλήρωση της ήδη εγκαινιασθείσας βασιλείας στο πρόσωπο του Χριστού και κατ’ επέκταση του σώματός του, δηλαδή της Εκκλησίας, με την οριστική εξάλειψη του κακού»[xxiv]. Από αυτό καταλαβαίνει κανείς, συμπεραίνει, ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαχωρισμός ή δίλημμα μεταξύ παρόντος και μέλλοντος κόσμου, μεταξύ ιστορίας και επέκεινα, κάτι που έχει οδηγήσει στην απελπισία και την παραίτηση από την αποστολή και το χρέος στον κόσμο[xxv]. Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην ιδιωτική σφαίρα και η παραίτηση από την αποστολή αναιρεί την ταυτότητά της ως ευχαριστιακής κοινωνίας και αλλοιώνει την εσχατολογική της διάσταση[xxvi].
 Αυτή η τοποθέτηση δείχνει ακριβώς τη σημασία που έχει η υπέρβαση της ζημιογόνου έντασης μεταξύ της κοινωνικής και της πνευματικής ή  εκκλησιαστικής διάστασης ενόψει των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης. Αυτή φαίνεται πιο συγκεκριμένα σε ένα από τα πιο πρόσφατα κείμενα του Π. Βασιλειάδη στο οποίο ταυτόχρονα καταθέτει και τον οραματισμό του για μια οικουμένη που ως «οίκος ζωής» οικοδομείται στη συνολικότητα των σχέσεων και όχι των δομών της «οικουμένης της κυ­ρι­αρ­χί­ας»· αυτή «η οικουμένη της ζωής και της αλληλεγγύης» εκτείνεται πέρα από την κοινότητα των χριστιανικών εκκλησιών και περιλαμβάνει όλο τον κόσμο υπερασπιζόμενη την ολότητα και την πληρότητα της ζω­ής. Λέει χαρακτηριστικά: «Η χριστιανική θεολογία οφείλει να ανταποκριθεί κριτικά στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, των καταπιεστικών δηλ. δομών μιας υπερεθνικής οικουμένης, η οποία διοικείται πολιτικά, οργανώνεται οικονομικά και σχεδιάζεται επιστημονικά, διαχέεται και πολλαπλασιάζεται ηλεκτρονικά (internet κλπ.), μιας οικουμένης η οποία χωρίς ευαισθησία στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα υπακούει στη λογική της δύναμης με στόχο τον πλήρη έλεγχο, που καταπνίγει τη ζωή και απειλεί τον πλανήτη γη. Σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί αυτάρεσκα στην ιδιωτική σφαίρα για να καλύψει υποκριτικά τις ατομικές ανάγκες των πιστών. Ούτε η χριστιανική θεολογία πρέπει να αγνοήσει το χρέος να αντιπαραθέσει το όραμα μιας άλλης οικουμένης, που είναι έκφραση ζωντανής αλληλεπίδρασης, μιας οικουμένης που θεμελιώνεται στο σύνολο των σχέσεων και όχι των δομών, μιας οικουμένης αυθεντικών σχέσεων κοινωνίας, όπως αυτές ενυπάρχουν στην τριαδική θεότητα και όπως αποκαλύπτονται υπό το φως της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού. Σ’ αυτό το όραμα όλοι οι άνθρωποι πάσης φυλής και γλώσσας, ο κόσμος των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων, των χριστιανών και των πιστών των άλλων θρησκευμάτων, των πιστών και των απίστων, των δικαίων και των αμαρτωλών, είναι δημιουργήματα του ενός Θεού»[xxvii].
Συμπερασματικά η διελκυστίνδα ανάμεσα στην κοινωνική και την πνευματική ή εκκλησιαστική διάσταση της Οικουμενικής Κίνησης που παρατηρείται ιδιαίτερα στους κόλπους του ΠΣΕ και αντανακλά τις έριδες και τις διαφωνίες που υπάρχουν μέσα στις ίδιες τις Εκκλησίες έχει μεγάλη σημασία να σταματήσει, γιατί:
  • υπονομεύει το όραμα που δίνει ώθηση και ρυθμό στην οικουμενική κίνηση.
  • προκαλεί τριβές και εσωτερική διάσπαση στο Παγκόσμιο Συμβούλιο και στις Εκκλησίες-μέλη του εξαιτίας της δημιουργίας απομονωμένων, αντίπαλων ή ανταγωνιστικών μεταξύ τους περιοχών εργασίας και επιτροπών. Η διάσπαση αυτή είναι ζημιογόνα και παραλύει κάθε προοπτική ενός γνήσιου διαλόγου μεταξύ των χριστιανών, καθώς και κάθε αντίδραση στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου ο οποίος συνδυάζει πολλές ανησυχητικές διασταυρούμενες απειλές. Σήμερα οι δυνάμεις της απληστίας, της αδικίας, της βίας και της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι πάρα πολύ στενά συνδεδεμένες και δικτυωμένες και γι΄ αυτό πολύ ισχυρές για μια διασπασμένη χριστιανική κοινότητα.
  • σε αυτή τη συνάφεια η αποκλειστική επιλογή της μιας διάστασης – στην Ορθοδοξία είναι γνωστό ότι τονίζεται περισσότερο η πνευματική και εκκλησιαστική – βλάπτει την ολότητα και την ακεραιότητα της οικουμενικής κλήσης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία σε παγκόσμιο χριστιανικό επίπεδο, με τη συμβολή επιφανών θεολόγων και κληρικών προσπαθούν συνεχώς να απαντούν δημιουργικά στις ιστορικές προκλήσεις για να μη χάσει ο χριστιανισμός την αξιοπιστία του και την ταυτότητά του.

[i] Το κείμενο παρατίθεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Π.Σ.Ε. στις γλώσσες εργασίας του Συμβουλίου: http://wcc-coe.org/wcc/who/cuv-e.html.
[ii] Το κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr
[iii] Αναστασίου ( Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), «Ευχαριστία, Διακονία, Μαρτυρία σε αλληλοπεριχώρηση», του ίδιου, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2007, 187-194, εδώ σ. 191.
[iv] Α. Παπαδερός, «Η Λειτουργική Διακονία» στον τόμο: Λειτουργική Διακονία.  Η κοινωνική αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Πρακτικά Διορθοδόξου Διασκέψεως, εκδ. Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, Χανιά 1981, 23-83, εδώ σ. 37-38.
[v] Βλ. Μ. Robra, «Koinonia – Diakonia. Schlüsselbegriffe ökumenischer Diakonie», ZEE 38 (1994) 280-299, σ. 289. Παρόμοια του ίδιου, «Theological and Biblical Reflection on Diakonia. A survey of Discussion within the World Council of Churches» ER 46 (1994) 276-286, σ. 281.  Πρβλ. Κ. Raiser, (Hrsg.), Ökumenische Diakonie – eine Option für das Leben. Beiträge aus der Arbeit des ÖRK zur theologischen  Begründung ökumenischer Diakonie, (BzÖR 57), Frankfurt a.M. 1988, σ. 8.
[vi] P. Vassiliadis, Eucharist and Witness. Orthodox Perspectives on the Unity and the Mission of the Church, WCC, Geneva 1998.
[vii] Lex Orandi. Λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννηση, εκδ. Ίνδικτος. Αθήνα 2005, σ. 11 και σ. 92. Επίσης  Μετανεωτερικότητα και Ορθοδοξία. Η πρόκληση της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σ. 110.
[viii] Επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία των έργων του. Εδώ ενδεικτικά βλ.  Η Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 140 και σ. 54.
[ix] Βλ. ενδεικτικά το κεφ. 1. «Ορθοδοξία και λειτουργική αναγέννηση», στο Lex Orandi, 15-48. Πρβλ. Ion Bria – Π. Βασιλειάδης, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989, σ. 35 εξ.
[x]  Είναι εμφανές ότι στοιχείται με την Εκκλησιολογία του Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα.
[xi] Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, σ. 135.
[xii] Στο ίδιο, σ. 138. Βλ. επίσης Η Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι, σ. 123-124.
[xiii] Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, σ. 134.
[xiv] Στο ίδιο. Επίσης βλ.  Η Ορθοδοξία στο σταυροδρόμι, σ. 46 εξ.
[xv] Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, ιδίως σ. 290.
[xvi] Για περισσότερα επ’ αυτού βλ. Στ. Τσομπανίδης, Μετα-λειτουργία. Η ορθόδοξη συμμετοχή στην κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, ιδίως κεφ. Γ1, σ. 245 κ. εξ.
[xvii] Lex Orandi, σ. 242 εξ. Βλ. επίσης Ενότητα και Μαρτυρία. Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία και διαθρησκειακός διάλογος – Εγχειρίδιο ιεραποστολής, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 175.
[xviii] Στο ίδιο, 85 εξ.
[xix] Σ. Αγουρίδης, Η Αποκάλυψη. Ιστορική και συγχρονιστική ερμηνευτική προσπάθεια, Αθήνα, σ. 88.  Βλ. και την παράθεση  του Π. Βασιλειάδη στο Lex Orandi, σ. 214.
[xx] Σ. Αγουρίδης, Οράματα και Πράγματα, σ. 352-353.
[xxi] Βλ. για αυτές τις πρωτοβουλίες του ΠΣΕ  τις μελέτες μου  Εκκλησιολογία και Παγκοσμιοποίηση. Οι Εκκλησίες στην οικουμενική πορεία για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των ανθρώπων και της γης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008 και Μετα-λειτουργία.
[xxii] Βλ. π.χ. στο διαδίκτυο «Θεολογική προσέγγιση της Παγκόσμιας Οικονομία. Η εγκύκλιος της Εκκλησίας, η Ακαδημία του Βόλου και η οικονομική κρίση» και το Προλογικό Σημείωμα στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών, τόμ. 27, Ιαν-Ιούλ 2009, έτ. 37, σ. 9-16. Πρβλ. Π. Βασιλειάδης, «Από την πρωτοχριστιανική κοινωνία στην πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα», Δελτίο Βιβλικών Μελετών, τόμ. 26, Ιαν-Δεκ 2008, έτ. 36, 75-94.
[xxiii] «Χριστιανική θεολογία και (μετα)νεωτερικότητα», στο Π. Καλαϊτζίδης – Ν. Ντόντος (επ.), Ορθοδοξία και Μετανεωτερικότητα, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007, 39-54, εδώ σ. 49 εξ.
[xxiv] Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, σ. 131.
[xxv] Στο ίδιο, σ. 131.
[xxvi] «Χριστιανική θεολογία και (μετα)νεωτερικότητα», σ. 53.
[xxvii] Στο ίδιο. Πρβλ. Μετανεωτερικότητα και Ορθοδοξία, σ. 40-42 και  σ. 122. ΕπίσηςΕνότητα και Μαρτυρία, σ. 212.

http://blogs.auth.gr/moschosg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου