Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Εκκλησία και Αριστερά έναντι του μεταναστευτικού ζητήματος. Από την ξενοφοβική και τη φιλανθρωπική στάση στην πρωτοβουλία της αλληλεγγύης για μια κοινωνία της ανθρωπιάς



Η ομιλία του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Στυλιανού Χ. Τσομπανίδη στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο αείμνηστος καθηγητής Σάββας Αγουρίδης, προσπαθώντας να συμβάλει στη σύνταξη ενός μίνι πλάνου, από τη θεολογική πλευρά, στο διάλογο Χριστιανισμού – Μαρξισμού της εποχής, πρότεινε την υπέρβαση εκείνης της θεολογικής αντίληψης που βλέπει την αμαρτία σαν μια κακή ατομική μόνο εκδήλωση, σαν μια κακή επιλογή της βούλησής μας, και αδυνατεί να συλλάβει τη «συλλογική» οργάνωση του κακού, του εγωιστικού συμφέροντος, δηλαδή της δομικής, οργανωμένης μορφής του εγωισμού, της πλεονεξίας, της δομικής μορφής της αδικίας. Υποστήριζε, σχετικά, ότι μόνο μια τέτοια θεώρηση μπορεί να προσεγγίσει αποτελεσματικά τα μεγάλα σημερινά παγκόσμια προβλήματα.
Η παραπάνω οπτική έχει μεγάλη σημασία για τη θεολογική προσέγγιση του καυτού θέματος της μετανάστευσης.
Παραπέμπει σε μια θεολογία που επαναπροσδιορίζεται ενώπιον των τεράστιων κοινωνικών αλλαγών, που δεν είναι αφηρημένη, ούτε χάνει το παρόν, αλλά αναφέρεται στην ανθρώπινη ύπαρξη, ασχολείται με τις κοινωνικές σχέσεις, προσπαθεί να υπηρετεί τον άνθρωπο απέναντι στις δυνάμεις που τον υποβαθμίζουν, τον υποτάσσουν και τον περιθωριοποιούν· αναζητεί να δημιουργήσει νέο παράδειγμα και προωθεί δράσεις αντίθετες προς τις κυρίαρχες. Η θεολογία αυτή είναι συγκεκριμένη, όπως και το Ευαγγέλιο είναι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό και μπορεί να δει το πρόβλημα όπως είναι, δηλαδή ως πολιτικό και κοινωνικό και γι’ αυτό πνευματικό (όπως θα γίνει σαφές παρακάτω), και όχι ως ατομικό ή πολιτισμικό. Είναι θέμα δομικής αδικίας.
Υπό αυτό το πρίσμα προϋποτίθεται οπωσδήποτε η σαφής γνώση των αιτίων που δημιουργούν και γιγαντώνουν τα μεταναστευτικά ρεύματα σήμερα και η ανάληψη πρωτοβουλιών για την εξάλειψή τους, ώστε να μη θεωρούνται τα θύματα και οι συνέπειες του κοινωνικού κακού ως αυτονόητα και φυσιολογικά στοιχεία της κοινωνίας.
Το φαινόμενο της (νέας) μετανάστευσης συνδέεται άμεσα με την πορεία και εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα της οικονομικής, με τη μορφή της αντίθετης στις χριστιανικές αρχές νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, που θέτει «τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο και το περιβάλλον». Στα όρια μιας σύντομης εισήγησης δεν μπορεί να γίνει εκτενής αναφορά στο πνεύμα, τη λογική και τα κύρια χαρακτηριστικά της  οικονομίας της αγοράς. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ενώ ευαγγελίσθηκε την κατάργηση των συνόρων, υψώνει «φράχτες» και σύνορα ανάμεσα σε κράτη, λαούς και κοινότητες, θρυμματίζει την κοινωνική συνοχή, δημιουργεί στρατιές ανέργων, κατεδαφίζει το κράτος πρόνοιας, κατασπαταλά τις πρώτες ύλες και εξαντλεί τους φυσικούς πόρους των φτωχών χωρών και των ιθαγενών προς όφελος των αναπτυγμένων χωρών, προκαλώντας μαζικές μεταναστεύσεις και πολέμους.
Εάν τα γενεσιουργά αίτια του μεταναστευτικού δεν αναζητηθούν στο παγκόσμιο κυρίαρχο σύστημα, εάν λείπει η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ενιαία κοινωνία και ταυτόχρονα αφεθούμε ως κοινωνία να αντιμετωπίσουμε την έλευση των μεταναστών, με δυσπιστία, φόβο και εχθρότητα, τότε το κενό θα το γεμίσει ο λαϊκισμός, με αιχμή μια εθνικιστική ιδεολογία που στηρίζεται στον αποκλεισμό, την ξενοφοβία και μια φαντασιακή ομοιογένεια. Τότε το κακό θα αναζητηθεί  στους μετανάστες και όχι στη ρίζα του.
Στην περίπτωση αυτή ακούγεται το σύνθημα «οι μετανάστες δημιουργούν και προκαλούν προβλήματα», άρα «είναι (το) πρόβλημα» (ξενοφοβική προσέγγιση). Σε αυτό αντιπαραβάλλεται η άποψη ότι «οι μετανάστες έχουν προβλήματα» (φιλελεύθερη, συμπονετική προσέγγιση). Δημιουργείται δηλαδή ένα απλουστευτικό και διπολικό,  διαχειριστικής λογικής, σχήμα με επίκεντρο την αντίληψη της μετανάστευσης ωςπροβλήματος.
 Με άλλα λόγια λειτουργεί ένα καθεστώς που θεωρεί τους μετανάστες ως αντικείμενο εγκληματοποίησης και δαιμονοποίησης ή ρατσιστικής εκμετάλλευσης από τη μια και αντικείμενο συμπόνιας και φιλανθρωπίας, από την άλλη.
Όπως είχε παρατηρηθεί πριν από χρόνια από τον Αθ. Μαρβάκη και επιβεβαιώνεται από τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, η ελληνική κοινωνία στην περίπτωση της αντιμετώπισης των μεταναστών «εξασκείται» (με τη διπλή έννοια: «εξασκεί το επάγγελμα», και «κάνει ασκήσεις» προκειμένου να …) και  εθίζεται σε επικίνδυνες πολιτικές και πρακτικές, οι οποίες υποσκάπτουν βασικά συστατικά του δημοκρατικού πολιτεύματος (κράτος δικαίου, κράτος πρόνοιας κ.λπ.). Ως ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού καθεστώτος μετανάστευσης διαφαίνεται η χρήση των μεταναστών ως «συλλογικό πειραματόζωο» (testing group) για την επιβολή, από τη μια, νέων μορφών και συνθηκών διαβίωσης, και για τη μέτρηση, από την άλλη, της κοινωνικής αντίστασης.
Η συνειδητοποίηση των παραπάνω πραγματικοτήτων και λειτουργιών εκ μέρους της θεολογίας και της Εκκλησίας είναι επείγουσα ανάγκη, γιατί θα βοηθούσε τα μέγιστα στη σωστή αποτίμηση του παρόντος, στο κοινωνικό και διακονικό έργο, αλλά και στην εν γένει παρουσία τους στον κόσμο με τον οποίο επιζητούν να διαλεχθούν.
Σε σχέση με το δίπολο που αναφέραμε παραπάνω, θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον να δούμε ποια πλευρά εκφράζει την Εκκλησία και τη θεολογία της. Η ξενοφοβική ή η συμπονετική, φιλανθρωπική; Αυτές περιορίζονται στην παραδοσιακή ελεημοσύνη ή επεκτείνονται και στα ζητήματα των δικαιωμάτων του ξένου και στην προσπάθεια για την κατάργηση αυτών των αιτίων που οδηγούν τους αποδέκτες της «φιλανθρωπίας» στο να την έχουν ανάγκη και να τη θεωρούν μάλιστα και φυσιολογική;
«Ακροβατώντας» ανάμεσα στην οικουμενικότητα και την εθνοκεντρικότητα, η Εκκλησία ως θεσμός φαίνεται να αντιμετωπίζει με αμφιθυμία τη νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα, όπως εκφράζεται από το μεταναστευτικό ζήτημα. Έχοντας επί μακρόν συνδεθεί με την ελληνική εθνική ταυτότητα, υποχρεώνεται από την παγκοσμιοποίηση και τη μετανάστευση πλέον να αντιμετωπίσει μια νέα μεταβατική κατάσταση που οδηγεί από την εθνο-πολιτιστική ομοιομορφία σε μια de facto πολυεθνική, πολυγλωσσική, πολυθρησκευτική και πολυπολιτισμική κατάσταση.
Στο σκηνικό αυτό, διαμορφώνονται πλέον τρεις στάσεις.
Στάση 1η. Μέσα σε αυτή την επώδυνη μεταβατική κατάσταση έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο ακραίες φοβικές αντιδράσεις, οι οποίες ακολουθώντας μια ουσιοκρατικού τύπου ανάγνωση και ερμηνεία της ελληνικής ταυτότητας θεωρούν πως αυτή θα είναι πάντα ελληνοχριστιανική και θα αντιπροσωπεύει τον ακατάλυτο δεσμό Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Σύμφωνα με αυτή τη στάση «οι μετανάστες είναι (το) πρόβλημα» και γίνεται λόγος για «λαίλαπα της μεταναστεύσεως», κίνδυνο του αποχριστιανισμού και απώλειας της ταυτότητας, ότι «Έλληνας γεννιέται κανείς και δεν γίνεται», «είμαστε πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα», και άλλα. Αυτή η στάση έρχεται σε αντίφαση με την οικουμενικότητα του ευαγγελικού λόγου και με το εκκλησιαστικό ήθος και του αφαιρεί την κοινωνική διάσταση, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα σε κριτήρια που στα μάτια του Χριστού ήταν ήσσονος σημασίας ή εμπόδιζαν και αλλοίωναν την έλευση και το περιεχόμενο της Βασιλείας του Θεού. Στρέφεται σε μια φαντασιακή αποχή από την κοινωνική πραγματικότητα και υποστηρίζει ότι οι χριστιανοί και η Εκκλησία δεν πρέπει να ασχολούνται με πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, παραβλέποντας ότι αυτή η ίδια η απόσταση είναι πολιτικό γεγονός επιθυμητό από ορισμένους ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Όταν «πολιτεύεται» φανερά, τότε συντάσσεται υπέρ του ενός άκρου του πολιτικού φάσματος.
Στάση 2η. Σε ένα άλλο επίπεδο, υπάρχουν Μητροπόλεις και ενορίες που οργανώνουν κοινωνικά δίκτυα βοήθειας και υποστήριξης των μεταναστών. Η υποστήριξη μπορεί να ποικίλει, από την προσφορά τροφής, ενδυμάτων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, νομικής συνδρομής, εκπαίδευσης μέχρι και ενός μηνιαίου αντιμισθώματος για να μετριαστούν οι πρώτες αντιδράσεις δυσπιστίας των Ελλήνων ιδιοκτητών. Αυτή η στάση εκφράζει την άποψη «οι μετανάστες έχουν προβλήματα», κινείται σε μικρο-κοινωνικό και μικρο-διακονικό θεραπευτικό (και όχι μακρο-διακονικό προληπτικό) επίπεδο. Ασκεί μια φιλανθρωπία του ελέους, αναντίρρητα αναγκαία, χωρίς όμως τη «συλλογική» οπτική γωνία του χριστιανισμού, που αναφέραμε στην αρχή. Περιορίζεται – αν δεν λείπει εντελώς – με άλλα λόγια, ο προφητικός κριτικός κοινωνικός λόγος και η ανάλογη δράση. Ο κίνδυνος εδώ είναι να λειτουργήσει η ελεημοσύνη ως άλλοθι συνειδήσεων και να συμβάλει στη διαιώνιση εκείνης της τάξης πραγμάτων που είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία των πηγών κοινωνικής δυστυχίας.
Βεβαίως, δεν μπορεί κανείς να μην επικροτήσει το έργο και την προσφορά ιδίως τα τελευταία χρόνια των ειδικών Υπηρεσιών και Επιτροπών της Ιεράς Συνόδου Κέντρο Συμπαραστάσεως Παλιννοστούντων Μεταναστών (1978), Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων (1994, ως διάδοχος κατάσταση της Υπηρεσίας Προσφύγων του ΠΣΕ από το 1949) Ειδική Συνοδική Επιτροπή Μεταναστών, Προσφύγων και Παλιννοστούντων(2006) - που συμμετέχουν στα Οικουμενικά και Ευρωπαϊκά διεκκλησιαστικά φόρα και προσεγγίζουν με διάφορους τρόπους, και με κριτική ανάλυση, το ζήτημα της μετανάστευσης προς την κατεύθυνση μιας πιο οργανωμένης και συστηματικής αντιμετώπισής του. Η δραστηριότητα και τα προγράμματα των παραπάνω επιτροπών τα τελευταία χρόνια υπερβαίνουν τη «φιλανθρωπική» στάση και παίρνουν τα χαρακτηριστικά της επόμενης, της τρίτης στάσης.
Στάση 3η. Στους αντίποδες της πρώτης στάσης και αντιμετωπίζοντας κριτικά τη δεύτερη, έχει αναδυθεί ένας θεολογικός λόγος, ο οποίος επιδιώκει την υπέρβαση από τη φιλανθρωπία του ελέους προς την ολοκληρωτική πρόσληψη του άλλου και την ετοιμότητα για αλληλεγγύη (στα ζητήματα των δικαιωμάτων του ξένου, της ισότιμης μεταχείρισης και της απόδοσης δικαιοσύνης με ισονομία). Απώτερος σκοπός είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και η μείωση εκείνων των κοινωνικών σχέσεων και συνθηκών, οι οποίες βοηθούν τους μεν να φαντασιώνουν τον εαυτό τους ως ισχυρούς «παροχείς» και υποβιβάζουν τους δε σε «ικέτες». Αυτή η στάση δεν εκφράζεται με την άποψη «οι μετανάστες έχουν προβλήματα», αλλά «έχουμε κοινά προβλήματα». Δεν λέει, όπως υπογραμμίζει με γλαφυρό τρόπο ο Χ. Σταμούλης,  «δος τω ξένω» αλλά «δος μοι τούτον τον ξένον» (κατά το Δοξαστικό του Όρθρου του Μ. Σαββάτου).
Εδώ προτάσσεται το χριστολογικό κριτήριο έναντι κάθε άλλου εθνικού, πολιτισμικού ή ταυτοτικού κριτηρίου, υποστηρίζοντας ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ανακόλουθη με το κήρυγμα και την πράξη του Χριστού – ο οποίος γεννήθηκε ως ξένος και μεγάλωσε ως μετανάστης και ως φυγάς – και να επιλέγει με τη σιωπή της ή με φοβικές αντιδράσεις της το στρατόπεδο των ισχυρών και όχι των αδυνάτων, των θυτών και όχι των θυμάτων. Επισημαίνεται πως για τον Χριστό δεν υπάρχουν όρια φυλετικά, εθνικά, θρησκευτικά στην έννοια του πλησίον, αλλά ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του ίδιου Πατέρα, καθώς πλησίον, σύμφωνα και με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, δεν είναι ο συμπατριώτης ή ο ομόθρησκος, αλλά ο κάθε άνθρωπος που έχει ανάγκη την αγάπη και την αλληλεγγύη μας. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, σύμφωνα με την παραβολή, κάθε άνθρωπος μέσω της αλληλεγγύης «γίνεται πλησίον» του οποιουδήποτε ανθρώπου, πάνω και πέρα από κάθε διάκριση, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.
Πρόκειται για μια θεολογική  πρόταση που δεν αντιπροσωπεύει μια θολωμένη από ηθικιστικές κανονικότητες αγάπη του πλησίον ούτε είναι «αθώα» γενικόλογη ή αόριστη, ουδέτερη και αδέσμευτη, αλλά τουναντίον τοποθετείται. Παίρνει το μέρος των φτωχών, των ξένων, των κατατρεγμένων, των αδυνάτων (ανέργων, κοινωνικά αποκλεισμένων), ώστε στο πρόσωπό τους να εικονίζεται ο ίδιος ο Χριστός. Στην περιγραφή της Τελικής Κρίσης ο Χριστός δεν ίσταται απλώς δίπλα στον πάσχοντα ξένο, αλλά γίνεται ο ίδιος ξένος. Λέγοντας ότι, όποτε περιθάλψουμε τον άσημο ξένο, περιθάλπουμε τον ίδιο, ο Χριστός δίνει το δικό του όνομα σε εκείνον που η κοινωνία τον αφήνει ανώνυμο. Είναι η κατεξοχήν μετάβαση στη θέση του άλλου, όχι απλώς η υποδοχή του ξένου ο οποίος έρχεται προς εμάς, αλλά και η μετάβασή μας στη ζωή του. Πρόκειται για την πρωτοβουλία της αλληλεγγύης, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Θ. Παπαθανασίου.
Η ετοιμότητα για αλληλεγγύη σχετίζεται με την «εμπαθητική» ικανότητα όχι απλώς να λυπάσαι τον άλλον, αλλά να κάνεις στοιχείο της δικής σου ζωής τη δική του εμπειρία. Η «εμπαθητική» ικανότητα ή αλλιώς ενσυναίσθηση, «empathy», βασίζεται στον χρυσό κανόνα: «Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτά να τους κάνετε κι εσείς· σ’ αυτό συνοψίζονται ο νόμος και οι προφήτες» (Μτ. 7,12).
H βιβλική κατανόηση της φιλο-ξενίας επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τη συνηθισμένη αντίληψη της προσφοράς βοήθειας και της γενναιοδωρίας απέναντι στους άλλους. Η Βίβλος μιλά για τη φιλοξενία πρωτίστως ως ένα ριζικό άνοιγμα προς τους άλλους, βασισμένο στη βεβαιότητα της αξίας όλων των ανθρώπων ως αμοιβαία ανοιχτοσύνη που υπερβαίνει τη διάκριση μεταξύ φιλοξενούντος (οικοδεσπότη)  και φιλοξενούμενου. Γι’ αυτό ο απ. Παύλος προτρέπει:  «Μην ξεχνάτε τη φιλοξενία, γιατί μ’ αυτήν μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, φιλοξένησαν αγγέλους. Να θυμάστε τους φυλακισμένους, σαν να είστε κι εσείς φυλακισμένοι μαζί τους, και όσους υποφέρουν, γιατί κι εσείς μπορείτε να βρεθείτε στη θέση τους» (Εβρ. 13,2-3). Εξάλλου, στην Παύλεια Θεολογία τονίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας του ανθρώπινου γένους («Εποίησεν τε εξ ενός αίματος παν γένος ανθρώπων κατοικείν επι παν το πρόσωπον της γης». Πράξ 17,26).
Σύμφωνα με αυτήν, λοιπόν, ο τραυματισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξαιτίας διακρίσεων και καταπίεσης δεν είναι πρόβλημα μόνο αυτών που τον βιώνουν αλλά όλων όσοι θέλουν να είναι άνθρωποι. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Τσιάκαλος, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελεί ένα αγαθό που ανήκει εξ αδιαιρέτου σε όλους τους ανθρώπους, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ένα απλό βιολογικό ον, αλλά κλείνει  μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα ως κοινωνία και ως πολιτισμό (οι πατέρες, όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, τον ονομάζουν «μικρόκοσμο»). Επομένως η προσβολή οποιουδήποτε ανθρώπου σημαίνει προσβολή ολόκληρης της ανθρωπότητας, και άρα σημαίνει προσβολή του καθένα μας και της καθεμιάς μας ξεχωριστά.
Αντίστοιχα, μπορούμε να πούμε πως σήμερα η φιλο-ξενία είναι ουσιαστικά θέμα δικαιοσύνης και έχει πολιτικές διαστάσεις. Και καθώς μία άλλη κεντρική βιβλική αντίληψη είναι ότι ο Θεός παρέδωσε τη Γη και την εμπιστεύθηκε σε όλους τους ανθρώπους, αυτοί οφείλουν να διαχειρίζονται και να  φροντίζουν από κοινού τον οίκο τους και να μοιράζονται με όλους τους συνανθρώπους τους τα αγαθά του (οικουμένη – οικονομία – οικολογία).
Συνεπώς, στο πρόσωπο των ανθρώπων που ζητούν ως πρόσφυγες ή μετανάστες προστασία και δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης στη χώρα μας, συναντούμε τα άλυτα μεγάλα προβλήματα της μιας και ενιαίας ανθρωπότητας. Είναι τα δικά μας προβλήματα, που δεν έχουμε το δικαίωμα να αποποιηθούμε προφασιζόμενοι ότι αφορούν άλλες χώρες και άλλους ανθρώπους, – «ξένους».
Εξάλλου, πολλά από τα προβλήματα που εξαναγκάζουν τους ανθρώπους στην προσφυγιά και τη μετανάστευση, ιδιαίτερα από τις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, είναι προϊόντα της παρελθούσας αποικιοκρατίας και σε μεγάλο βαθμό και της αδικίας που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με τη μορφή της νεο-αποικιοκρατίας. Με την έννοια αυτή, η αποδοχή των προσφύγων στη χώρα μας είναι ένα είδος αποκατάστασης της αδικίας και συμβάλλει στη συμφιλίωση μεταξύ των ανθρώπων (το θέμα αυτό έχει τεθεί εδώ και χρόνια στην Οικουμενική Κίνηση).
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι η τρίτη στάση δεν συνιστά αλλαγή πορείας αλλά αξιοποίηση ή δημιουργική συνέχεια της καθολικότητας και οικουμενικότητας που χαρακτηρίζει ξεκάθαρα τη χριστιανική παράδοση. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η πρακτική πολλών χριστιανών, συμπεριλαμβανομένων και μελών της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, δεν είναι στον ίδιο βαθμό ξεκάθαρη, παρά τις σαφείς, επίσημες και ομόφωνες πανορθόδοξες αποφάσεις. Η Ορθόδοξη θεολογία και η Εκκλησία στον τόπο μας, διακατεχόμενες από εθνικές και κοινωνικές βεβαιότητες, από την ασφάλεια της εθνικής κληρονομιάς και την αυτάρκεια του πολιτισμού μας, δεν μπόρεσαν να ασκήσουν σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο το κριτικό-προφητικό τους λειτούργημα, στο βαθμό που το έκαναν σε παγκόσμιο χριστιανικό επίπεδο (και) εξαιτίας της συμμετοχής τους στην Οικουμενική Κίνηση.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ η επισήμανση της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης στο Chambésy (1986), η οποία συνοψίζει τη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας για τα θέματα που μας απασχολούν, ότι η φτώχεια, η πείνα, η οδύνη, η άδικη και συχνά εγκληματική κατανομή και διαχείριση των υλικών αγαθών, που παρατηρείται σε πολλά μέρη του κόσμου και αποτελούν τις κύριες αιτίες μετανάστευσης «όχι μόνο απειλούν το θείο δώρο της ζωής ολόκληρων λαών…, αλλά και συντρίβουν ολοκληρωτικά το μεγαλείο και την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου… Προσβάλλουν όχι μόνο την εικόνα του Θεού στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος σαφώς ταυτίζει τον εαυτό του με τον [ξένο], τον πεινασμένο και φτωχό άνθρωπο (Μτ 25,40)…». Γι’ αυτό οποιαδήποτε «αδράνεια και αδιαφορία του κάθε χριστιανού και της Εκκλησίας γενικότερα μπροστά στο τρομακτικό σύγχρονο φαινόμενο της πείνας ολόκληρων λαών, θα ταυτιζόταν με προδοσία του Χριστού και με απουσία ζωντανής πίστης. Γιατί, η μέριμνα για τη δική μας τροφή είναι συχνά θέμα υλικό, η μέριμνα για την τροφή του συνανθρώπου μας είναι θέμα και πνευματικό (Ιακ 2,14-18)… Η πίστη στο Χριστό χωρίς διακονική αποστολή χάνει τη σημασία της… Κάθε άλλη προσπάθεια να δούμε το Χριστό ως πραγματική παρουσία, χωρίς υπαρξιακή σχέση με αυτόν, ο οποίος χρειάζεται βοήθεια, δεν  είναι τίποτα άλλο από απλή θεωρία…». Στο ίδιο πανορθόδοξο κείμενο δηλώνεται σε σχέση με τις φυλετικές και λοιπές διακρίσεις: «Η Ορθοδοξία καταδικάζει χωρίς επιφύλαξη το απάνθρωπο σύστημα των φυλετικών διακρίσεων και την ιερόσυλη διακήρυξη για δήθεν συμφωνία του με τα χριστιανικά ιδεώδη… Η Ορθοδοξία ομολογεί ότι κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλής, εθνικότητας, γλώσσας, είναι φορέας της εικόνας του Θεού, αδελφός ή αδελφή μας, ισότιμο μέλος της ανθρώπινης οικογένειας».
Στην ίδια ακριβώς γραμμή, ακούγονται φωνές θεολόγων και κληρικών, οι οποίοι ζητούν από τη διοικούσα Εκκλησία στην Ελλάδα να σταματήσει να συντηρεί θρησκευτικότητες βάναυσα αντίθετες προς το ευαγγέλιο και να πάρει σαφή θέση καταδικάζοντας το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, γιατί βρίσκονται  στον αντίποδα του Χριστιανισμού (status confessionis=ζήτημα ομολογίας της πίστης). Είναι η ίδια πεποίθηση, η οποία σχετικά με τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις της Εκκλησίας στις σχέσεις της με τους ισχυρούς, πιστεύει «πως είναι προτιμότερο αυτή να κλείσει, αν χρειαστεί, τα ιδρύματα και τα φιλόπτωχα ταμεία της, παρά το στόμα της» (Αλ. Παπαδερός).
Είναι μία οπτική, η οποία επισημαίνοντας ότι ο Θεός της Βίβλου, ο Θεός που σαρκώθηκε, είναι ο Θεός της αγάπης, της αλληλεγγύης και της ανθρώπινης απελευθέρωσης, μπορεί να συναντηθεί με την κριτική θεωρία που απορρίπτει  την ειδωλολατρία των «θεών του ουρανού και της γης» εν ονόματι των οποίων «ο άνθρωπος ταπεινώνεται, υποδουλώνεται, εγκαταλείπεται, περιφρονείται» (K. Marx).
Καταλήγοντας, αυτό που έχει σημασία να υπογραμμιστεί είναι ότι ακόμη και αν υπάρχουν διαφορετικές θεμελιώσεις και κοσμοθεωρητικές αφετηρίες, αυτό που μπορεί να βοηθήσει σε ευρύτερες συμφωνίες είναι η αποδοχή κοινών κριτηρίων και αξιών. Η προσήλωση στο αγαθό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στο στόχο «της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο» είναι πιο σημαντική από την κοσμοθεωρητική θεμελίωση με βάση την οποία οδηγούνται οι άνθρωποι στη στάση τους αυτή.
Η προσήλωση στο μείζον, η καλλιέργεια της προσδοκίας για καταπολέμηση του κακού στη ρίζα του δεν μπορεί βεβαίως να οδηγεί στην απόρριψη του «φιλανθρωπικού» έργου και των πρακτικών πρωτοβουλιών που πράγματι συμβάλλουν στην ανακούφιση των μεταναστών, στην άμβλυνση του πόνου τους, βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, σώζουν ακόμη και ζωές.
Ωστόσο το πρόβλημα θα αντιμετωπίζεται μερικώς και θα διαιωνίζεται εάν δεν αποκαλύπτονται οι αιτίες που δημιουργούν τις συνθήκες που οδηγούν στη μετανάστευση και ταυτόχρονα δεν γίνεται προσπάθεια για την κατάργηση αυτών των αιτίων που οδηγούν τους αποδέκτες της «φιλανθρωπίας» στο να την έχουν ανάγκη και να τη θεωρούν μάλιστα και φυσιολογική.
Εν τέλει χρειάζεται να ακολουθηθεί η «δίκοπη πολιτική» που έχει περιγράψει ο ιστορικός και κοινωνιολόγος Immanuel Wallerstein και ταιριάζει με την εσχατολογική οπτική της Εκκλησίας και της θεολογίας: «Από τη μια μεριά, πάντα να παλεύουμε για το μικρότερο κακό – βραχυπρόθεσμα, εντελώς βραχυπρόθεσμα, γιατί ο κόσμος ζει πάντοτε στο σήμερα… Και πάντοτε υπάρχει το μικρότερο κακό. Πρέπει όμως συνάμα να κρατούμε το βλέμμα καρφωμένο στο μεγάλο παιχνίδι – τι λογής κόσμο θέλουμε να φτιάξουμε».
Επιλογή βιβλιογραφίας
Αγουρίδης, Σ., Οράματα και Πράγματα, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1991.
Duchrow, U, «Η πνευματικότητα των κοινωνικών συμπράξεων: Για την απελευθέρωση της νεωτερικότητας από τον ολέθριο εργαλειακό ατομισμό», στο Βιβλική Θεολογία της απελευθέρωσης, πατερική θεολογία και αμφισημίες της νεωτερικότητας, Π. Καλαϊτζίδης (επ.), εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2012, 221-256.
Καλαϊτζίδης, Π., Ορθοδοξία και Ελληνισμός στη σύγχρονη Ελλάδα. Περιπέτειες και διαδρομές μιας αμφιλεγόμενης σχέσης, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2012.
Μαρβάκης, Αθ., «Κοινωνική ένταξη ή κοινωνικό απαρτχάιντ», στο Μ. Παύλου, Δ. Χριστόπουλος (επ.), Η Ελλάδα της μετανάστευσης. Κοινωνική συμμετοχή, δικαιώματα και ιδιότητα του πολίτη, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2004, 88-120.
Παπαγεωργίου, Ν., Θρησκεία και ΜετανάστευσηΗ κοινότητα των Σιχ στην Ελλάδα,εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2011. 
Παπαθανασίου, Θ., «Ο ξένος που δέχομαι, ο ξένος που γίνομαι», στο περιοδικόΠλανόδιον 48, Ιούνιος 2010 (πλήρες κείμενο και στο ιστολόγιο του Ανδρέα Αργυρόπουλου Θεολογία Μεσοπέλαγα).
Παπαθανασίου, Θ., «Φίλοι της Αριστεράς, μην κατεβάζετε τον σκούφο πάνω στα μάτια!», εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», Σάββατο 20-10-2012, σ. 22.
Παπαντωνίου, Αν., «Πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελλάδα. Όψεις εκκλησιαστικής διακονίας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», www.ecclesia.gr/greek/…/metanastes/papantoniou_052010.pdf.
Πέτρου. Ι, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη22005.
Σταμούλης, Χ.,  Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Προλογίζει ο Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος, (Σειρά: Προσεγγίσεις στο αυτονόητο), εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2010. 
Τσιάκαλος, Γ., «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κοινωνικός αποκλεισμός και εκπαίδευση στην Ευρώπη», στο Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρώπη, Ελένη Σπανού (επ.), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, 49-68.
Τσιάκαλος, Γ., Οδηγός Αντιρατσιστικής Εκπαίδευσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
Wallerstein, Imm., Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στη Ανάλυση των Κοσμοσυστημάτων, (επιμέλεια – μετάφραση – επίμετρο Σπ. Μαρκέτος), εκδ. θύραθεν, Αθήνα 2009.

http://blogs.auth.gr/moschosg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου