Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Αθανασίου Βλέτση:Επιστροφή στην Ορθοδοξία; Ποιό είναι το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για την Ορθόδοξη Εκκλησία;




Η ομιλία του καθηγητή του Τμήματος Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου Αθανασίου Βλέτση στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη
Το κείμενο του κ. Αθ. Βλέτση δημοσιεύεται σε πρόχειρη μορφή (draft), χωρίς τις υποσημειώσεις, οι οποίες θα προστεθούν σε μελλοντική γραπτή δημοσίευση του παρόντος.
1. Εισαγωγικά: Οικουμενική κίνηση σε απορία;
Ο λόγος για μια εποχή χειμώνα που διέρχεται η οικουμενική κίνηση έχει από καιρό τώρα γίνει σλόγκαν που επαναλαμβάνεται σε πλείστες όσες θεολογικές οικουμενικές συνάξεις: με την έκφραση αυτή καταγράφεται καταρχήν η στασιμότητα στην πορεία των οικουμενικών συνομιλιών, αλλά πάνω από όλα διατυπώνεται η απορία γύρω από το ποιοί είναι οι επόμενοι στόχοι που θα πρέπει να κατακτήσει η οικουμενική κίνηση. Έχοντας πίσω της περίπου 100 έτη  γενικότερων καρποφόρων οικουμενικών αναζητήσεων, 60 τουλάχιστο χρόνια συγκεκριμένων και εντατικών βημάτων οικουμενικής συνδιαλλαγής μέσω των πολυμερών διαλόγων με βάση την Πλατφόρμα του ΠΣΕ και 30 και πλέον έτη εντατικών διμερών διαλόγων, έντονος γίνεται ο προβληματισμός για την αδυναμία να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι επόμενοι στόχοι. Έτσι οι πολλές δίχως άλλο επιτυχίες που έχει καταγράψει στο ενεργητικό της η οικουμενική κίνηση κινδυνεύουν να γίνουν «μπούμερανγκ», αφού οι δάφνες του παρελθόντος τείνουν πια να στεγνώσουν όλως διόλου -χάνοντας έτσι και τα όποια αρώματα ακόμη τις είχαν απομείνει- και νέες δύσκολα κάνουν την εμφάνισή τους στο στίβο των οικουμενικών σταδίων, δίνοντας εύκολη τροφή σε κάθε λογής αντίθετες δυνάμεις, οι οποίες δρώντας σύμφωνα με το ρητό «πόλεμος πατήρ πάντων», συναγωνίζονται να αναπαράγουν κάθε είδους στερεότυπα απόρριψης και άρνησης του οράματος της ένωσης των Εκκλησιών. Η απορία για το μελλοντικό δρόμο που πρέπει να βαδίσει η οικουμενική κίνηση συνοψίζεται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στην αδυναμία του εναρμονισμού των διάφορων μοντέλων ενότητας, τα οποία φαίνεται να εκπροσωπούν οι Εκκλησίες και οι θεολογίες τους.  Έτσι ενώ για μια μεγάλη μερίδα Εκκλησιών που προέρχονται από τους κόλπους της Μεταρρύθμισης η εκκλησιαστική ενότητα βιώνεται ως ήδη παρούσα μέσα σε μια συμφιλιωμένη διαφορετικότητα και γίνεται αντιληπτή με την μυστηριακή διακοινωνία, την ευχαριστιακή δηλ. κοινωνία των συμμετεχόντων, και με τη βασική συνεργασία τους σε ουσιώδεις άξονες κοινής πορείας και δράσης στον κόσμο, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες τοποθετούν κατά κανόνα στο πολύ μακρινό μέλλον την ιδέα της κοινής ευχαριστιακής κοινωνίας, ως του ακροτελεύτιου επιστεγάσματος μιας πορείας ενότητος που θέλει να αγκαλιάσει όσον δυνατόν περισσότερες μορφές εκκλησιαστικής έκφρασης και λειτουργίας, οι οποίες όμως δεν έχουν ποτέ προσδιοριστεί δεσμευτικά και με ακρίβεια. Η ΡΚαθολική Εκκλησία από τη μεριά της φαίνεται να διαφοροποιεί τη στάση της απέναντι στους άλλους δύο συνομιλητές της: ενώ για τους Ορθοδόξους αναγνωρίζει τη δυνατότητα -έστω κάτω από κάποιες προϋποθέσεις- μιας μυστηριακής διακοινωνίας, αφού τους αναγνωρίζει την εγκυρότητα των μυστηρίων και την αποστολική διαδοχή, στις Εκκλησίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση αρνείται και αυτόν τον χαρακτηρισμό τους ως Εκκλησίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως εξαρτά την τελική ενότητα μαζί της (και έτσι την ενότητα σε μια Καθολικότητα της Εκκλησίας) από την ετοιμότητα των συνομιλητών της να δεχθούν το πετρίνειο αξίωμα εξουσίας του Επισκόπου της Ρώμης, έστω κι αν αυτό επίσης δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια σε τι ακριβώς θα δεσμεύει τις άλλες Εκκλησίες. Τα διαφορετικά μοντέλα ενότητας που εκπροσωπούν οι διάφορες χριστιανικές οικογένειες, αποτελούν το δίχως άλλο αντανάκλαση και της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας τους.  Έτσι η αναζήτηση των μοντέλων ενότητας βαδίζει παράλληλα με την πιστοποίηση της εκκλησιολογικής ταυτότητας των επιμέρους Εκκλησιών και τη σχέση τους με την Εκκλησία του Χριστού.
Στην παρούσα εισήγηση δεν μπορούμε να καταγράψουμε με λεπτομέρειες την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία και φυσικά αναλυτικότερα τα μοντέλα ενότητας που φαίνεται να εκπροσωπούν οι τρεις μεγάλες χριστιανικές Ομολογίες, η Ορθόδοξη, η ΡΚαθολική και η Προτεσταντική. Ωστόσο είναι απαραίτητη η επιγραμματική έστω  αναφορά στα μοντέλα που υιοθετούνται από τις άλλες Εκκλησίες, πράγμα που θα αποτελέσει το αντικείμενο του 2. κεφαλαίου της παρούσας εισήγησης, μετά από αυτή την εισαγωγή. Σε ένα 3. κεφάλαιο θα καταγράψουμε βασικές εκκλησιολογικές συντεταγμένες της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, ενώ σε μια τελευταία 4. ενότητα θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε κάποιες προτάσεις για το μέλλον.
2. Τα διαφορετικά εκκλησιολογικά μοντέλα των Δυτικών Εκκλησιών 
2.1. Το εκκλησιολογικό μοντέλο της ΡΚαθολικής Εκκλησίας: η περιεκτική Εκκλησιολογία;
Στη χρονιά που πέρασε (2012) γιορτάστηκε σε πολλές χώρες Δ.Ευρώπης η 50ετία από την έναρξη της Β´Βατικανής Συνόδου (1962), η οποία για πολλούς ΡΚαθολικούς θεολόγους σηματοδότησε μια κοπερνίκεια στροφή για την Καθολική Εκκλησία. Αιχμή του δόρατος σε μια νέα διατύπωση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της ΡΚαθολικής Εκκλησίας υπήρξε η Δογματική Διακήρυξη περί Εκκλησίας (Lumen Gentium) και συγκεκριμένα η 8η παράγραφός του, στην οποία φαίνεται να εισάγεται ένας κάποιος δυισμός ανάμεσα στην Εκκλησία του Χριστού και την ΡΚαθολική Εκκλησία: η πρώτη «πραγματώνεται» (ή υφίσταται, ή ενυπάρχει ή έχει την συγκεκριμένη ύπαρξη: η ερμηνεία και μόνο του σχετικού και περιβόητου όρου subsistit έχει γεμίσει αρκετούς τόμους) στην ΡΚαθολική Εκκλησία χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα, εξισωτικά μαζί της. Με τον τρόπο αυτό η ΡΚαθολική εκκλησία φαίνεται πρόθυμη να αναγνωρίσει στοιχεία εκκλησιαστικότητας και στις άλλες εκκλησίες, τα οποία μάλιστα και μπορούν να συμβάλλουν στο έργο της σωτηρίας των πιστών. Η εκκλησιολογία της Β´ Βατικανής ανανέωσε έτσι την ελπίδα της αναγνώρισης των άλλων εκκλησιών ως Εκκλησιών. Ωστόσο η ΡΚαθολική Εκκλησία δεν έπαψε σε καμία περίπτωση να επαναλαμβάνει σε διαφόρους τόνους ότι η εδραίωση της καθολικότητας της Εκκλησίας πραγματώνεται μόνο μέσα από την κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως τον καθοριστικό παράγοντα και εγγυητή της ενότητας του χριστιανικού πληρώματος. Η ελπίδα που άφηνε η εκκλησιολογία της Β´ Βατικανής να διαλεχτεί με τις άλλες Εκκλησίες δεν μπόρεσε ωστόσο στα τελευταία χρόνια, και συγκεκριμένα μετά το 2000 να επαληθευτεί, καθώς η ΡΚαθολική Εκκλησία φαίνεται να ερμηνεύει και πάλι με μια στενή οπτική τη Β´ Βατικανή σύνοδό της: έτσι το περίφημο susbistit αφήνει να φανούν τα συστημικά του κενά, καθώς σε νεώτερα κείμενά του (το 2000 και το 2007) το Βατικανό εγκαταλείπει την αρχή των «αδελφών Εκκλησιών», πριμοδοτώντας την αρχή της μητέρας Εκκλησίας και των θυγατέρων της, με ορατό κίνδυνο το μοντέλο ενότητας της ΡΚαθολικής Εκκλησίας να ταυτιστεί με το μοντέλο της επιστροφής των θυγατέρων στους μητρικούς κόλπους, οι οποίοι και μόνοι μπορούν να εγγυηθούν την ενότητα.
2.2. Το εκκλησιολογικό μοντέλο του Προτεστατικού κόσμου:
Αποτελεί σίγουρα απλούστευση, ωστόσο νομίζουμε όχι λανθασμένη, αν θα θέλαμε να συγκεφαλαιώσουμε το ευαγγελικό μοντέλο ενότητας των Ευαγγελικών Εκκλησιών στην έκφραση της συμφιλιωμένης διαφορετικότητας (versöhnte Verschiedenheit). Οι Εκκλησίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση ξεπερνώντας τις καθόλου ευκαταφρόνητες δικές τους υποδιαιρέσεις του παρελθόντος, όπως ιδιαίτερα εκείνες μεταξύ των Μεταρρυθμισμένων (Καλβινιστών) και των Λουθηρανικών Εκκλησιών βρήκαν (μαζί με διάφορες Ελεύθερες ευαγγελικές Εκκλησίες) μια πλατφόρμα ενότητας η οποία τις επιτρέπει την εκατέρωθεν αναγνώριση των μυστηρίων και των ιερατικών αξιωμάτων. Στην Ευρώπη η πλατφόρμα αυτή εκφράστηκε στην Commutity of Protestant Churches in Europa – CPCE.
Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο με το μοντέλο της συμφιλιωμένης διαφορετικότητας είναι πού τελειώνει η συμφιλίωση και πού αρχίζει η διαφορετικότητα, η οποία δεν επιτρέπει τη μυστηριακή διακοινωνία: Οι Ορθόδοξοι θα έθεταν το δίχως άλλο το ερώτημα για το πόσο θεμιτή είναι ή πόσο μακριά μας οδηγεί η διαφορετικότητα π.χ. της χειροτονίας των γυναικών και της αναγνώρισης (μάλιστα σε πλείστες όσες τοπικές εκκλησίες και με σχετική ιερολογία) της ένωσης ομόφυλων ζευγαριών.
3. Το ορθόδοξο εκκλησιολογικό μοντέλο: Επιστροφή στην Ορθοδοξία;
Η ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως τουλάχιστο αυτή καταγράφεται και μαρτυρείται στα επίσημα κείμενα των ορθοδόξων εκκλησιών που έχουν κατατεθεί είτε σε οικουμενικούς είτε σε πανορθόδοξους διαλόγους, δεν φαίνεται να αφήνει περιθώρια για ένα δυισμό ανάμεσα σε μια ιδεατή εικόνα της Καθολικότητας της Εκκλησίας του Χριστού και στη συγκεκριμένη, ορατή και ιδρυματική της έκφραση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. «Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μία, αγία, Καθολική και αποστολική Εκκλησία που ομολογούμε στο σύμβολο της πίστης» (Γ´ προσυνοδική πανορθόδοξη διάσκεψη στη Γενεύη, 1986) ή με τη δραστικότερη έκφραση των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στην Γ´ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ το 1961: «Για τους Ορθόδοξους η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ακριβώς η Εκκλησία». Ωστόσο η γενική και φαινομενικά για τρίτους υπεροπτική στην εκφορά της διατύπωση αυτή γίνεται κάπως συγκεκριμένη, όταν αναλύονται επί μέρους στοιχεία της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων. Η βεβαιότητα της αλήθειας της Ορθοδοξίας ως της Εκκλησίας του Χριστού εδράζεται στην πολλαπλή πιστοποίηση της ταυτότητάς της με την αδιαίρετη Εκκλησία της Α´ χιλιετίας: «η αδιάσπαστη και συνεχής αποστολική διαδοχή και η διαδοχή της ιερατικής διακονίας συνιστούν ουσιώδη, συστατικά και γι αυτό δεσμευτικά στοιχεία της εκκλησιολογικής της ταυτότητας» (1961).  Έτσι αυτό που απομένει στις άλλες Ομολογίες είναι να βρουν το δρόμο της επιστροφής «στο κοινό παρελθόν» (1961) ή με μια δραστικότερη έκφραση ενός παλιότερου κειμένου (Οhio, 1957), να βρουν το δρόμο της επιστροφής στους «κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία διαφύλαξε την ουσιαστική της ταυτότητα με τον αρχέγονο Χριστιανισμό».  Ωστόσο δεν γίνεται ούτε στα παλαιότερα αυτά κείμενα ούτε σε άλλα νεότερα σαφές τί ανήκει πραγματικά στα «σπουδαία αναλλοίωτα στοιχεία» της εκκλησιαστικής ζωής, τα οποία οι άλλοι καλούνται να επαναποκτήσουν και ποιες είναι οι φόρμες που υπόκεινται σε αλλαγή, καθόσον είναι δημιουργήματα ιστορικών συγκυριών.  Η Ορθόδοξη Εκκλησία μάλιστα αποφεύγει να αποφανθεί για το εκκλησιαστικό Status των άλλων μη Ορθοδόξων Εκκλησιών,  αφού συνδέοντας την εκκλησιαστική ταυτότητα των άλλων με το ερώτημα για την σωτηριολογία εκτός των ορίων της Ορθοδοξίας παραπέμπει την απάντηση στην κρίση του Θεού.  Αν κάποιος πάντως θα ήθελε να έχει ένα συγκεκριμένο δεσμευτικό κατάλογο σημείων τα οποία οι Ορθόδοξοι θέτουν ως προαπαιτούμενα για την ενότητα τότε η σύγχυση θα ήταν  μεγάλη, αφού η ψαλίδα των σημείων αυτών που οι ετερόδοξοι θα πρέπει να αποδεχτούν προκειμένου να επιτευχθεί η ενότητα με την Ορθοδοξία φθάνει από το Φιλιόκβε (εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό) και τα παπικά δόγματα (του πρωτείου και του αλαθήτου) μέχρι τη διδασκαλία για τις άκτιστες ενέργειες και το καθαρτήριο πυρ. Περιττόν βέβαια να παρατηρήσουμε ότι και στα σημεία αυτά δεν υπάρχει μία και η αυτή κατανόηση και δεσμευτική ερμηνεία  μεταξύ των ιδίων των Ορθοδόξων.
Οι σχετικοί όροι που εκφράζουν την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας έχουν πάντως γνωρίσει διαφοροποιήσεις, προϊούντος του οικουμενικού διαλόγου. Έτσι η αξίωση των Ορθοδόξων ότι αποτελούν τον «φορέα και τον μάρτυρα της πίστης και της παράδοσης της μίας, αγίας Καθολικής Εκκλησίας» (1986, b 1), αξίωση την οποία φυσικά ο ομιλών και ενστερνίζεται, μπορεί νομίζω να κατανοηθεί όχι με την αποκλειστικότητα (exklusiv) που αποκλείει τους άλλους, αλλά με εκείνη την ανοικτότητα, που προσκαλεί όλους για μια νέα από κοινού, δημιουργική ανακάλυψη των κοινών ριζών που μπορούν να μπολιάσουν καρποφόρα τις συντεταγμένες πορείας, καθοδόν προς μια νέα κοινωνία των χριστιανικών εκκλησιών στην τρίτη τους χιλιετία.  Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι και οι Ορθόδοξοι αποτελούν μια κοινωνία Εκκλησιών με κοινές μεν συντεταγμένες σε βασικά σημεία δόγματος, λατρείας, και εκκλησιαστικής τάξεως αλλά και με όχι λίγες διαφοροποιήσεις: αφενός σε σχέση προς την αρχέγονη εκκλησία, την εκκλησία πριν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου -διαφοροποιήσεις που δεν διέσπασαν ωστόσο την οργανική συνέχεια εκκλησιαστικού βίου-, αφετέρου σε επιμέρους πτυχές του δικού τους εσωτερικού βίου: το κυριότερο δε με ανοικτό ακόμη τον τρόπο της δικής τους συνοδικής διακοινωνίας και της λήψης αποφάσεων, όπως καταδεικνύει η αδυναμία στην πορεία σύγκλισης της Πανορθοδόξου Συνόδου, πράγμα που τους κρατά ομήρους του παρελθόντος τους και σίγουρα όχι πειστικούς συνομιλητές, στην κλήση προς τις άλλες Εκκλησίες για επιστροφή στην αδιαίρετη παράδοση και στην ίδια την Ορθοδοξία.
4. Όραμα πορείας των χριστιανικών εκκλησιών στην τρίτη χιλιετία: δημιουργία ομόκεντρων διευρυμένων κύκλων 
Μια δημιουργική πορεία προς την τρίτη  χιλιετία σίγουρα δεν μπορεί να αγνοήσει την δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας. Βαρύτητα το δίχως άλλο αποκτούν εκείνες οι φόρμες στη διδασκαλία και στην καθημερινή πράξη, οι οποίες διαμορφώθηκαν από κοινού στις μεγάλες οικουμενικές συνόδους της Α´χιλιετίας και πάνω από όλα το σύμβολο της Β´ Οικουμενικής συνόδου.  Στον πυρετό των διμερών και πολυμερών οικουμενικών διαλόγων, στους οποίους όχι σπάνια οι επίσημες επιτροπές επιδίδονται σε μια εφ᾽ όλης της ύλης εξέταση της διδασκαλίας των Εκκλησιών τους, επιχειρώντας την σύνταξη ενός εκτενέστατου και αναλυτικότατου εγχειριδίου δογματικής (και όχι μόνο, αλλά και λειτουργικής και βιβλικής θεολογίας), -το οποίο είναι πολύ αμφίβολο αν με τρόπο δεσμευτικό διαθέτει η κάθε μια εκκλησία για τα δικά της μέλη (ένας είδος αναλυτικής κατήχησης)-, παραθεωρείται το γεγονός ότι η κοινή πίστη στην Α´χιλιετία εκφράστηκε μέσα από πολύ συγκεκριμένα, συνοπτικά κείμενα που έχουν μείνει στην ιστορία των οικουμενικών συνόδων ως όροι ή σύμβολα πίστης. Θα ήταν σίγουρα χρήσιμο η από κοινού σύνταξη ενός συνοπτικού ει δυνατόν εγχειριδίου κατήχησης για τους πιστούς, και σίγουρα θα αποτελούσε υποθήκη για την αξιοπιστία των χριστιανικών Εκκλησιών η από κοινού τοποθέτηση και συστράτευσή τους για μια σειρά προβλημάτων που αφορούν τον πολυσχιδή και τόσο σύνθετο σύγχρονο ανθρώπινο βίο, π.χ. από τα προβλήματα της βιοηθικής μέχρι τα προβλήματα περιβάλλοντος. Ωστόσο αυτό ακριβώς αποτελεί το ζητούμενο: δηλαδή η σε κάθε εποχή  εκ νέου αναζήτηση και επαναβεβαίωση της έκφρασης του κοινού οράματος των Χριστιανών, όχι όμως το προαπαιτούμενο για την επίτευξη εκείνης της μορφής ενότητας που αποτελεί έκφραση της κοινής μαρτυρίας των Εκκλησιών που προσκαλούν τον κόσμο να πιστέψει (πρβλ. Ιωαν 17,18εξ.: ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας). Ποιό είναι λοιπόν το μοντέλο ενότητας των Εκκλησιών για το εγγύς μέλλον;
Προσωπικά θα το περιέγραφα ως μια ανοικτή Κοινωνία Εκκλησιών, η οποία με κέντρο την ευχαριστιακή ενότητα θα έγγραφε ολοένα και μεγαλύτερους ομόκεντρους κύκλους στην πορεία της προς τη Βασιλεία του Θεού. Η από κοινού συμμετοχή στο μυστήριο της ευχαριστίας είναι σίγουρα μια ύψιστη έκφραση της κοινωνίας των πιστών στο σώμα του Χριστού, όχι όμως η μοναδική έκφραση της μαρτυρίας της πίστης, η οποία καλείται να σαρκώνεται και σε πολλές άλλες μορφές κοινού βίου, «για να ζήσει ο κόσμος». Φοβάμαι ότι με τη μέθοδο που ακολουθούμε στον οικουμενικό διάλογο, αφήνοντας τη Θεία Κοινωνία ως τελευταίο κρίκο σε μια μακρά ατέλειωτη αλυσίδα αναζήτησης ενότητας σε ποικίλους όσους, εν πολλοίς δε και νεώτερους δογματικούς και άλλους κανόνες πίστης εργαλειοποιούμε την Θεία Κοινωνία για να πετύχουμε τη μέγιστη κοινή έκφραση εκκλησιαστικής ζωής. Δεν θα ήταν ίσως χρησιμότερο να σκεφτούμε ότι θα αρκούσε η κοινή αποδοχή των βασικών όρων πίστεως, όπως αυτοί εκφράστηκαν σε οικουμενικές συνόδους της αδιαίρετης εκκλησίας, ώστε να καταστεί δυνατή η μυστηριακή διακοινωνία; Εδώ θα ήταν απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι στα κείμενα των επισήμων διμερών διαλόγων, τους οποίους διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία με πλείστες όσες Εκκλησίς (ΡΚαθολική, Παλαιοκαθολική, Αγγλικανική, Λουθηρανική, Μεταρρυθμισμένη και τις αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες) οι επτά οικουμενικές σύνοδοι έχουν γίνει δεσμευτικά αποδεκτοί (με εξαίρεση ίσως τους Προχαλκηδονίους, οι οποίοι αποδέχονται ωστόσο τη διδασκαλία των Οικουμενικών συνόδων). Προαπαιτείται βέβαια ότι σύμφωνα με την αρχή της βασικής συναίνεσης (konsensus), που διέπει την λειτουργία των Εκκλησιών στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (ΠΣΕ), δεν θα εγείρει κάποια Εκκλησία «ζητήμα πίστεως» (status confessionis) σε νεώτερες εξελίξεις που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, αφού θα έθιγαν την ίδια την υπόσταση της πίστης στον εν Τριάδι αποκεκαλυμμένο Θεό. Ωστόσο η εφαρμογή αυτής της μεθόδου θα πρέπει να περιοριστεί σε εκείνα τα απολύτως απαραίτητα και δεσμευτικά, τα οποία διασαλεύουν την κοινή έκφραση ώστε να μαρτυρηθεί η κοινή πίστη, και τα οποία θα αποτελούσαν status confessionis στην αρχαία εκκλησία.  Η αναζήτηση της κοινής συνισταμένης σε πλείστα όσα νεώτερα προβλήματα, από την τοποθέτηση σε μια σειρά ζητημάτων κοινωνικής διακονίας και ευθύνης μέχρι την κοινή έκφραση της ενότητας και εκπροσώπησης από συνοδικά και άλλα εκκλησιαστικά όργανα θα αποτελούν κάθε φορά τους νέους επιμέρους στόχους οι οποίοι θα αυξάνουν τους κύκλους που θα γράφει η Εκκλησία μέχρι να ολοκληρωθεί στο μεγάλο Κύκλο της Βασιλείας του Θεού που θα αγκαλιάσει όλους και όλα, «ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (1 Κορ 15, 28). Οι χριστιανοί πρέπει να έχουν μάθει ωστόσο, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, να μη ταυτίζουν τα όρια της Βασιλείας του Θεού με τα όρια της Εκκλησίας τους. Κάτω από το πρίσμα αυτό κάθε εποχή μπορεί να γίνεται εποχή νέας ανθοφορίας και καρποφορίας και οι καρποί του αγίου Πνεύματος σίγουρα δεν μπορούν να περιορίζονται από τις καιρικές συνθήκες: και μέσα στη βαρυχειμωνιά η πίστη των Χριστιανών ανθεί και φέρει κι άλλην.


http://blogs.auth.gr/moschosg/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου