Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Πρωτ. Βασιλείου Θερμού:Η αντιμετώπιση της «εκκλησιαστικής» βίας




Πριν από λίγες εβδομάδες κάποιος επετέθη με μαχαίρι κατά του Μητροπολίτη Δημητριάδος και ευτυχώς δεν τον τραυμάτισε. Η είδηση εξαφανίστηκε
γρήγορα με την συμπλήρωση ότι επρόκειτο περί ατόμου ψυχιατρικώς νοσούντος του οποίου διετάχθη η υποχρεωτική θεραπεία, κάτι που δεν είχε συμβή κατά την προηγούμενη φραστική επίθεση του ιδίου κατά του ιδίου Μητροπολίτη εντός ναού. (Επειδή ζούμε σε εποχές καχυποψίας να δηλώσω προκαταβολικά ότι γράφω αφ’ εαυτού, χωρίς συνεννόηση με τον μητροπολίτη Δημητριάδος).

Η (αληθής) αναφορά στην ψυχιατρική διαταραχή δεν θα πρέπει να επικαλύψει το γενικώτερο κλίμα εντός του οποίου έλαβαν χώρα τα δύο αυτά γεγονότα, κλίμα το οποίο ενθάρρυνε την αχαλίνωτη επιθετικότητα. Ο βιαιοπραγήσας κατηγόρησε τον συγκεκριμένο μητροπολίτη για οικουμενισμό, νεωτερισμούς και άλλα.

Λίγα χρόνια πριν, λοιπόν, είχε προηγηθή μια οργανωμένη διακοπή της ακολουθίας του Εσπερινού σε πανηγυρίζοντα ναό του Βόλου, από χριστιανούς οι οποίοι είχαν προσέλθει επί τούτου προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την απαγγελία των αναγνωσμάτων στη νέα ελληνική, προετοιμασμένοι μάλιστα με βιντεοκάμερες. Οι αδελφοί μας αυτοί ουδέποτε αντιμετώπισαν εκκλησιαστικές συνέπειες για την βέβηλη πράξη οχλαγωγικής διακοπής της Λατρείας.

Με όσα γράφω εδώ δεν υποστηρίζω φυσικά την ποινικοποίηση των φρονημάτων, αλλοίμονο! Η ειρηνική διαφωνία μέσα στην εκκλησιαστική μας ζωή αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα (που άλλωστε το εξασκώ και εγώ, όπως όλοι γνωρίζουν). Δικαίωμα που κανένας, ούτε και οι επίσκοποί μας, δεν νομιμοποιούνται να αφαιρέσουν. Αντίθετα, θα έλεγα ότι μάλλον χρειάζεται να ακούν περισσότερο τη φωνή του πληρώματος, κυρίως όταν αυτό διαφωνεί.

Αλλά η βία δεν αποτελεί διάλογο. Έτσι υποχρεούμαι να επισημάνω πως το γεγονός της διακοπής εκείνου του Εσπερινού είχε απασχολήσει την επικαιρότητα, εντελώς αποπροσανατολιστικά, μόνο ως ζήτημα υπέρ ή κατά των μεταφράσεων και καθόλου ως πρόβλημα στοιχειώδους λατρευτικής ευταξίας. Δεν φάνηκε να ανησύχησαν, ούτε το εκκλησιαστικό σώμα ούτε η Ιερά Σύνοδος, για την αντιχριστιανική πράξη της οργανωμένης και προετοιμασμένης ταραχώδους διακοπής εκκλησιαστικής ακολουθίας, από πιστούς που καυχώνται πως είναι ευσεβέστεροι όλων, ως δήθεν παραδοσιακοί!

Παρόμοια γεγονότα ‘εκκλησιαστικής’ αυθάδειας και βίας είχαν λάβει χώρα κατά το παρελθόν στη Λάρισα. Και εκεί ουδέποτε είχαν κληθή οι πρωταίτιοι των αήθων διαμαρτυριών (θυμίζω: κραυγές εντός του ναού, ρίψη αυγών σε λιτανεία κ.ά.) σε προσωπική ποιμαντική συζήτηση ώστε αν αυτή απέβαινε άκαρπη να αντιμετωπισθούν με εκκλησιαστικές κυρώσεις. (Αν και νομίζω ότι όταν ο αρμόδιος επίσκοπος ή εκπρόσωποι της Συνόδου συμφάγουν αγαπητικά με τους διαφωνούντες και συζητήσουν διεξοδικά, δεν θα απαιτηθούν κυρώσεις...)

Καταθέτω λοιπόν εδώ την πρόταση πως η σιγή ενώπιον εκείνου του παραπτώματος στον Βόλο ενθάρρυνε την κλιμάκωση των ανατρεπτικών εκδηλώσεων, κορύφωση των οποίων υπήρξε η πρόσφατη βιαιοπραγία. Η θεωρηθείσα ως ελευθερία του πράττειν κατά το δοκούν και χωρίς συνέπειες είχε ως αποτέλεσμα κάποιος εξ αυτών που, λόγω της ψυχοπαθολογίας του στερείτο της ικανότητας για αυτοσυγκράτηση, να προβή στο αδιανόητο για Χριστιανό διάβημα σωματικής βίας, και μάλιστα κατά επισκόπου.

Της σωματικής βίας δηλαδή είχε προηγηθή η οχλαγωγική λεκτική βία, η οποία φαίνεται ότι τον ‘εκπαίδευσε’ και τον ενθάρρυνε στην κλιμάκωση. Αβίαστα έρχεται λοιπόν στο νου όλων μας η ανησυχία για το τι πρόκειται να δουν τα μάτια μας αν στο μέλλον κάποιοι άλλοι τους μιμηθούν αλλού και επιχειρήσουν την δια βοής διακοπή της ακολουθίας επειδή διαφωνούν π.χ. με το κήρυγμα του επισκόπου ή με το τυπικό που ακολουθεί ή με τα ακριβά άμφια που φορά ή με τη συνοδική εγκύκλιο που αναγινώσκει ή με τον τρόπο ζωής του κ.π.ά. Πού θα οδηγηθούμε;

Ενισχυτικές της άποψης ότι πρόκειται για κλιμάκωση λόγω απουσίας συνεπειών είναι, φρονώ, και οι πρόσφατες απειλές κατά του μητροπολίτη Σιατίστης που διαφώνησε με τους χρυσαυγίτες, καθώς και τα υβρεολόγια που συχνά φιλοξενούνται σε ‘χριστιανικά’ ιστολόγια. (Παρεμπιπτόντως, απειλητικό ανώνυμο τηλεφώνημα είχα δεχθή και εγώ το 2001 για κάποιες απόψεις μου). Η γενικώτερη ανομία της νεοελληνικής κοινωνίας και οι βίαιες διαμαρτυρίες των τελευταίων ετών φαίνεται ότι έχουν διεισδύσει ως νοοτροπία και σε κάποιους εκκλησιαστικούς κύκλους οι οποίοι ανέκαθεν διακρίνονταν για τη επιθετικότητά τους, και μάλιστα την θεωρούν τίτλο τιμής.

Αλλά το τέρας της βίας δεν κατευνάζεται με την ανοχή, όπως έχει δείξει πικρή ιστορική πείρα. Εξ άλλου ίσως δεν κάνουμε καλό στους οργισμένους με το να αφήνουμε την επιθετικότητά τους χωρίς συνέπειες. Μοιάζουν με το παιδί που παραφέρεται στην οικογένεια και οι γονείς κάνουν πως δεν βλέπουν. Έτσι παραλείπουν να του βάλουν όρια και αυτό μένει έρμαιο των παρορμήσεών του.

Περί του πρακτέου τώρα. Και κατ’ αρχήν προληπτικά: ταπεινά φρονώ πως οι επίσκοποί μας και οι (κληρικοί και λαϊκοί) συνεργάτες τους χρειάζεται να εφεύρουν περισσότερους και αποτελεσματικώτερους τρόπους επικοινωνίας με το πλήρωμα της Εκκλησίας, προκειμένου να μη δημιουργείται σε αυτό η αίσθηση ότι έχει αποκλεισθή από τις αποφάσεις και ότι εν γένει δεν εισακούεται.

Δεύτερον, μετά από τέτοιας φύσεως παραπτώματα ενδείκνυται η διαβούλευση στα πλαίσια της τοπικής Εκκλησίας προκειμένου να προσεγγισθούν οι ταραξίες και να υπάρξει κάποιος κατευνασμός και συναίνεση, όχι ως ‘στρατηγική’ καταπράϋνσης αλλά ως γνήσια ποιμαντική αγαπητική πράξη.

Και τρίτον, αν αυτά δεν επαρκέσουν, πρίν από οποιαδήποτε κύρωση, ίσως απαιτείται να αναπτύξουμε σε κεντρικό συνοδικό επίπεδο στο οποίο ο οικείος επίσκοπος θα παραπέμπει, μεθόδους ακρόασης και πειθούς προκειμένου να μεταστρέφονται οι καλοπροαίρετοι εκ των υπαιτίων.

Οπωσδήποτε αυτές δεν θα είναι πάντοτε αποτελεσματικές. Στην περίπτωση αυτή τον λόγο πρέπει να έχει η εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Είναι προφανές ότι αδικήματα (φραστικής ή σωματικής) βίας κατά του επισκόπου υπερβαίνουν την δικαιοδοσία του επισκοπικού δικαστηρίου, αφού δεν ενδείκνυται να αποδώσει δικαιοσύνη ο ίδιος ο θιγείς επίσκοπος.

Γι’ αυτό θεωρώ ότι συμβάντα όπως αυτά που μάς απασχόλησαν στο παρόν κείμενο, πρέπει να εγκαλώνται αυτεπαγγέλτως από την Ιερά Σύνοδο και, αν η προσπάθεια διαλόγου και νουθεσίας προς τους υπαίτιους αποβή άκαρπη, να ακολουθείται η προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες και σχετικούς νόμους εκκλησιαστική δικονομική διαδικασία.

Πριν η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου