Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η παιδεία και η εκπαίδευση στον Πόντο









Δρ Τσακαλίδης Χαρ.  Γεώργιος
Θεολόγος-Θρησκειοπαιδαγωγός


Η παιδεία και η εκπαίδευση στον Πόντο
(ομιλία στα Ακρίτεια 23. 09. 2012)


Τ
α «Ακρίτεια», που για 24η φορά γιορτάζουμε φέτος,  συμπίπτουν πάντοτε με την αρχή της σχολικής χρονιάς. Θεώρησα λοιπόν σκόπιμο να αφιερώσω τη σημερινή ομιλία στην παιδεία και στην εκπαίδευση στον  Πόντο, μια και ο ομιλητής   είναι εκπαιδευτικός, τα θέματα δε της παιδείας είναι πάντοτε στην επικαιρότητα. Το θέμα της ομιλίας είναι πολύ μεγάλο και δεν εξαντλείται στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας. Θα περιοριστώ κατ’ ανάγκη σε ενδιαφέρουσες συγκρίσεις με την παιδεία στον ελλαδικό χώρο, στο ρόλο των δυτικών ιεραποστόλων, στο ρόλο της τοπικής Εκκλησίας, αλλά και του εθνικού κέντρου, στους στόχους που απέβλεπε η παιδεία.
    Στον κορυφαίο βυζαντινολόγο Steven Runciman συναντούμε δύο επισημάνσεις που αναφέρονται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας: Η μία αφορά στα αγιορείτικα μοναστήρια και η άλλη στα μοναστήρια του Πόντου. Για τα πρώτα γράφει: «Οι μοναχοί (του Άθωνα) χρησιμοποιούσαν απρόσεχτα τα φύλλα αρχαίων (βαρύτιμων) χειρογράφων για να περιτυλίγουν τα τρόφιμά τους...». Για τα δεύτερα: «Τα  μεγάλα ποντιακά μοναστήρια Σουμελά Βαζελώνα και Περιστερεώτα περιποιούνταν και μεγάλωναν τις βιβλιοθήκες τους, ώστε παρέμειναν καλοδιατηρημένα μέχρι και τον 19 ο αιώνα». Όσο θλιβόμαστε για την αμάθεια που επικρατούσε στα πρώτα, τόσο παρηγορούμαστε για τη φιλότιμη προσπάθεια στα δεύτερα.
      Για οργανωμένη σχολική εκπαίδευση στον Πόντο μπορεί να γίνει λόγος μετά το 1878, μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου, βάσει της οποίας ανέλαβε η Τουρκία τη δέσμευση να επιτρέψει στις μειονότητες που ζούσαν στο έδαφός της την ανέγερση και λειτουργία  εκκλησιών και σχολείων. Εξαίρεση αποτελούν τα Φροντιστήρια Τραπεζούντας και Αργυρούπολης, που ιδρύθηκαν, το πρώτο το 1682 και το δεύτερο το 1723.
    Την ίδρυση σχολείων μετά το 1878 ευνόησε και η βελτίωση των πολιτικο-οικονομικών συνθηκών, αφού «εμπόριο και βιοτεχνία στηρίζεται κατά το 90% σε χριστιανικά χέρια και μόνον το 10% σε μωαμεθανικά»[1]. 
     Έπειτα είναι ανάγκη την εποχή αυτή να αντιμετωπιστεί μέσω της δημιουργίας ελληνικών σχολείων ο κίνδυνος του προσηλυτισμού, τον οποίο ασκούσανε  συστηματικά στην περιοχή προτεστάντες και καθολικοί ιεραπόστολοι. Οι ιεραπόστολοι αυτοί εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη σχολείων και την έφεση προς τα γράμματα των Ελλήνων του Πόντου χρησιμοποίησαν την εκπαίδευση ως εργαλείο  προσηλυτισμού ορθοδόξων Ελλήνων και Αρμενίων του Πόντου. Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, βουλευτής Λακωνίας επί σειρά ετών και υπουργός Παιδείας το 1892, στο ταξίδι του στον Πόντο το 1901, συμπλέει από την Κωνσταντινούπολη προς την Τραπεζούντα με Ποντίους ταξιδιώτες, αλλά και με «ανθοδέσμη  Αμερικανών Ιεραποστόλων».  Μνημονεύει ο ίδιος την περίπτωση του 15ετή Ιωάννη Τέτου από τη Θεσσαλονίκη, που συνταξιδεύει μαζί του στο πλοίο συνοδευόμενος από 6 προτεστάντες ιεραποστόλους και ομολογεί ότι είναι «αρνησίθρησκος».[2]  
    Η προσηλυτιστική μέσω της εκπαίδευσης δράση των δυτικών όμως είχε αρχίσει αιώνες νωρίτερα. Αυτή η ίδρυση του πρώτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της πρωτεύουσας του Πόντου από τον Σεβαστό Κυμινήτη με την επωνυμία «Φροντιστήριον» συνδέεται άμεσα με την προσηλυτιστική δράση των δυτικών μισσιοναρίων. Ιδρύθηκε δηλαδή ως αντίδραση και αντίβαρο στην ξένη προπαγάνδα. ΄Οπως σημειώνει η Ιωάννα Κόλλια κύριος σκοπός της ίδρυσης του Φροντιστηρίου ήταν: «η πνευματική ανάπτυξη των συμπατριωτών του και η ηθική και δογματική ενίσχυσή τους, ώστε ν’ αντισταθούν στους διωγμούς των Τούρκων και στην προπαγάνδα των καθολικών»[3].
     Για τον κίνδυνο που διατρέχουν τα Ελληνόπουλα από την ίδρυση «εν επικαίροις σημείοις της Ανατολής λαμπρών εκπαιδευτηρίων» γράφει ο Παπαμιχαλόπουλος Διατίθενται, «εκατομμύρια επί εκατομμυρίων»,  που σκοπό έχουν  τη δωρεάν παροχή «ου μόνον της διδασκαλίας, αλλά και βιβλίων, αλλά και ενδυμάτων, αλλά και τροφής τοις παιδίοις, πολιτικής δε προστασίας και θέσεων και παντοίων άλλων ωφελημάτων και υποσχέσεων και επαγγελιών τοις γονεύσιν»[4].
     Η πρόκληση των δυτικών μισσιοναρίων έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί. Η εθναρχούσα Εκκλησία αναλαμβάνει το ρόλο του κύριου φορέα της εκπαίδευσης στον Πόντο. Κατά τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο η διοίκηση και διεύθυνση των σχολείων του γένους των Ελλήνων ανήκει στη μεν Βασιλεύουσα στον Πατριάρχη, στις δε επαρχίες στους Μητροπολίτες, οι οποίοι οφείλουν να προνοούν για την εξεύρεση ικανών δασκάλων και για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων.
    Ο κίνδυνος του αυτοσχεδιασμού και  πολυμορφισμού, της έλλειψης ενιαίας κατεύθυνσης  στην εκπαίδευση των σχολείων αποφεύχθηκε με τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη επωνυμία «Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή».  Σκοπός της Επιτροπής αυτής ήταν να εποπτεύει γενικά επί όλων των εκπαιδευτικών θεμάτων και να φροντίζει «για τη σύνταξη του προγράμματος λειτουργίας των σχολείων, για την επιλογή της διδακτέας ύλης και των διδακτικών βιβλίων»,[5] για «τη σύνταξη και καθιέρωση ομοιόμορφου  προγράμματος  διδασκαλίας»[6].
  Όταν δημιουργήθηκαν περισσότερα σχολεία, ακόμη και στα χωριά του Πόντου, τότε προέκυψαν και άλλοι φορείς, όπως ήσαν οι κοινότητες, αλλά και οι εκπαιδευτικοί και φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με σημαντικότατη προσφορά στα εκπαιδευτικά πράγματα του Πόντου. Τέτοιοι σύλλογοι αναφέρονται τουλάχιστον 15.
     Η ίδρυσή τους φανερώνει ότι υπήρχε έντονη διάθεση στους Ποντίους να ενισχύουν με κάθε θυσία την εκπαίδευση των παιδιών τους, γιατί έτσι μόνο θα κατάφερναν να κρατήσουν την εθνική και θρησκευτική ιδιοπροσωπία τους. Τη διάθεση αυτή  εξακολουθούσαν να έχουν το ίδιο έντονη, και όταν  αναγκάζονταν πολλοί να  ξενιτευτούν. ΄Ιδρυαν τοπικούς συλλόγους και μέσω αυτών ενίσχυαν τα σχολεία του τόπου προέλευσής τους.  Ο ρόλος τους δεν περιοριζόταν μόνο στην οικονομική στήριξη των σχολείων, αλλά επεκτείνονταν ενεργά στη διοίκηση και εποπτεία των σχολείων, στη διαμόρφωση εκπαιδευτικής κατεύθυνσης.   Ενθάρρυναν τους νέους για μάθηση  καθιερώνοντας υποτροφίες για τους επιμελέστερους.   Είναι δικαιολογημένη επομένως η κατάταξή τους στους φορείς της εκπαίδευσης στον Πόντο. Δρούσαν όμως όλοι όχι ανεξάρτητα, αλλά τηρούσαν τις κατευθυντήριες γραμμές της «Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής».
     Ποιος ήταν όμως ο ρόλος του εθνικού κέντρου στη λειτουργία των σχολείων του Πόντου;  Το 1887  είχε συσταθεί  η «Επιτροπή προς ενίσχυση της ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας», από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Δυστυχώς ενώ «διέθετε σημαντικά ποσά για τη λειτουργία σχολείων σε διάφορα μέρη του υπόδουλου ελληνισμού (Μακεδονία, ΄Ηπειρο κτλ), αγνοούσε σχεδόν ολοκληρωτικά τα σχολεία του Πόντου»[7]. Το γεγονός μάλιστα ότι «η ελληνική εκπαίδευση στον Πόντο ουδεμιάς ενισχύσεως ετύγχανε από την τουρκική κυβέρνηση»[8]η υπόθεση της λειτουργίας των σχολείων του Πόντου, ήταν εγκαταλελειμμένη αποκλειστικά στις δυνάμεις της Εκκλησίας, των κοινοτήτων και των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων. Δύσκολη όντως υπόθεση και απαιτούσε γενναίες θυσίες. Το βάρος αυτό επωμίσθηκε η Εκκλησία κατά κύριο λόγο και ομολογώ ότι το έφερε σε πέρας με μεγάλη ευρηματικότητα.
   Προκειμένου να ανταπεξέλθει στα τεράστια έξοδα λειτουργίας των σχολείων: α) Καθιερώνει συνδρομές που πλήρωναν όλοι οι Έλληνες «ανεξάρτητα από το αν είχαν παιδιά που φοιτούσαν στο σχολείο»[9]. β) Θεσπίζει δίδακτρα, τα οποία πλήρωναν οι γονείς που είχαν παιδιά στο σχολείο. Άποροι αλλά επιμελείς μαθητές ή μαθήτριες απαλλάσσονταν των διδάκτρων[10]. γ) Δέχεται δωρεές ευκατάστατων Ποντίων υπέρ των σχολείων. δ) Διεξάγει εράνους μεταξύ των Ποντίων και των αποδήμων στη Ρωσία.[11] ε) Εμπνέει διαθήκες υπέρ των σχολείων. Στον Κώδικα του Αγ. Θεοδώρου  περιλαμβάνεται η Διαθήκη του Κυριάκου Χατζή -Γρηγοριάδου, ο οποίος όριζε: «εις το εξής το ήμισυ του Χανίου μου θέλει είσθαι του Σχολείου, το δε άλλο ήμισυ εδικό μου»[12]. στ) Καθιερώνει δικαίωμα του σχολείου από άδειες γάμων, βαπτίσεων, κηδειών, μνημοσύνων, και από διάφορα τυχερά (ύψους 5 γροσίων)   ζ) Επιβάλλει πρόστιμα παραβίασης της αργίας της Κυριακής, που κυμαίνονται  από μισή έως τρεις λίρες Τουρκίας που καταλήγουν στο σχολικό ταμείο. Όπως φαίνεται τα πρόστιμα υπέρ του σχολείου γινόντουσαν ευκολότερα αποδεκτά από τους παραβάτες[13].  η) Ενοικιάζει αγρούς ή κτήματα ή κτίρια, που ανήκουν  στην Εκκλησία και τα ενοίκια αποδίδονται στο σχολείο[14]. θ) Μέρος των τακτικών εσόδων της από την πώληση κεριών και από την περιφορά των δίσκων καλύπτει σχολικές ανάγκες.[15] Τέλος ι) Εκποιεί ακόμη και ιερά κειμήλια για σχολικές ανάγκες. ΄Οταν το 1871 περνούσε μεγάλη οικονομική κρίση το Φροντιστήριο  Αργυρούπολης έδωσε εντολή ο Μητροπολίτης Γερβάσιος Σουμελίδης να εκποιηθούν υπέρ του Φροντιστηρίου κειμήλια της Εκκλησίας. Τα έσοδα από την πώληση των κειμηλίων ανήλθαν σε 1200 λίρες. Η πράξη του Γερβασίου δεν άρεσε στον Πατριάρχη ΄Ανθιμο, αποδείχθηκε όμως από την πορεία του Φροντιστηρίου ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος του.
     Παρ’ όλα ταύτα τα οικονομικά των σχολείων ήταν ένα ακανθώδες θέμα, που προβλημάτιζε έντονα  φορείς της εκπαίδευσης και εκπαιδευτικούς. ΄Εχομε όμως και περιπτώσεις μεμονωμένων σχολείων με πλήρη τα ταμεία τους, όπως εκείνο της ΄Ιμερας, που παρουσίαζε τα τελευταία χρόνια πριν την καταστροφή ένα πλεονάζον κεφάλαιο 10.000 λιρών, με το οποίο αντιμετώπιζε  όχι μόνο τα έξοδά του, αλλά ασκούσε και φιλανθρωπικό έργο σε άπορους του χωριού και σε στρατευθέντες και απελαθέντες κατά τον πόλεμο.
     Παρά τις δυσκολίες λειτούργησαν τα σχολεία  στον Πόντο πολύ νωρίτερα, αλλά και πολύ καλύτερα τόσο από τα αρμενικά όσο και από τα τουρκικά σχολεία. Το 1915 πέρασε από το χωριό ΄Ιμερα ο αρχιστράτηγος του ανατολικού μετώπου Βεχήτ πασάς. Στάθμευσε στο προαύλιο της Σχολής και δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για την «φιλομουσία» των Ιμεραίων. Ταυτόχρονα «εξέφρασε προς τους επιτελείς του την πικρία του για την μειονεκτική θέση των ομοεθνών του στην εκπαίδευση»[16].
    Τα ελληνικά σχολεία υπερείχαν και αυτών των σχολείων της μητροπολιτικής Ελλάδος και ως προς την αναλογία των φοιτούντων προς τον πληθυσμό και ως προς την αναλογία μαθητών προς διδασκάλους, αλλά και ως προς την προσφερόμενη δυνατότητα εκμάθησης ξένων γλωσσών. Ενώ σε ελάχιστα σχολεία του εθνικού κέντρου διδάσκονταν την εποχή αυτή μία ξένη γλώσσα στα Φροντιστήρια Τραπεζούντας και Αργυρούπολης είχαν τη δυνατότητα οι μαθητές να εκμάθουν μαζί με την  τουρκική, τη γαλλική, τη λατινική και τη ρωσική. Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή οικονομική βοήθεια της Αθήνας.
    Η μόνη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας ήταν η αποστολή σχολικών εγχειριδίων. Αλλά και αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη προβλημάτων. Το σχολικό έτος 1882-83 καταγγέλθηκε στο τουρκικό Υπουργείο Παιδείας ότι το σχολικό εγχειρίδιο της κατήχησης  που διδάσκονταν στα ελληνικά σχολεία περιείχε «λόγους απρεπείς κατά της ισλαμικής θρησκείας».[17] Εξαιτίας του εγχειριδίου αυτού υπολειτούργησαν ή και έκλεισαν για μια δεκαετία τα ελληνικά σχολεία στον Πόντο. Διερωτάται κανείς είναι δυνατόν το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας να δείχνει τόση ανευθυνότητα! Να στέλνει  στα σχολεία του υπόδουλου ελληνισμού εγχειρίδιο προσβλητικό για τη θρησκεία του κυρίαρχου κράτους!  Αν  όχι για λόγους ουσίας, δηλαδή πνεύματος ανεκτικότητας και αλληλοσεβασμού, που έπρεπε να καλλιεργεί ένα σχολικό βιβλίο, τουλάχιστον για λόγους διπλωματίας και μόνο θα έπρεπε πάση θυσία να είχε αποφύγει  τέτοιες ενέργειες.
     Οι Έλληνες του Πόντου στηριζόμενοι στις δικές τους και μόνο δυνάμεις ανέδειξαν λαμπρά εκπαιδευτήρια, εφάμιλλα ή και καλύτερα του μητροπολιτικού κέντρου. Στην Τραπεζούντα, στην Αμισό, στην Κερασούντα, στα Κωτύωρα, στην Πουλατζάκη, στη Νικόπολη, στην Ίμερα, στα Σούρμενα λειτούργησαν άψογα τα ελληνικά εκπαιδευτήρια.  Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας,  ο Φάρος αυτός της Ανατολής, το «ύπατον» κατά  τον Παπαμιχαλόπουλο εκπαιδευτήριο σε όλο τον Πόντο, χτίστηκε με γενναίες χορηγίες  μεγάλων ευεργετών, αλλά  και ξενιτεμένων στη Ρωσία Τραπεζουντίων  και άλλων εντοπίων Ποντίων.  Στοίχισε 12.000 χρυσές λίρες Τουρκίας. Διέθετε 40 ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, κλειστό γυμναστήριο, πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια Φυσικής και χημείας, μεγάλη αίθουσα τελετών, εστιατόριο και βιβλιοθήκη για τους μαθητές και κεντρική θέρμανση. Μόνο η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην Αθήνα το υπερέβαλαν.
   Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι φορείς της εκπαίδευσης, παρά την έλλειψη βοήθειας από το ελληνικό κράτος, η εκπαίδευση στον Πόντο πέτυχε τους στόχους που είχε θέσει: «την αρμονικήν ανάπτυξιν των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων των παίδων, την θρησκευτικήν, ηθικήν και εθνικήν μόρφωσιν αυτών και την μετάδοσιν των εις τον βίον απαραιτήτων γνώσεων και δεξιοτήτων»[18]. Οι μνήμες των ανθρώπων που παρακολούθησαν μαθήματα στον Πόντο, μαθήματα γεμάτα Ελληνισμό και Ορθοδοξία, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτριος Ψαθάς, που φοίτησε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας μέχρι το οριστικό κλείσιμό  του είναι πολύ θετικές. Ο Ψαθάς περιγράφει τη ζωηρότητα με την οποία τραγουδούσαν οι μαθητές τα πατριωτικά τραγούδια: «Κόντευε να φύγει από τη θέση της η έδρα, γράφει, όταν βρωντοφωνούσαμε το τραγούδι της μεγάλης μέρας:
 « Όλη δόξα, όλη χάρη
άγια μέρα ξημερώνει
και τή μνήμη σου το έθνος
χαιρετά γονατιστό!»[19]
Το τραγούδι που τον γοήτευε περισσότερο και τον συγκινούσε μέχρι δακρύων ήταν «ο λέων», που παρομοίαζε την Ελλάδα με αλυσοδεμένο λιοντάρι, που σπάει τις αλυσίδες και ορμά εναντίον των φυλάκων του και τους κατασπαράσσει.
     Ομολογεί βέβαια την αυστηρότητα των δασκάλων, επικροτεί όμως τη συνέπειά τους προς τα ιδανικά του ελληνικού σχολείου, την καλλιέργεια χριστιανικής και ελληνικής συνείδησης, τον εφοδιασμό των νέων με προσόντα που θα τους καθιστούσαν ικανούς ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής. Ένας άλλος, ο Κώστας Παπαδόπουλος, χαρακτηρίζει τους δασκάλους στον Πόντο «ιδανικούς γλύπτες των ψυχών, που χάραξαν βαθιά στη συνείδηση των νέων την πίστη στο Θεό και την πατρίδα, δίδασκαν με φανατισμό (ενθουσιασμό)  την Ιστορία του έθνους...»[20].
     Κλείνω με ένα ερώτημα: Ποια γνώμη θα είχαν άραγε οι άνθρωποι αυτοί για το σημερινό ελληνικό σχολείο, που εγκατέλειψε σχεδόν τα ελληνορθόδοξα ιδανικά  και ανεμοδέρνεται σε πελάγη ψευδεπίγραφων πολυπολιτισμικών στόχων, που φτάνουν στο σημείο να νοθεύουν την ελληνική ιστορία και να εκβαρβαρώνουν την ελληνική γλώσσα.   
   




[1] Schaefer R., Der detsche Krieg, die Tuerkei, Islam und Christentum, 47. Η παραπομπή από το: Φωτιάδης Κ., Οι εξισλαμισμοί, 425. 
[2]. ΄Οπ. παρ. 295
[3]. Κόλλια Ι.,Ο Σεβαστός Κυμινήτης καί η ίδρυση του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας, Ελληνικά , τ. 30, 1977-78, σ 280-307, 281. Σύγκρ. επίσης  Κυριακίδης Ε., Βιογραφίαι των εκ Τραπεζούντος καί  της περί αυτήν χώρας από της αλώσεως μέχρις ημών ακμασάντων λογίων μετά σχεδιάσματος ιστορικού περί τού ελληνικού Φροντιστηρίου Τραπεζούντος, Αθήνα 1897, 66, που δικαιολογεί την ίδρυση του Φροντιστηρίου ως αντίδραση στην προπαγάνδα δυτικών μοναχών.
Σύγκρ. επίσης Χατζησαββίδης Σ., Ελληνική Εκπαίδευση 49 καθώς και Ταμίσογλου Χρ., Το φροντιστήριο Τραπεζούντας, στο: Αρχείον Πόντου τ. 47, Αθήνα 1996-97, 226-242, 228.  
[4]. Παπαμιχαλόπουλος Κ., Περιήγησις εις τον Πόντον 301.
[5]. Χατζησαββίδης Σ., Ελληνική εκπαίδευση, 116.
[6]. Παραπομπή από την Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος Η (1887-88, 63-65 στο Κουτσουπιάς Φ., Η πνευματική αναγέννηση 213.
[7]. ΄Οπ. παρ.  Σύγκρ.  επίσης Ανδρεάδης Χρ., Η ποντιακή Κοινότητα Τραπεζούντας, 122. Η Επιτροπή αυτή κατά τον Χρήστο Ανδρεάδη «επόπτευε με διακριτικότητα τη λειτουργία των υπόδουλων αυτών σχολείων, ερχόμενη σε επαφή με τους οικείους μητροπολίτες και τους προξένους των περιοχών αυτών και διαθέτοντας σημαντικά χρηματικά ποσά» (όπ. παρ.). Βάσει του άρθρ. 1 του Β.Δ. της 3.4.1893, που τροποποίησε εκείνο του 1887 και το οποίο υπογράφει μεταξύ των άλλων και ο Χαρίλαος Τρικούπης  τα χρήματα διατίθενται «1) πρός θεραπείαν παντός ο,τι συντελεί εις την εξέγερσιν, ανάπτυξιν καί ενίσχυσιν του θρησκευτικου καί εθνικού αισθήματος παρά της καθ  ολον το Οθωμανικόν κράτος  Έλλησι, 2)προς διάδοσιν και ενίσχυσιν της  Ελληνικής γλώσσης, Εκκλησίας και παιδείας...» (Η παραπομπή όπ. παρ.). 
[8]. Λαζαρίδης Δ., Η ελληνική παιδεία στον Πόντο, 632. 
[9]. Χατζησαββίδης Σ., Ελληνική εκπαίδευση 112.
[10]. Σύγκρ. Κουτσουπιάς Φ., Η πνευματική αναγέννηση 285. ΄Εχομε όμως και περιπτώσεις σχολείων χωρίς δίδακτρα, όπως αυτό της Ασσεριείου Αστικής Σχολής του Σταυρί, που χτίστηκε με εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση του Παναγιώτη Ασσερή, ομογενούς στη Ρωσία, και στο οποίο οι μαθητές φοιτούσαν δωρεάν (Σύγκρ. Κουτσουπιάς, Η πνευματική αναγέννηση, 276). 
[11]. Σύγκρ. όπ. παρ.
[12]. Απόσπασμα της διαθήκης από τις σελ. 111-112  δημοσιεύεται στο: Κουτσουπιάς Φ., Η πνευματική αναγέννηση 226, απ΄όπου και η παραπομπή.
[13]. Σύγκρ. Παπαμιχαλόπουλος Κ., Περιήγησις εις τον Πόντον 226 εξ. 
[14]. Σύγκρ. Κουτσουπιάς Φ., Η πνευματική αναγέννηση, 83, 226. Σύγκρ. Επίσης Μαναγιωτοπούλου Μ., Η Αδελφότητα Κρωμναίων, 292. 
[15].Στην περιοχή της Μητροπόλεως Χαλδίας π.χ. και για το σχολείο του Μπουγά Μαντέν είχε καθοριστεί ο μεν Μητροπολίτης να καταβάλει ετησίως 150 γρόσια, ο δε εκάστοτε εφημέριος 50 γρόσια. (Σύγκρ. Κουτσουπιάς Φ., όπ. παρ.321.
[16]. Φωστηρόπουλος Α., Το χωρίον ΄Ιμερα, 153.
[17]. Σύγκρ.όπ. παρ. 646.
[18]. ΄Οπ. παρ. 16.
[19]. ΄Οπ. παρ. 82.
[20]. Το σχόλιο ανήκει στον Παπαδόπουλο Κώστα και είναι παρμένο από το βιβλίο του:  Παπαδόπουλου Κ., Οράματα και μνήμες από την Αργυρούπολη, Θεσ/νίκη 1971, 3,  παρατίθεται όμως εδώ από το: Κουτσουπιάς Φ., Η πνευματική αναγέννηση 216.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου