Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Ολιβιέ Κλεμάν:Άνθρωπος και δομές




Για να σώσουμε το εφήμερο, πρέπει να αγκυροβολήσουμε στο αιώνιο. Για να σώσει τον κόσμο η Εκκλησία, πρέπει να βρεθεί μαζί του σε σχέση ταυτότητας και διάκρισης, γιατί ο κόσμος δεν είναι βέβηλος (τίποτα δεν είναι βέβηλο). Είναι βεβηλωμένος: Έχει σωθεί «δυνάμει» από τον Χριστό, αλλά είναι ακόμα παραδομένος, με τη δική μας συνενοχή, στο μηδέν, που ενεργοποίησε και έγινε «αντιδημιουργός», γοητεύοντας με τις ελευθερίες σε τέτοιο σημείο, ώστε οι μεγάλοι πνευματικοί οδηγοί να αναφέρονται μερικές φορές στα «δαιμονικά θεμέλια του κόσμου τούτου».
Από αυτή την επίγνωση προέρχεται και όλη αυτή η δομή και πειθαρχία των αποκρυφιστικών μυστηρίων, που μπορεί να πηγάζουν από το Ευαγγέλιο:«Μη βάλετε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων», που λέει ο Κύριος και που το απηχούμε εμείς υποσχόμενοι πριν από τη θεία Κοινωνία : «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω». Από την ίδια επίγνωση πηγάζει και η εμμονή στο διαχωρισμό, ώς ότου έρθει η Παρουσία, του ιερού από το βέβηλο, η μάλλον – αφού πρόκειται για πνευματική μάχη σε μετακινούμενα όρια – του αγιάζοντος από το βεβηλωμένο. Από την ίδια επίγνωση και η σπουδαιότητα που δόθηκε στην πειθαρχία στους κανόνες, για την αναμέτρηση με τις «δυνάμεις» του κόσμου τούτου, αφού αυτή η πειθαρχία «αφορίζει» το λαό του Θεού, για να τον κάνει να ζήσει «κατ’ εικόνα της Τριάδος», της μόνης κοινότητας που καταλήγει να ξεπερνάει τα κοινωνιολογικά ερωτήματα.

Αλλά η Εκκλησία πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο αφιλόκερδος υπηρέτης των ανθρώπων κατ’ εικόνα του Κυρίου της, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι». Δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για την ανθρωπότητα και τη σύμπασα κτίση. Και όχι απλώς υπάρχει για την ανθρωπότητα και το σύμπαν, αλλά η Εκκλησία είναι η ανθρωπότητα και το σύμπαν στο δρόμο προς τη θέωση. Η μυστηριακή Παρουσία πρέπει να ακτινοβολεί στις ανθρώπινες σχέσεις όπως και στις σχέσεις της ανθρωπότητας με τη δημιουργία, για την οποία είναι υπεύθυνη, να ακτινοβολεί μέσα άπό την επιστήμη, την τεχνική, την τέχνη. «Εν τούτω φανερά εστί τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου : πας ο μη ποιών δικαιοσύνην ουκ έστιν εκ του Θεοϋ και ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού... και ο μένων εν τη αγάπη, εν τφ Θεφ μένει και ο Θεός εν αυτώ... Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν – ο γαρ μη αγαπών τον άδελφόν όν εώρακε, τον Θεόν, όν ουχ εώρακε, πώς δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού.»
Ο χριστιανός ξέρει πως «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» και πως η δικαιοσύνη που του οφείλεται είναι, πριν από όλα, εκείνη που θεμελιώνει την ελευθερία του. Ξέρει ότι δεν ωφελεί τίποτα τον άνθρωπο να κερδίσει τον κόσμον όλον, αν χάσει την ψυχή του. Αλλά ξέρει ακόμη ότι αυτή η ψυχή, που είναι πιο πολύτιμη κι από τον κόσμο όλον, έχει ανάγκη για την κτιστή ύπαρξή της από ορισμένες γήινες προϋποθέσεις: Αν το πρόβλημα του δικού μου ψωμιού είναι πρόβλημα υλικό, έλεγε ο Μπερντιάγιεφ, το πρόβλημα του ψωμιού του πλησίον μου, είναι το πιο επείγον από τα πνευματικά προβλήματα. Όταν ντύνουμε τους γυμνητεύοντες, τρέφουμε τους πεινασμένους, στεγάζουμε τους αστέγους, το κάνουμε στον ίδιο το Χριστό.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θύμιζε ότι το να βοηθάς τους φτωχούς είναι ένα μυστήριο (Ομιλία 20, στη Β΄ Κορ.). Η κοινοκτημοσύνη όπως την ασκούσαν στην αρχέτυπη Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, έμεινε σαν επαγωγική εικόνα όχι ενός οικονομικού συστήματος, αλλά της εκούσιας νίκης πάνω στον εγωισμό και στην απληστία, με στόχο την «ομοψυχία» της αγάπης. Οι Πατέρες υπογράμμισαν τον σχετικό χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας και αντιτάχθηκαν στην κληρονομική μεταβίβαση των μέσων παραγωγής. Οι μεγάλοι μοναχοί έδειξαν έμπρακτα ότι η παραίτηση και ελευθερία από τον εαυτό μας απαιτεί την παραίτηση και ελευθερία από τα πλούτη μας. Για τον χριστιανικό λαό, κυρίως στη Ρωσία, η γη δεν ανήκει παρά στο Θεό, ο άνθρωπος μπορεί να τη χρησιμοποιεί μόνο για το καλό όλων.
Δεν υπάρχει μέθοδος άλλη από την αγάπη την ευεργετική, την εφευρετική, την αποφασισμένη, τη δίχως ελπίδα για μια νίκη ολοκληρωτική και παγιωμένη μέσα στην Ιστορία – μια τέτοια ελπίδα θα σήμαινε παράδοξη παραγνώριση του μυστηρίου του κακού –, αλλά και την εμψυχωμένη από μια καθολική θεώρηση του ανθρώπου εν Χριστῷ, τοϋ ανθρώπου που έχει ανάγκη από ψωμί, αλλά κι από ευθύνη επίσης, και από φιλία και ομορφιά και αιωνιότητα.

Καμμιά αντίθεση, πολύ περισσότερο, ανάμεσα στην ισότητα των ανθρώπων, στη δημιουργία προφητικών κοινοτήτων, μοναστικών ή άλλων, και στις μεταρρυθμίσεις ή επαναστάσεις στο χώρο των «δομών»: Οι «δομές» δεν είναι, τελικά, παρά το σπίτι, η δουλειά, το ένδυμα, το ψωμί που χρωστάμε στα αναρίθμητα «συ» των πλησίον μας, σήμερα πια σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξυμνούσε το μυστήριο του φτωχού, φανταζόταν για την Αντιόχεια ένα σχέδιο κοινωνικής αναδιοργάνωσης, που θα μπορούσε να εξαλείψει τη δυστυχία. Το έχουμε κιόλας πει: Το σχίσμα ανάμεσα στο προσωπικό και στο κοινωνικό πρέπει να παύσει πια σήμερα, φτάνει να ξεκαθαρίσουμε ότι για έναν χριστιανό το κοινωνικό είναι μια διάσταση του προσωπικού και όχι το αντίστροφο.
Εξ άλλου, οι εξωτερικές μεταρρυθμίσεις – που είναι στο χέρι των λαϊκών να τις προωθήσουν, όσοι ελεύθερα αποδέχτηκαν ευθύνες μέσα στην Πολιτεία – δεν είναι γόνιμες για πολύ, εκτός αν τα ήθη ανταποκρίνονται στις μεταρρυθμίσεις, εκλεπτυσμένα και εξευγενισμένα από την ακτινοβολία της αγάπης. Αλλά το ανάβλυσμα της δημιουργικής αγάπης είναι υποχρεωτικά προσωπικό και «θεωρητικό» με την έννοια της θέας, της «θεωρίας» των ησυχαστών. Εξαργυρώνεται στη συνέχεια σε στάσεις ζωής, ήθη, γιορτές, νόμους, και μετά όλα φθείρονται και γίνονται αδιαφανή. Για να ξανάρθει πάλι η αγάπη να ξαναεφεύρει τη ζωή. Αγώνας δίχως τέλος ενός Σισύφου εμψυχωμένου από την ελπίδα της Βασιλείας. Πόθος δίχως τελειωμό μιας Αντιγόνης που θα αγαπούσε τους εχθρούς της. Μόνη η Παρουσία θα αποκαλύψει πως όλοι οι θερισμοί της Ιστορίας έχουν καρποφορήσει χάρη στο παραγνωρισμένο βασίλειο των Αγίων.
πηγή: Aντίφωνο, από τό βιβλίο «Η θεολογία μετά τον “θάνατο του Θεού”», σειρά Σύνορο, Αθήνα 1973, σελ. 96-100

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου