Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μαρία Χατζηαποστόλου:Μάνος Χατζιδάκις έναντι του συστήματος



-Μια ματιά στην δυναμική σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι-


«Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή.
Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία.
Είναι μια παράσταση. Εσείς κι’ εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».





     «Ή ναζί ή άνθρωπος…».  Γράφει ένα σύνθημα στον τοίχο ενός δρόμου, φανερώνοντας κι’ εκφράζοντας με υπέροχο τρόπο πως ο φασισμός καμία σχέση δεν έχει με το πανανθρώπινο ιδανικό της ελευθερίας. Πριν από λίγες ημέρες γίναμε όλοι θεατές ενός θεάτρου του παραλόγου. Σαν να βγήκε από τα έγκατα της γης ένα τέρας που φαντάζει ολότελα ξένο σ’ εμάς. Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι | Ένα κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα..."Παντού κυρίαρχη η καλλιέργεια φόβου, οι αόρατοι εχθροί, οι τραμπουκισμοί και η χυδαιότητα, η άγνοια και η αποχαύνωση και φυσικά ο πόλεμος σ’ ότι διαφέρει από εμάς καθώς, «Όταν εξαφάνισαν τους Εβραίους, δεν με πείραξε δεν ήμουν Εβραίος. Όταν εξαφάνισαν τους τσιγγάνους, δεν με πείραξε δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν εξαφάνισαν τους κομμουνιστές, δεν με πείραξε δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν ήρθαν για εμένα, δεν υπήρχε κανείς…». Δια χειρός Μπέρτολτ Μπρεχτ.
     Σοκαριστήκαμε. Αλλά η υποκρισία σ’ αυτόν τον τόπο ζει και βασιλεύει…  Όλοι καλλιεργούσαμε τον φασισμό εντός μας τόσα χρόνια. Και κάτι τέτοιο εκδηλώθηκε ως καρκίνωμα μέσα στην κοινωνία μας. Η κοινωνία είναι ο καθρέφτης του εαυτού μας κι’ εμείς γρήγορα ξεχάσαμε την Ιστορία μας και το αίμα των ηρώων μας και συγχωρήσαμε ασυνείδητα, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ», καθώς λέει ο μεγάλος αλεξανδρινός ποιητής, δίχως καμία ενοχή, τους δοσίλογους και τους προδότες που ζουν και κυκλοφορούν ανάμεσα μας. Όλοι έχουμε απέραντη ευθύνη. Επίκαιροι παρά ποτέ οι στίχοι του Αλκίνοου Ιωαννίδη καθώς, «Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας, του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα, διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού, τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο… Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής, έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να ‘βρεις γονείς, μισείς τον μέσα σου ξένο κι’ όχι δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω που πατώ και που πηγαίνω». Η μνήμη μας πονά πάντα… Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή. Ανδρέας, Ορέστης, Ηρώ… 
     O μοναδικός Mάνος Χατζιδάκις μας αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και πάντα με γεγυμνασμένα αισθητήρια και με την αγία ευαισθησία που τον χαρακτήριζε ιδιαίτερα, αισθάνονταν τον παλμό των καιρών. Αξίζει πραγματικά να σταθούμε σ’ ένα κείμενό του για τον εθνικισμό που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του και είχε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων, αλλά και παράλληλα είχε δημοσιεύσει ως άρθρο στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Μας λέει λοιπόν ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις: «Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας –που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος “αρχηγός” που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς –όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο “ανθρώπινοι” και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια». Ή με άλλα λόγια όπως θα έλεγε και ο δάσκαλός μας Χρυσόστομος Σταμούλης: «Ζούμε σε μια εποχή αφασίας. Κάποτε ήμασταν βέβαιοι πως το πλοίο πλησιάζει την προκυμαία. Σήμερα, χαμένοι μέσα στην ανέραστη και απαίδευτη καθημερινότητά μας, αδυνατούμε να νοηματοδοτήσουμε τα πράγματα και τον εαυτό μας. Πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε την ακινησία του πλοίου...και τη μοιραία μετάθεση της όποιας ελπίδας της κίνησης στις δυνάμεις της ακινησίας, φυσικής ή άλλης δεν έχει σημασία. Το ερώτημα, βέβαια, -κρίσιμο όσο ποτέ- είναι τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση όπου τα πράγματα αντιστρέφονται. Έχω την αίσθηση ότι η ανάγκη μας πλέον μας σπρώχνει σε μια νέα α-τοπία, πέρα και πάνω από τον τόπο που βαφτίσαμε οίκο. Σε μια νέα α-ταξία, πάνω από τη τάξη που ονομάσαμε κιβωτό. Άλλωστε, «όταν ακούς “τάξη”», καταπώς λέει ο Ελύτης, “ανθρώπινο κρέας μυρίζει”». Και συνεχίζει πολύ εύστοχα ο καθηγητής δογματικής θεολογίας: «Αυτά, βέβαια, γι’ αυτούς που φεύγουν, γι’ αυτούς που φύγανε. Διότι όσοι μένουν εντάσσονται κατά κανόνα σε κείνη την συνουσιαστική σχέση εξουσίας και επαναστάσεως που ο Μάνος Χατζιδάκις με ξεχωριστή μαστοριά περιγράφει σε ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενό του Για τους Έλληνες νέους του ’88: “Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης, όπως είπαμε, Κυρίας. Της εξουσίας. Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μια επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες. Η καταπίεση ευνοεί την αντίσταση και την ψυχική υγεία. Η επιτυχία και η επικράτηση κάνει ν’ αναβιώνει η εγωπάθεια, ο απολυταρχισμός, ο συγκεντρωτισμός και η απανθρωπιά. Η αντίσταση ξαναγεννά. Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας”».
     Αλλά κάποιοι ακόμη δεν έχουν ακόμη καταλάβει πως είναι πλέον φαντάσματα του μαύρου παρελθόντος. Βέβαια, λίγο πολύ, όλοι μας κρύβουμε έναν μικρό δικτατορίσκο μέσα μας καθώς, «Το πρόσωπο του τέρατος που όσο το πολεμάμε του μοιάζουμε», καθώς και η προσπάθεια διεξαγωγής διαλόγου με «το μυαλό της κότας», όπως έλεγε ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις μας οδηγεί στην αυτοτερατοποίηση του ίδιου μας του εαυτού αφού, «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά».[1] Το θέμα είναι αν και κατά πόσο δίνουμε τροφή και χώρο στο τέρας να ριζώσει, νερό κι’ αέρα να μεγαλώσει και να θεριέψει μέσα μας, μετατρέποντας την ζωή σε θάνατο και πνίγοντας κάθε ομορφιά, για να έλθει στην επιφάνεια η ασχήμια. Έτσι τo επιθυμητό ζητούμενο είναι να μη δείξουμε καμία ενοχή απέναντι στο πρόσωπο του τέρατος. Και συνεχίζει ο μέγας Χατζιδάκις: «Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
[...] Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
[...]».[2] Επίκαιρος παρά ποτέ ο μεγάλος Έλληνας της Οικουμένης. Γεμάτος από την ευαισθησία εκείνη που νικά κάθε θάνατο.
     Το σύστημα, ως η κλειστή εκείνη πραγματικότητα που εγκλωβίζει τον άνθρωπο, συναντάται και σε κάθε μορφή  ζωής, όταν εκείνη στερείται ελευθερίας.  Έτσι και στο σύστημα ο έρωτας για τη ζωή δεν υπάρχει, καθώς υπάρχει μόνο η εωσφορική δίψα για ολοένα αυξανόμενη εξουσία καθώς, «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».
     Έτσι, για έρωτα μιλούν πάντα οι ανέραστοι. Οι αληθινά ερωτευμένοι τον ζουν κι’ έρχονται σ’ έναν δημιουργικό διάλογο μαζί του. Οι αληθινά ερωτικοί άνθρωποι σπάνε κάθε όριο του συστήματος καθώς, «Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι’ αποτελεί πολιτική “παράδοση” η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις “ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις”».
     Και συνεχίζει ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις: «Κι’ είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων” σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες. […] Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει. […] Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς».
     Οι μεγάλοι πάντα είναι μπροστά από την εποχή τους καθώς, «Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω. Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. […] Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. […] Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία. Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. […] Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους».
     Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, η πατρίδα της Δημοκρατίας να ανέχεται τα οποιαδήποτε φασιστικά καρκινώματα; Καιρός για εσωτερική αναζήτηση και αυτογνωσία. Η μόνη διέξοδος μας είναι η δημιουργία. Δεν θα τους φοβηθούμε. Αυτό θέλουν. Η μόνη απάντηση στο φασισμό, είναι η δημιουργική αντίσταση που γεννά τον έρωτα και η αληθινή παιδεία που δημιουργεί ελεύθερα σκεπτόμενους και ανυπότακτους ανθρώπους, οδηγώντας τους στην αγάπη για την ελευθερία εκείνη που καταξιώνει τον άνθρωπο.




[1] Μάνου Χατζιδάκι, Τα Σχόλια του Τρίτου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1980.
[2] Μάνου Χατζιδάκι, Τα Σχόλια του Τρίτου, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1980.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου