Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Από την κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας.



Τον συνάντησα σε μια σειρά ανέργων. Περίμεναν από το άγριο χάραμα να καταθέσουν τις αιτήσεις τους γεμάτοι απελπισία και ελπίδα. 

Αν είσαι νέος, ο χρόνος είναι με το μέρος σου. Μα ο Ηρακλής έχει περάσει τα σαρανταδύο. Οι προσλήψεις γίνονται δυσκολότερες όσο μεγαλώνεις κι όσο τα δικαιώματά σου αυξάνονται λόγω προϋπηρεσίας και παιδιών.

Πριν δυο χρόνια έκλεισε οριστικά η εταιρεία που δούλευε για δεκαπέντε χρόνια. Από τότε μοιράζει βιογραφικά και αιτήσεις όπου προκηρύσσονται θέσεις, όπου κι αν ζητούν άτομα μέσω αγγελιών και εφημερίδων. Τρέχει ακόμα κι όπου απλώς μπορεί να εξασφαλίσει κάποια μεροκάματα.

Στις αρχές ήταν αισιόδοξος. Πίστευε πως ήταν θέμα χρόνου να ταχτοποιηθεί ξανά.
Δύο χρόνια μετά...
Νιώθει ντροπιασμένος και καταρρακωμένος. Είναι φοβερό να ξημερώσει μέρα και να μην έχεις εργασία, εισόδημα. Να αγωνιάς για τον «επιούσιον», να αγχώνεσαι και να ντρέπεσαι για τα χρέη σου, να μην έχεις να ντυθείς. Στην ουσία να μην έχεις μια αξιοπρεπή βιοτή. 

Να φοβάσαι μην τυχόν πάθεις το παραμικρό στην υγεία σου, διότι χωρίς βιβλιάριο ασθενείας και χρήματα πώς θα το αντιμετωπίσεις; Νιώθεις πως είσαι εγκλωβισμένος στο τίποτα, μια που ελάχιστες δυνατότητες δημιουργίας και ψυχαγωγίας σου παρέχονται χωρίς καθόλου χρήματα. Να σε αντιμετωπίζουν κυρίως, οι εργοδότες με ύφος περίεργο, κάποιες φορές υποτιμητικό. 

Ένιωθε πως έχανε σιγά - σιγά την αυτοεκτίμησή του. Δεν έμοιαζε πια με τον Ηρακλή της νιότης του. Τότε που όλα φάνταζαν εύκολα, που τους κρατούσε η αγάπη... Ακόμα και χωρίς χρήματα, μόνο με μια μπίρα στο χέρι σε παγκάκια, σε πλατείες, σε αυλές και παραλίες περνούσαν με την παρέα του τα ωραιότερα Σαββατόβραδα της ζωής τους.

Είχαν φτιάξει ένα μουσικό συγκρότημα. Αρχικά παίζανε για το κέφι τους, για το μεράκι τους... Ήταν τόσο καλοί που κατάφεραν να εμφανίζονται και σε μουσικές σκηνές. Τρελοί από νιάτα και μουσική, σχεδόν τίποτα δεν τους φόβιζε, τίποτα δεν τους σταματούσε, τίποτα δεν τους απογοήτευε. Μα τι συμβαίνει τώρα, τι συνέβαινε τότε;

Ήταν αφελείς ή απλά αισιόδοξοι; Και η ωριμότητα; Τι είναι τελικά η ωριμότητα; Όλοι άλλαξαν από τότε! Γιατί; Εύκολα θα αντάλλαζε την ωριμότητα του με την ζωντάνια και την αισιοδοξία της νιότης του. Ο ίδιος, οι φίλοι του, ακόμα και η γυναίκα του, σε τίποτα δεν μοιάζει με την δυναμική και ρομαντική κοπέλα του συγκροτήματος που ερωτεύτηκε παράφορα.

Παντρεύτηκαν ένα Αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα σ’ ένα παραθαλάσσιο ξωκλήσι. Το γαλανό της θάλασσας και το ροζ του δειλινού συνέθεσαν την στιγμή τους παραμυθένια.
Η νύφη μέσα στο απλό κατάλευκο νυφικό της με γιασεμιά στα μαλλιά και στα χέρια, έλαμπε! Κι εκείνος καμάρωνε την ομορφιά της και την ευτυχία τους.
Οι γονείς, οι κουμπάροι, λίγοι φίλοι και τα παιδιά του συγκροτήματος παραβρέθηκαν στη ζεστή και κατανυκτική τελετή της ένωσής τους.
Στο ξεκίνημά τους δεν είχαν πολλά, αλλά ένιωθαν πως είχαν τα πάντα, αφού είχαν ο ένας τον άλλον.

Μέρα τη μέρα, λιθαράκι - λιθαράκι έχτιζαν την κοινή τους ζωή. Μαζί, δημιουργούσαν και πραγματοποιούσαν τους στόχους τους.
Απέκτησαν δυο πανέμορφα παιδιά.
Μέχρι... Που η καθημερινότητα τους έγινε υπερβολικά δύσκολη. Χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα... Δύο χρόνια, με περιστασιακά μεροκάματα. Οι υποχρεώσεις πολλές, τα παιδιά με τις αξεπέραστες ανάγκες τους. Άγχος, γκρίνια, φόβος. Η γυναίκα του δείλιασε μπροστά σ’ όλα αυτά. Έχασε τον νεανικό, αισιόδοξο και ρομαντικό εαυτό της. Χρειαζόταν ασφάλεια.

Κι ένα βράδυ που γύρισε κατάκοπος από το τρέξιμο της ημέρας, κυνηγώντας δουλειά, βρήκε το σπίτι άδειο εντελώς. Είχε πάρει όλα τα πράγματα και τα παιδιά και είχε φύγει...
Ένα σημείωμα στο πάτωμα με δυο λέξεις: «Δεν αντέχω άλλο!» και η λευκή τους γατούλα να τριγυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Έβγαλε φωνή μεγάλη:
«Δεν είναι αυτό αγάπη...!»
Η γάτα έγινε η μοναδική του συντροφιά.
Μου έλεγε: «Την χάιδευα κι ένιωθα πως έχω ακόμα κάτι ζωντανό!».
Η φυγή της οικογένειάς του τον καταρράκωσε. Από την επόμενη μέρα έβγαινε πάλι στους δρόμους με μια εφημερίδα στο χέρι, αλλά αλλαγμένος, απελπισμένος, με ελάχιστες δυνάμεις.

Βρήκε καταφύγιο για φαγητό σ’ έναν ξενώνα αστέγων. Για να μην «χαραμίζει χρήματα ούτε για την διατροφή του. Ό, τι χρήματα εξοικονομούσε από τα περιστασιακά μεροκάματα, τα διέθετε για τις ανάγκες των παιδιών. Εκεί, στον ξενώνα, απέκτησε κι έναν φίλο ο οποίος, αν και δεν ήταν σε πιο προνομιακή θέση από’ κείνον, τον στήριζε, τον νοιαζόταν...

Μεγάλη εβδομάδα. Πήγαινε στην εκκλησία να ακούσει τα τροπάρια του ανθρώπινου πόνου, της προδοσίας, της αχαριστίας, της μοναχικής σταυρικής πορείας. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε το «συσταυρωθώμεν» με τον Κύριο. Πήγαινε γι ανα ακούσει την υπόσχεση Αναστάσεως. Ανάσταση θα γιόρταζε στον ξενώνα, μαζί με τους νέους του φίλους. Καλά θα ήταν!

Οι άνθρωποι που διακονούσαν εκεί, είχαν πολλή αγάπη και τους φρόντιζαν! Όσο για τους νέους του φίλους ένιωθε πως  ήταν σπουδαίοι. Διότι έκαναν υπομονή, πάλευαν και δόξαζαν για το παραμικρό. Ενώ εκείνος... τόσο δειλός πια!

Και τούτη η αναγκασμένη γιορτή είναι τόσο βαριά για την ψυχή που πονά! Πρώτη φορά χωρίς την οικογένειά του. Ατέλειωτα μόνος. Χωρίς να μπορεί να αγοράσει έστω ένα σοκολατένιο αυγό, μια λαμπάδα ή ένα μικρό δωράκι στις κορούλες του. Από μια κερκόπορτα χάνεται η πόλη της ζωής μας...

Τέτοιες σκέψεις βασάνιζαν την αϋπνία του. Ένα παλιό στρώμα στο πάτωμα και το σπίτι να μοιάζει με λευκό κελί. Κι έρημο... Έρημος, Θεέ μου... Χωρίς τις φωνούλες τους, χωρίς τη μυρωδιά τους, τα γέλια τους. Χωρίς να τον περιμένουν να τρέξουν στην αγκαλιά του, να μείνει στο προσκεφάλι τους για «καληνύχτα», να παίξει μαζί τους... Να ξεχαστεί...

Η γάτα είχε κουλουριαστεί στα πόδια του. Μόλις είχε ξυπνήσει, έξυνε τα νύχια της στην κουβέρτα και νιαούριζε ευχαριστημένη.
Την παρατηρούσε. Ήταν πραγματική συντροφιά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μικρή του κόρη.
Έκλαιγε και τον παρακαλούσε να της πάει την γατούλα της.
«Αμέσως, παιδί μου! Σ’ την φέρνω, μην στενοχωριέσαι!»...



Σίσσυ Κόσσυβα«αγάπης επαίτης στη ζωή μου ξένος»,
Αθήνα 2012, εκδ Αρμός, σελ 79-83.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου