Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Όταν το Ευαγγέλιο βρισκόταν κοντά στο άροτρο








αφιερωμένο,
κατα ένα μέρος,
σε όσους,
η ερχόμενη εβδομάδα,
 είχε ή και έχει ακόμα
κάτι να τους πει...




Η  Δύση  είχε το Μεσαίωνα και η Ανατολή το Βυζάντιο. Από τότε έπαυσε να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στους πλούσιους και το έθνος, ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Ελλάδα. Αντίθετα, οι δυο αυτοί πόλοι συγκρότησαν δυο εχθρικά στρατόπεδα, των τυράννων και των τυραννημένων, ως σήμερα. Η πάλη αυτή παρατηρείται παντού.

Ο λαός δεν κράτησε κανένα στίγμα απ’ αυτή την εποχή και όταν θα ξαναγίνει κύριος του εαυτού του σύντομα κάθε ίχνος της θα εξαφανιστεί. Όλη η διαφθορά και η τυραννία, σε όλες τις μορφές τους, συγκεντρώθηκαν μέσα στην κυβέρνηση. Δεν βρήκαν θέση αλλού: η κοινωνία ήταν λίγο-πολύ ίση και η ριζική ισότητα παρέμεινε κληρονομιά του λαού. Ο κλήρος, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρξε ανέκαθεν και θα στέκεται πάντα με το μέρος του λαού. Έτσι, καθώς ο λαός είχε χάσει την πρωτοβουλία, την κυβέρνηση ανέβαλαν οι διεφθαρμένοι: τούτο εξηγεί γιατί ο ελληνικός λαός μισεί οτιδήποτε προέρχεται από την κυβέρνηση.

Εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε ανάγκη να διδάξουμε στο λαό ότι η αποκέντρωση και η ανεξαρτησία των δήμων πρέπει να αποτελέσουν το θεμέλιο της λαϊκής οργάνωσης και ότι ο συγκεντρωτισμός συνιστά την αιτία του θανάτου της. Ο λαός μας το έμαθε από την ίδια του την ιστορία και τα πνεύματα έχουν πεισθεί γι’ αυτές τις αλήθειες.

Αυτό που στη Δύση ονομάζεται republique, ο ελληνικός λαός το αποκαλεί σύνταγμα. Στο πεδίο αυτού του συντάγματος είμαστε το ίδιο προχωρημένοι όσοι και η Ελβετία, η Αμερική ή η Γαλλία. Η καθολική ψηφοφορία, π.χ., έχει κατοχυρωθεί από καιρό στην Ελλάδα.

Πιστεύουμε ότι είναι περιττό να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η καθολική ψηφοφορία δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, παρά τα αντίθετα: η διαφθορά νομιμοποιήθηκε (μολονότι δεν έχουμε στη χώρα μας αριστοκράτες και παρά το γεγονός ότι ο κλήρος είναι μαζί μας), επειδή οι εκλογές πραγματοποιούνται κάτω από την πίεση της ξιφολόγχης και των πολλών κυβερνητικών τεχνασμάτων.

Ο λαός δεν συμπαθεί το σύνταγμα` μόνον οι αστοί (bourgeois) αυτοαποκαλούνται «συνταγματικοί», όπως στη Δύση αυτοονομάζονται «ρεπουμπλικάνοι» (republicains). Συνεπώς ο ελληνικός λαός, από πολιτική άποψη, κατανοεί τις νέες ιδέες.

Αυτό που στη Δύση ονομάζεται κομμουνισμός (communisme) ή σοσιαλισμός (socialisme), ο ελληνικός λαός το εκφράζει  με τον όρο δημοκρατία (democratie), κυριαρχία του λαού. Το ίδιο πράγμα λέει ο Θουκυδίδης στο λόγο που βάζει στο στόμα του Αθηναγόρα από τις Συρακούσες` ο νεοέλληνας ,μιλά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δυο στοιχεία εμψύχωσαν παλαιότερα την αντίσταση εναντίον της τουρκικής αντίδρασης : οι κλέφτες (οι πιο ανδρείοι από το λαό που ζούσαν οπλισμένοι στα βουνά) και το κατώτερο μέρος του κλήρου.Οι υπέρμαχοι αυτοί του ελληνισμού αξίζουν μιαν ιδιαίτερη προσοχή, γιατί η φυσιογνωμία τους είναι μοναδική μέσα στην ιστορία. Από τη στιγμή που οι κλέφτες πέτυχαν το σκοπό τους - την εθνική ανεξαρτησία μέσω της επαναστάσεως εναντίον των Τούρκων (από το 1821 ως το 1830) - εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, αφού εξέλιπε πια ο λόγος της παρουσίας τους.

Ο κατώτερος κλήρος δεν είναι, όπως συμβαίνει αλλού, ξένος προς την κοινωνία και δεν συγκροτεί μιαν ιδιαίτερη τάξη: κατάγεται από τα ίδια τα σπλάχνα του λαού, περνάει την ίδια ζωή και παραμένει πιστός σ’ αυτόν. Καθώς ο κληρικός νυμφεύεται, γνωρίζει και δοκιμάζει όλες τις ανάγκες της οικογένειας` το Ευαγγέλιο βρίσκεται κοντά στο άροτρο και μόνον όταν εργασθεί ολόκληρη τη μέρα ο παπάς πάει στην εκκλησία. Είναι μόνον ένας απλός χωρικός, απαίδευτος όπως εκείνοι με τους οποίους συμβιώνει, αλλά αγνός, τίμιος και έτοιμος να θυσιασθεί για το λαό στον οποίο ανήκει. Γι’ αυτό και σε όλες τις επαναστάσεις μας ο κατώτερος κλήρος ανελάμβανε την πρωτοβουλία: πάντα πρώτος άφηνε το Ευαγγέλιο και τραβούσε το σπαθί.

 Στα δημοτικά τραγούδια, που εξυμνούν την επανάσταση και τα κατορθώματα των κλεφτών, ο παπάς και η παπαδιά, η κόρη τους και οι αγάπες της παίζουν τον πρώτο ρόλο. Ο κλήρος στην Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει κανένα προνόμιο, αλλά στερείται κιόλας όλα τα πολιτικά δικαιώματα και δεν μπορεί να καταλάβει καμιά θέση στην κυβέρνηση` και αν τύχει και ενδιαφερθεί για τα κοινά, το γεγονός τιμωρείται βαριά ως έγκλημα. Από μιαν ορισμένη άποψη η κατάσταση αυτή θεωρείται άδικη, συνάμα όμως τους αποτρέπει από πολλά κακά. Δηλαδή ο κλήρος δεν μπόρεσε να συμμαχήσει με τους καταπιεστές` αντίθετα, παραμένει εχθρός τους. Η γνώμη του παπά γι ατα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα δεν υπολογίζεται περισσότερο από τη γνώμη ενός χωρικού.

Στη δυτική Ευρώπη ο επονομαζόμενος «χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος» θα θεωρούνταν επιτυχία, ενώ στην Ελλάδα η ίδια η ύπαρξη ενός τέτοιου ζητήματος θα φαινόταν γελοία. Επομένως ο κλήρος δεν έχει σ’ εμάς καμιά ομοιότητα με τον κλήρο στη Δύση και θα ήταν παραφροσύνη να θέλουμε να του επιτεθούμε. Ο λαός θα σας έβλεπε σαν εχθρό και θα προτιμούσε να μην συμμερισθεί το εγχείρημά σας` γιατί στο πρόσωπο του παπά βρήκε πάντα έναν σύντροφο. Άρα πρέπει να περιμένουμε βοήθεια από τον κατώτερο κλήρο και να τον αντιμετωπίζουμε ως σύμμαχο.

Η ανώτερη ιεραρχία είναι στην πλειοψηφία της διεφθαρμένη, βυζαντινή περισσότερο παρά ελληνική. Οι καταχρήσεις τους  έχουν ήδη αποκαλυφθεί δημοσίως και έχει πέσει στην εκτίμηση του λαού. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο και εφόσον είναι εξαιρετικά ολιγάριθμη, δεν αξίζει να της δοθεί σημασία, μια και δεν μπορεί να κάνει τίποτε εναντίον μας.

Ο λαός εννοεί πολύ καλά το οικονομικό ζήτημα και ξέρει με ποιόν τρόπο να το συλλάβει. «Τι κατακτήσαμε, λέει, αφότου κερδίσαμε την εθνική ανεξαρτησία; Όλοι μας πολεμήσαμε και κάψαμε τα καλύβια μας κατά την επανάσταση του  ‘21 για να ελευθερωθούμε` ποιοί επωφελήθηκαν όμως; Οι πλούσιοι. Ο λαός που ήταν φτωχός και δούλοι, δεν είδε καμιά διαφορά στη μοίρα του».

Σήμερα, ο χωρικός όπως και ο εργάτης καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι δουλεύουν πάντα για τους πλούσιους και ότι πρόκειται να παραμείνουν αιώνια φτωχοί, λόγω του μονοπωλίου του κεφαλαίου. Όταν συζητά κανείς μ’ έναν άνθρωπο του λαού για την τωρινή του κατάσταση, για επανάσταση, για κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, θαυμάζει την οξύνοια και την ετοιμότητα του συνομιλητή του και θαρρεί πως βρίσκεται μπροστά σε επαναστάτη που εργάζεται από καιρό γι’ αυτό το σκοπό. Αν τη ζητήσετε την άποψή του, θα σας αποκριθεί: « Ό, τι λέτε είναι σωστό` σήμερα όμως λείπουν οι άνθρωποι που μπορούν να πραγματοποιήσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις` μόνος μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να ξεσηκώσουμε ολόκληρο το λαό σε μια κοινωνική επανάσταση».

Αν του μιλήσετε για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, θα υποθέσει αμέσως κάποια υστεροβουλία εκ μέρους σας, κάποια σκοπιμότητα, γιατί όλοι οι δήθεν φιλελεύθεροι τον εξαπάτησαν πάντοτε, και θα σας απαντήσει ως εξής : «Δεν πιστεύουμε  τα λόγια σας περισσότερο από εκείνα των άλλων, γιατί μας έχουν πάντα ξεγελάσει και τα μάθαμε πια όλα αυτά. Έχετε τίποτε άλλο να μου πείτε; Μήπως μπορείτε να μου βρείτε δουλειά;»




Παναγιώτης Νούτσος, «η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, τ. Α΄(1875-1907)», για τον πρώιμο κοινωνικό ριζοσπαστισμό της Δυτικής Πελοποννήσου, «Δημοκρατικός Σύνδεσμος του Λαού» Πατρών, εκδ Γνώση 1990, σελ 152 - 155.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου