Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Σταύρου Γιαγκάζογλου : Φεμινιστική Θεολογία και Ιερωσύνη των Γυναικών





Στον σημερινό γυάλινο κόσμο των αισθητικών ή παραισθητικών απολαύσεων και της εξουσίας του κέρδους, η θέση της γυναίκας είναι ίσως αντίθετη από εκείνη που οραματιζόταν στις απαρχές του το φεμινιστικό κίνημα. Η γυναίκα αποτελεί το ισχυρό δέλεαρ και χρησιμοποιείται εξευτελιστικά για τις όποιες επιλογές της σύγχρονης καταναλωτικής βουλιμίας. Η φεμινιστική θεολογία και το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στο κλίμα μιας έντονης επίδρασης του εκκοσμικευμένου φεμινιστικού κινήματος στις δυτικές κοινωνίες. Αγαμία και αυθεντία στη δυτική εκκλησία Η προβληματική της φεμινιστικής θεολογίας έχει αφετηρία μία ριζοσπαστική κριτική της αυθεντίας και ιεροκρατικής εξουσίας του άγαμου ρωμαιοκαθολικού κλήρου. Η διάσταση και αντιπαράθεση κληρικών και λαϊκών στα πλαίσια του δυτικού μεσαιωνικού χριστιανισμού που κορυφώνεται με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση, θα αποβεί σταδιακά αντιπαράθεση ανδρών και γυναικών στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αρχικά, η αυθεντία και η ιεροκρατική εξουσία του δυτικού κλήρου παρουσιάζεται ως δυσπιστία και κατόπιν, με την θεσμοθέτηση της αγαμίας, αποκρυσταλλώνεται ως άρνηση της σεξουαλικότητας. Συμβολικά ενδύεται με την καθαρότητα του κληρικού ως οντολογική υπεροχή, ώστε να μπορεί να τελεί την Ευχαριστία. Σ’ ένα τελείως διαφορετικό κλίμα η Ανατολική Εκκλησία αφόρισε «τους ασκούντας παρθενίαν και υπερηφανευομένους έναντι των εις γάμον διατελούντων», «τους μεμφομένους γάμον και έγγαμον γυναίκα», «τους μη θέλοντας λαμβάνειν μετάληψιν θείαν εκ πρεσβυτέρου όντος εις γάμου κοινωνίαν». Παράλληλα, η αριστοτελική προοπτική του Θωμά Ακινάτη θεωρεί ότι η imago Dei αναφέρεται μόνο στον άνδρα. Η γυναίκα κατά την αριστοτελική βιολογία των σχολαστικών είναι ένας ατελής άνδρας που υποτάσσεται ιεραρχικά στην υπεροχή του αρσενικού ανθρώπου. Η Μεταρρύθμιση θα πραγματοποιήσει τη μετατόπιση από τη διαφορά κληρικών (αγαμία) και λαϊκών (αμαρτία των σεξουαλικών σχέσεων) στην ιεραρχική αντιπαράθεση ανδρών και γυναικών. Οι άνδρες ως πρότυπα άσκησης της αυθεντίας και εξουσίας στη ζωή της οικογένειας, της πολιτικής και επαγγελματικής καθώς και της εκκλησιαστικής δομής και ιεραρχίας, θεωρούνται ανώτεροι από τις γυναίκες. Κατά τη Μεταρρύθμιση, όμως, η εκκλησιαστική εξουσία του άνδρα ανήκει όχι πλέον στην κληρικοκρατική άποψη αλλά στον πατέρα της οικογένειας που καθορίζεται ως τέτοια με την προϋπόθεση ότι σχηματίζει με τη γυναίκα του ένα ζεύγος. Η νέα μεταρρύθμιση της εποχής μας ως απελευθέρωση των γυναικών από την κυριαρχία του άνδρα στο σπίτι, την κοινωνία και την Εκκλησία οδήγησε στη χειροτονία των γυναικών, πραγματοποιώντας την «ισότητα» στο επίπεδο της εκκλησιαστικής ζωής. Ο σύγχρονος θεολογικός προβληματισμός Ορισμένες τάσεις της σύγχρονης δυτικής Πνευματολογίας, βοηθούμενες και από την ρωσική σοφιολογία (Al. Boukharev, Vl. Soloviev, και S. Boulgakov) ταυτίζοντας την Σοφία του Θεού με ένα «αιώνιο γυναικείο» στοιχείο στον Θεό ή κάνοντας λόγο για την «υποστατική μητρότητα» του Πνεύματος (P. Evdokimov), καταλήγουν σε συμπεράσματα που αποδίδουν στο ʼγιο Πνεύμα την οντολογία του θηλυκού στοιχείου και έτσι αντλούν επιχειρήματα για μία υπέρβαση της ανδρικής αποκλειστικότητας για την χειροτονούμενη ιερωσύνη. Ο αινιγματικός χαρακτήρας του Αγίου Πνεύματος για τους αμύητους στην εν Χριστώ ζωή οδηγεί σε τελείως ανθρωπομορφικά θεωρήματα για το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. H Fr. Quere θεωρεί ότι οι γυναίκες αποκλείστηκαν από την ιερωσύνη επειδή θα διέτρεχαν ποικίλους κινδύνους σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Δεν είναι δυνατόν, συμπεραίνει, να ανάγονται σε αιώνιους κανόνες οι ιστορικές συνθήκες, δομές και νοοτροπίες μιας ορισμένης κοινωνίας. Η Elizambeth Moltmann-Wendel θεωρεί ότι ο χριστιανισμός υπήρξε για ένα αρκετό διάστημα μία ουσιαστική πηγή ελευθερίας για τις γυναίκες. Ταυτόχρονα όμως άφησε να αναπτυχθεί μία κουλτούρα και θεολογία πατριαρχική. Ο χωρισμός της ανθρώπινης φύσης, κατά τον Philippe Sherrard, σε αρσενικό και θηλυκό γένος έχει την αιτία του στο ότι ο ίδιος ο Θεός περιλαμβάνει στον εαυτό του τις αρχές του ανδρικού και του θηλυκού. Το θείο είναι ανδρόγυνο. Στον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού η ανδρόγυνη αυτή φύση του θείου συγκεντρώνεται σε δύο πόλους: τον άνδρα και τη γυναίκα. Για τον Paul Evdokimov το θηλυκό και το ανδρικό στοιχείο είναι συμπληρωματικά στον άνθρωπο. Η χάρη του Χριστού ανακεφαλαιώνει και ενώνει σε μία πληρότητα εν Θεώ το θηλυκό και ανδρικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Υφίσταται μία μυστική αναλογία ανάμεσα στο ανδρικό στοιχείο και τον Λόγο του Θεού από τη μια, και στο γυναικείο και το Πνεύμα από την άλλη, που ενσαρκώνει, εμπνέει και παρακαλεί. Το ʼγιο Πνεύμα συνιστά «υποστατική μητρότητα» και διαδραματίζει «γεννητικό ρόλο». Η ιερωσύνη δεν ανήκει στα γυναικεία χαρίσματα. Για την Elisabeth Behr-Sigel οι όροι Πατήρ-Υιός-Πνεύμα δεν έχουν καμία σεξιστική-γεννητική σημασία στην Τριαδική θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας. Παράλληλα, η κυριαρχία ανδρικών συμβολισμών στη Βίβλο, δεν αποκλείει και γυναικείες μεταφορές στον Θεό και τον Χριστό χωρίς, όμως, σχέση «σημαντική» με το συγκεκριμένο φύλο (π.χ. τρυφερότητα, μητρική στοργή, «αμνός άφωνος» κ.λπ.). Το σύγχρονο γυναικείο -παρά φεμινιστικό- κίνημα είναι σημάδι μιας μυστικής προώθησης του Αγίου Πνεύματος που ανυψώνει την ανθρωπότητα προς την Τριαδική Βασιλεία. Προκαλεί την Εκκλησία να τοποθετηθεί δίνοντας τη δική της μαρτυρία. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις, εξέδωσε το 1995, μαζί με τον επίσκοπο Διοκλείας Κάλλιστο Ware, βιβλίο όπου τοποθετείται θετικά απέναντι στην ιερωσύνη των γυναικών. Ευνοϊκά διακείμενη στην αναβίωση της γυναικείας διακονίας, η αδελφή Βέρνα Νόρμα Χάρισον είναι αντίθετη, για λόγους λειτουργικού συμβολισμού, στη χειροτονία των γυναικών. Παρ’ όλα αυτά, αποδεικνύει λαμπρά πως η απολυτοποίηση της διαφοροποίησης των ανθρώπινων φύλων (πηγαίνοντας μέχρι την προβολή της στο Θεό), έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα ενάντια στην πρόσβαση των γυναικών στην ιερωσύνη, βρίσκεται σε αντίφαση με την ανθρωπολογία, τη χριστολογία, τη σωτηριολογία και την τριαδική θεολογία των καππαδοκών Πατέρων. Ο Th. Hopko θεωρεί ότι η ιερωσύνη ως λειτούργημα έχει καθαρώς χριστολογικό χαρακτήρα: «Ο ιερέας εκπροσωπεί τον Χριστό ενώ το κλειδί της κλίσεως των γυναικών βρίσκεται μυστικά και θεολογικά στο Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος». Όπως ο τρόπος υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος είναι ασύγχυτος στα πλαίσια της κοινής θείας φύσεως, έτσι το ανδρικό και το θηλυκό φύλο δεν πρέπει να ταυτίζονται, ούτε να συγχέονται όσον αφορά τον ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεως (σε άνδρα και γυναίκα) της κοινής-ομοούσιας ανθρώπινης φύσης. Για τον Alexander Schmemann η ιερωσύνη είναι του Χριστού. Δεν είναι ούτε των ανδρών, ούτε των γυναικών. Η «θεσμική» ιερωσύνη της Εκκλησίας δεν έχει οντότητα από μόνη της. Και αν ο φορέας, η εικόνα της μοναδικής ιερωσύνης, είναι άνδρας και όχι γυναίκα, είναι γιατί ο Χριστός είναι άνδρας και όχι γυναίκα… Το γιατί, συμπεραίνει ο Σμέμαν, δεν επιδέχεται απάντηση από καμία «κουλτούρα», «κοινωνιολογία», «ιστορία» ή «ερμηνεία» αλλά μόνον από την Θεολογία ως θεωρία και μέθεξη της εκκλησιαστικής εν Χριστώ εμπειρίας. Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, το ιερατικό ήθος και αξίωμα ως ευχαριστιακή χρήση του κόσμου ανήκει ομότιμα και στο ανδρικό και στο γυναικείο φύλο. Στην Βασιλεία καταργείται η διάκριση των φύλων, αφού αποτελεί αναγκαιότητα της φύσεως για την αυτονομημένη διαιώνισή της. Πάντως η διαφοροποίηση των φύλων δεν αντιπροσωπεύει μία οντολογική διάκριση (πχ. φύσεως και προσώπου, φύσεως και ενεργειών). Η διάκριση των φύλων είναι μία διαφοροποίηση των φυσικών ενεργειών και δεν συνιστά εικόνα του Θεού, δεν εικονίζει το θείο αρχέτυπο. Η υπέρβαση της διάκρισης των φύλων για την Εκκλησία δεν γίνεται με την συμβατική εξίσωσή τους. Η φυσική διαφορά υπερβαίνεται στην προσωπική σχέση, όταν διατηρείται η διαφοροποίηση των ρόλων ή φυσικών ενεργειών, που αντιπροσωπεύουν τα δύο φύλα. Ο άνδρας με την φυσική-ανδρική του ενέργεια τελετουργεί τη λογοποίηση του κόσμου και της γυναίκας, η οποία συμμετέχει κι αυτή προσφέροντας τη φυσική σάρκα. Η ποιμαίνουσα Εκκλησία κατά την Καίτη Χιωτέλη θα πρέπει να δώσει κάποτε το λόγο στο λογικό της ποίμνιο για την αντιμετώπιση από κοινού των σημερινών και φλεγόντων ζητημάτων. Πότε, επιτέλους, θα βρει και η γυναίκα τη σωστή θέση και αποστολή της στην ανανέωση της Εκκλησίας; Εκκλησιολογία ή κοινωνιολογία ; Οι υποστηρικτές της χειροτονίας των γυναικών θεωρώντας ότι «…η κεχειροτονημένη ιερωσύνη της Εκκλησίας στερείται πληρότητος εφόσον περιορίζεται εις εν μόνο γένος» και ότι η ιερωσύνη των γυναικών είναι «ευλογημένη υπό του Αγίου Πνεύματος…», θέτουν σε ολοκληρωτική αμφισβήτηση την μέχρι τώρα εκκλησιολογική και θεολογική παράδοση. Έτσι, αιώνες τώρα, από την αποστολική περίοδο, η ιερωσύνη της Εκκλησίας δεν είχε πληρότητα ως να μη δρούσε σ’ αυτήν το Πνεύμα του Χριστού ή οι ενέργειες της Αγίας Τριάδος να ήσαν ατελείς! Η φεμινιστική θεολογία και η πρακτική της χειροτονίας των γυναικών φανέρωσε τη διείσδυση κοινωνικών προβλημάτων στην εκκλησιολογία και κοινωνιολογικών αρχών στην θεολογική ερμηνευτική. Στη χριστιανική ανθρωπολογία η σχέση άνδρα και γυναίκας δεν είναι ταυτόσημη με την θεώρηση της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Για την Εκκλησία προέχει και καθορίζει ο θεολογικός και όχι ο κοινωνιολογικός παράγοντας. «παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου». Μιας και τώρα μόλις αρχίζει η θεολογική θεώρηση του θέματος, θα πρέπει να δούμε τι είναι αυτό που εμποδίζει ουσιαστικά και όχι μόνο παραδοσιακά τη χειροτονία των γυναικών. Θα πρέπει να δούμε την ιερωσύνη της Εκκλησίας ως αντανάκλαση της Βασιλείας. Πολλά λειτουργήματα της στρατευομένης εκκλησίας δεν θα υφίστανται στη Βασιλεία. Η ιερωσύνη, όμως, που πηγάζει από το πρόσωπο και το έργο του Χριστού είναι εικόνα και δομή της ίδιας της Βασιλείας. Είναι το μυστήριο που ενοποιεί διά της Ευχαριστίας την Εκκλησία και τον κόσμο ολόκληρο. Η ιερωσύνη των γυναικών εκφράζει την εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας ή σαρκώνει κοινωνιολογικά ενδιαφέροντα, που αυτά αντί της Εκκλησίας αναλαμβάνουν, επί ματαίω, την υπέρβαση των ανθρώπινων διακρίσεων;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου