Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Χρήστος Νάσιος:ΖΕΝ ΚΑΙ ΜΑΪΣΤΕΡ ΕΚΑΡΤ



Θρησκειολογικά παράλληλα στό μυστικισμό
τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης

 

 



«Ἄν συναντήσετε ἕνα Βούδα, σκοτῶστε τον, ἄν συναντήσετε ἕναν
πατριάρχη σκοτῶστε τον, ἄν συναντήσετε ἕναν ἅγιο σκοτῶστε τον
καί θά πετύχετε τήν ἀπελευθέρωση»
                                                                                              Λίν-τσί



«Τό ἀνώτερο καί τό καλύτερο πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος
   εἶναι νά ἐγκαταλείψει τό Θεό γιά χάρη τοῦ Θεοῦ»
                                                                                        Μάιστερ Ἔκαρτ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ







Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΚΥΟΤΟ ΚΑΙ Ο ΕΚΑΡΤ





Μία ἀποτίμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἔκαρτ


Μέσα ἀπό τό σύνολο τοῦ ἔργου του καί ἰδιαίτερα μέσα ἀπό τά γερμανικά κηρύγματά του, γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἀγωνιώδης προσπάθειά του νά εὕρει καί νά ἐκφράσει μέ χριστιανικούς ὅρους τήν ὁδό ἡ ὁποῖα φέρει τόν ἄνθρωπο στό Θεό, ἀλλά καί νά ἐκφράσει τό ἄρρητο βίωμα τῆς μεταξύ τους ἕνωσης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν τελικό σκοπό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Ὄντας βαθύς γνώστης τῆς θεολογίας καί τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς του, χρησιμοποιεῖ καί τίς δύο, ἀλλά ὁ νεοπλατωνισμός, ἤδη παρών στήν πνευματικότητα τῶν δομινικανῶν τῆς ἐποχῆς, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος θά τόν ἐπηρεάσει ἀποφασιστικά στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά συλλάβει καί θά ἐκφράσει τή σχέση μεταξύ Θεοῦ, κόσμου καί ἀνθρώπου. Ἀκολουθώντας τή δυτική θεολογική παράδοση, δέν ἀρκεῖται στόν προσωπικό, τριαδικό Θεό, ἀλλά ἐπιθυμεῖ νά ἀχθεῖ στήν ἄρρητη καί ἀκατάληπτη θεία οὐσία, στήν ἀκίνητη καί ἐν πλήρῃ ἠρεμίᾳ εὑρισκομένη Θεότητα, τήν ὁποία ὀνομάζει βάθος καί τήν ταυτίζει μέ τή νόηση τοῦ Θεοῦ ἢ μέ τό ἀπόλυτο καί καθαρό Εἶναι. Αὐτή περιέχει μέσα της αἰώνια καί ἄχρονα τίς ἰδέες, τίς εἰκόνες ὅλων τῶν πραγμάτων, πρίν αὐτά ἀκόμη δημιουργηθοῦν. Ἀπό αὐτή τήν ἀρχέγονη ἑνότητα τῶν πάντων θά ἐξέλθουν ὅλα μέ μία  σειρά πού θυμίζει τίς νεοπλατωνικές ἀπορροές. Ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό καί μέσα ἀπό αὐτή τήν κίνηση ἀποκτᾶ ὁ Θεός τήν αὐτοσυνείδησία του ὡς Θεός, ἐνῶ ἡ ἀπορροή τῶν ὄντων ἀπό τή Θεότητα ταυτίζεται μέ τή δημιουργία καί ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία τῆς ἑτερότητας.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἰδέα, προϋπῆρχε αἰώνια στή θεία νόηση, στό βάθος τῆς θείας οὐσίας, ἐκεῖ ὅπου ἦταν καί ὁ ἴδιος Θεός ἐν Θεῷ, ἡ καλύτερα μέ τούς ὅρους τοῦ Ἔκαρτ, δέν ἦταν οὔτε Θεός οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτό πού ἦταν στήν ἄχρονη καί  ἀδιαφοροποίητη ἑνότητα τῆς Θεότητας. Μέ τήν ἐν χρόνῳ δημιουργία του λαμβάνει τό δημιουργημένο Εἶναι του καί ἐξέρχεται στόν κόσμο τῆς πολλαπλότητας καί τῆς ἑτερότητας καί συνακόλουθα βιώνει τήν ἀπώλεια τῆς ἑνότητας μέ τό Θεό.  Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό τό δημιουργημένο Εἶναι προικίσθηκε καί μέ ἕνα ἀδημιούργητο, θεῖο Εἶναι, τό ὁποῖο φέρει μέσα του καί γιά νά τό περιγράψει χρησιμοποιεῖ ὅρους, ὅπως βάθος, σπινθήρας, φρούριο, κάτι, συχνά τό ταυτίζει μέ μία ἀνώτερη μορφή νόησης καί αὐτό τό βάθος εἶναι γιά τόν Ἔκαρτ τό ἴδιο μέ τό βάθος τοῦ Θεοῦ. Ἡ συγκεκριμένη διδασκαλία του εἶναι ἡ πιό δυσνόητη καθώς παραπέμπει εὐθέως στόν πανθεϊσμό. Οἱ ἐπικριτές του ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν ἕνα κρίσιμο σημεῖο τῆς διδασκαλίας του, ὅτι αὐτό τό θεῖο καί ἀδημιούργητο κάτι τῆς ψυχῆς δέν τῆς ἔχει δοθεῖ ὡς δικό της, δέν ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο της, οὔτε ἕνα ἀπό τά μέρη της, ἀλλά εἶναι γιά τόν Ἔκαρτ ἀνάλογον τοῦ καθαροῦ θείου Εἶναι ἢ ἀλλιῶς τῆς νόησης.  Γιά νά τό καταστήσει κατανοητό στούς ἀκροατές του χρησιμοποιεῖ μεταφορικές εἰκόνες, ὅπως αὐτή τοῦ ἥλιου πού στέλνει τίς ἀκτίνες του στόν καθρέπτη καί ἐπιστρέφουν πάλι σέ αὐτόν χωρίς ὁ ἥλιος καί ὁ καθρέπτης νά ταυτίζονται ἢ τό παράδειγμα τῆς σφραγίδας πού ἀποτυπώνει τήν εἰκόνα της στό κερί, χωρίς καί πάλι νά ταυτίζονται σφραγίδα καί κερί. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ψυχή φέρει μέσα της τό ἀποτύπωμα τῆς θείας εἰκόνας τήν ὁποία πρέπει νά ἐννοήσουμε περισσότερο ὡς μία σχέση, ἕνα σύνδεσμο ψυχῆς καί Θεοῦ, πού ὅταν ἐνεργοποιηθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ δίδει τή δυνατότητα ἐπανασύνδεσης καί ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ὁ Ἔκαρτ, ἐκτός ἀπό τή βαθιά γνώση τῆς θεολογίας καί τῆς φιλοσοφίας, ἦταν ἐξοικειωμένος ἐπίσης μέ τίς μυστικές παραδόσεις τῆς ἐποχῆς του καί τίς ἔντονες μυστικές ἀναζητήσεις, οἱ ὁποῖες ἦταν ἰδιαίτερα διαδεδομένες κατά τόν ὕστερο Μεσαίωνα. Ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη τῶν πιστῶν νά βιώσουν τή μυστική ἕνωση μέ τό Θεό ὁδηγοῦσε στήν ἐπιδίωξη ὁραμάτων, ἐκστάσεων ἢ στή διαμόρφωση σταδίων ἀνάβασης τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό. Ὅμως ὁ Ἔκαρτ προβάλλει ἕναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης καί βίωσης τοῦ θείου. Ὁ πιστός καλεῖται ὄχι νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί τίς ἀσχολίες του, ἀλλά σέ μία ἐσωτερική ἀπόσπαση, παροτρύνεται νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό τά δημιουργήματα καί νά ἐγκαταλείψει κάθε εἰκόνα καί παράσταση περί Θεοῦ. Κατά παράδοξο τρόπο ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐγκαταλείψει τό Θεό γιά νά εὕρει πραγματικά τό Θεό, πρέπει νά μεταβληθεῖ μέσα του σέ ἀπόλυτη κενότητα γιά νά ἐνεργήσει ἐκεῖ ὁ Θεός. Ἡ ἀπόσπαση (Abgeschiedenheit) ἀποτελεῖ τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά συγκεντρωθεῖ ὁ πιστός στό ἐσωτερικό του καί ἐκεῖ, στό ἀπόλυτο κενό, νά ἀνακαλύψει τό βάθος του καί νά συνειδητοποιήσει τήν ταύτισή του μέ τό θεῖο βάθος[1] .
Ὅταν ὁ πιστός συνειδητοποιήσει βιωματικά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του, τότε καθίσταται δυνατή καί ἡ μυστική ἕνωση μαζί του, ἡ ὁποία κατά τόν Ἔκαρτ λαμβάνει τό χαρακτήρα τῆς γέννησης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος αἰωνίως προϋπῆρχε στό Θεό Πατέρα, γεννᾶται ἐν χρόνῳ καί γίνεται ἄνθρωπος γιά νά δοθεῖ ἡ δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά γίνει «Θεός». Κατά τόν Ἔκαρτ, αὐτό δέν συνέβη ἅπαξ μέ τήν ἱστορική γέννηση τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά συντελεῖται μέ τή διαρκῆ γέννησή του στό ἐσωτερικό τῆς ἀποσπασμένης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ. Τότε ὁ πιστός ἑνώνεται μέ τό Θεό καί γίνεται πραγματικά υἱός Θεοῦ καί μέτοχος τῆς ἐνδοτριαδικῆς ζωῆς, καθώς ἐπαναγεννᾶ τόν Υἱό πίσω στό Θεό, ὅπως οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ἐπιστρέφουν σέ αὐτόν μετά τήν ἀντανάκλασή τους στήν ψυχή - καθρέπτη.
Ὅμως ἡ μυστική ἕνωση, κατά τόν Ἔκαρτ, λαμβάνει ἀκόμη πιό τολμηρό χαρακτήρα ὡς διάτρηση (Durchbruch), ἂν καί ἀναφέρεται πολύ λιγότερες φορές στά κηρύγματά του σέ αὐτήν, σέ σύγκριση μέ τή γέννηση. Ἡ διάτρηση ἀποτελεῖ τήν ἀντίστροφη πορεία ἀπό αὐτήν τῆς ἀπορροῆς ἢ τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἀρχέγονη, ἀδιαφοροποίητη ἑνότητα τῶν πάντων. Τό θεῖο καί ἀδημιούργητο βάθος τῆς ψυχῆς ἐπιστρέφει καί δέν ἀρκεῖται στόν προσωπικό τριαδικό Θεό, ἀλλά τόν διαπερνᾶ γιά νά εἰσχωρήσει στό βάθος τῆς ἀκίνητης Θεότητας. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τή Θεότητα καί ἐπανέρχεται στήν προαιώνια κατάστασή του, ὅταν ὑπῆρχε ὡς ἰδέα στό ἐσωτερικό της.
γέννηση τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή καί ἡ διάτρηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή δέν εἶναι γιά τόν Ἔκαρτ δύο διαφορετικές ἐμπειρίες ἢ πραγματικότητες, ἀλλά ἀποτελοῦν περισσότερο δύο ἀλληλοσυμπληρούμενες καί ἀλληλοεξαρτώμενες ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητας, τῆς βίωσης τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό[2].  Αὐτό τό βίωμα ἑνότητας ἐπιφέρει μία μόνιμη, ὁλοκληρωτική καί ριζική μεταστροφή τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν δημιουργημάτων ἀλλά καί ἀπό κάθε λανθασμένη σύλληψη τῆς πραγματικότητας[3]. Ἡ μόνη πραγματικότητα τήν ὁποία βλέπει, ἀντιλαμβάνεται καί βιώνει, εἶναι αὐτή τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πολύ χαρακτηριστικά λέγει ὁ Ἔκαρτ, ὁ ἄνθρωπος βλέπει σέ ὅλα τά πράγματα τή γέννηση τοῦ Θεοῦ καί τόν ἴδιο τό Θεό, γιατί ὅταν κοιτάζει τό Θεό εἶναι σά νά κοιτάζει ἐπί μακρόν τόν ἥλιο, καί ἀφοῦ στρέψει ἀλλοῦ τό βλέμμα του, βλέπει παντοῦ μόνο τόν ἥλιο[4]. Τότε κάθε πράξη του ἐπιτελεῖται «χωρίς γιατί», ἐπειδή δέν ὑπακούει σέ κανένα ἐξωτερικό αἴτιο, ἀλλά πηγάζει ἀπό αὐτή τήν ἐσωτερική βίωση τῆς ἑνότητας μέ τό Θεό.
Ἐάν πρόκειται νά ἀξιολογήσουμε ἐπιγραμματικά τό μυστικισμό τοῦ Μάιστερ Ἔκαρτ, πρέπει νά ἐπισημάνουμε πώς αὐτός ἔχει ἕναν τελείως ἰδιαίτερο καί πρωτότυπο χαρακτήρα καί εὑρίσκεται στά ὅρια τῆς χριστιανικῆς παράδοσης. Ἡ σύλληψη τῆς θέωσης ὡς γέννησης τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ χριστιανικούς ὅρους, ἀλλά στήν περίπτωση τῆς διάτρησης μέ σκοπό νά ἑνωθεῖ ὁ πιστός μέ τή θεία οὐσία γίνεται πρόδηλο ὅτι ὁ Ἔκαρτ ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ὁποία διαφύλαξε καί τόνισε τήν ἀξία τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδας, στή δυτική παράδοση ἡ ἰσχυρή νεοπλατωνική ἐπίδραση ὁδήγησε στό νά κατανοηθεῖ ὁ Θεός πρωταρχικά ὡς οὐσία καί τά πρόσωπα ὡς ἀπορροές[5]
Πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Ἔκαρτ  υἱοθετεῖ ἐλεύθερα θύραθεν φιλοσοφικές ἰδέες, ἐπειδή πιστεύει ὅτι δέν ἔρχονται σέ σύγκρουση μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια[6] καί στήν περίπτωση του οἱ νεοπλατωνικές ἐπιρροές δέν περιορίζονται στά ἐκφραστικά μέσα, ἀλλά διαμορφώνουν ἀποφασιστικά τόν τρόπο κατανόησης τοῦ θείου, καθώς ὁ τριαδικός, προσωπικός Θεός ὑποχωρεῖ χάριν τῆς Θεότητας, τῆς ἀπρόσωπης καί ἀνέκφραστης θείας οὐσίας. Αὐτός εἶναι καί ὁ βασικός λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ μυστικισμός του ἔγινε τόσο ἑλκυστικός στή σύγχρονη ἐποχή ὥστε νά συγκριθεῖ μέ τίς θρησκεῖες τῆς Ἀνατολῆς καί ἰδιαίτερα μέ τό Ζέν Βουδισμό, ὅπου ἀπουσιάζει κάθε ἀναφορά σέ προσωπικό Θεό.



[1] «His mysticism could be characterized as a mysticism of awareness, as long as we realize that for Eckhart, as for many apophatic mystics, the God who becomes paradoxically present is the “non-God, non-spirit, non-person, non-image” (Pr. 83) found in silence and darkness», B. McGinn, ὅ.π., σ. 132.
[2] Ὁ R. Schürmann, ὅ.π., σ. 162, ἐπισημαίνει ὅτι « γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί διάτρηση εἶναι τά δύο βήματα τῆς ἴδιας πορείας, τοῦ ἴδιου γεγονότος, τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἡ διάτρηση πέρα ἀπό τόν Θεό, οὔτε ἀντιπαρατίθενται οὔτε προστίθενται τό ἕνα πάνω στό ἄλλο».  Πρβλ. ἐπίσης  B. McGinn, ὅ.π., σ. 142-143, Hee-Sung Keel, Meister Eckhart. An Asian Perspective, Louvain 2007, σ. 45.
[3] Πρβλ.  D. Mieth, Meister Eckhart. Mystik und Lebenskunst, Düsseldorf 2004, σ. 88.
[4] DW IV, 488,134-489,138.
[5] Μέ χαρακτηριστικό τρόπο τό ἐπισημαίνει ὁ Lossky, Ἡ μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 19915, σ. 71, «Πράγματι, εἰς τᾶς θεωρητικᾶς προϋποθέσεις τῆς Δύσεως, πᾶσα θεωρία καθαρῶς θεοκεντρική θά ἐκινδύνευε νά δεχθῆ τήν οὐσίαν πρό τῶν προσώπων, νά γίνη εἷς μυστικισμός τῆς “θείας ἀβύσσου”, (Gottheit τοῦ Maître Eckhart), εἷς ἀπρόσωπος ἀποφατισμός τῆς θεότητος – χάους, ἡ ὁποία θά προηγεῖτο τῆς Τριάδος. Οὕτω θά ἐπανήρχετό τις διά μίας παραδόξου στροφῆς, μέσω τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς τόν νεοπλατωνικόν μυστικισμόν».
[6] Πρβλ. C. Radler, Losing the Self: Detachment in Meister Eckhart and Its Significance for Buddhist-Christian Dialogue, στό Buddhist-Christian Studies 26, 2006, σ. 115.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου