Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Γιώργος Κουτσοδιάκος:Erst essen dann miele *







Τώρα πια απολαμβάνω το εύθραυστο προνόμιο της ανεργίας.
Καθώς είμαι διαθέσιμος και φτωχός
(συνθήκες ιδανικές για ν’ ασκήσει κανείς τη δημιουργικότητα του),
κι επειδή ο άνεργος, είτε κάθεται είτε είναι ξαπλωμένος,
πρέπει ν’ απασχολείται με κάτι, γράφω τακτικά
κι αναρωτιέμαι πάνω στο ρόλο της γραφής.

Έτσι συνειδητοποιώ πως οι τεχνικές
της ντανταϊστικής γραφής μού είναι τελείως άχρηστες
προκειμένου να θέσω το ζήτημα που με κατατρώει:
το ζήτημα της αδικίας.

(Υβ Λε Μανάκ)



 
Η δουλική απομίμηση της εργασίας δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο. Αν ωστόσο, υπάρχει κάτι για το οποίο μπορεί να καυχηθεί η δουλική απομίμηση είναι ότι απελευθερώνει τα πάθη. Πρώτα τα καταστροφικά καταναλωτικά πάθη και ύστερα τα δημιουργικά, αυτά δηλαδή που εναντιώνονται στην ίδια τη δουλική απομίμηση της.

Ό διαχωρισμός μεταξύ της δουλικής απομίμησης της εργασίας και αυτής της εργασίας που γίνεται εκούσια μέσα από τη χαρά της μετοχής στην ομορφιά, νομίζω είναι ξεκάθαρος. Η πρώτη έχει αναφορά σε έναν εξουσιαστικό καταναγκασμό ανθρώπου από άνθρωπο, ενώ η δεύτερη, που αναμετριέται με τον ιδρώτα του προσώπου που μοχθεί για να φάει το ψωμί του 1 , εμπεριέχει μια χαρά για τα έργα των χεριών μας που δεν πρέπει να συγχέεται με την υπηρηφάνεια του να έχει κάνει κανείς μια εργασία με τη «χαρά» ότι την εκπλήρωσε 2 , αλλά ότι μετέχει και αυτός δημιουργικά στην διατήρηση της αρχικής ανθρώπινης προίκας όπως και στη διαχείριση ενός κόσμου λείαν καλού.

Αυτό που βαρύνει τους σημερινούς εξοστρακισμένους, δεν είναι κάποιου είδους βιβλική «κατάρα» για αυτόν τον ιδρώτα του προσώπου που μοχθεί για να φάει το ψωμί του, αλλά μια νέα και αδυσώπητη καταδίκη : «Δεν θα φας, διότι ο ιδρώτας του προσώπου σου πλεονάζων και μη εμπορεύσιμος είναι». 3
Φαντάζομαι ότι όταν ο απόστολος Παύλος (ο οποίος ζούσε από τα χέρια του και τα έσκαγε κανονικά στους ρωμαίους φοροεισπράκτορες) έγραφε στην επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς ότι «όποιος δεν θέλει να εργάζεται, αυτός να μην τρώει κιόλας», 4 δεν θα είχε κατά νου τις εκάστοτε εθνικές συλλογικές συμβάσεις, τις απολύσεις ή τα ποσοστά ανεργίας που αυξάνονται καθημερινά, αλλά προφανώς κάτι άλλο, το οποίο δεν αποτελούσε καινούργια χριστιανική ανακάλυψη, αλλά ήταν ήδη κοινός τόπος της ρωμαϊκής ηθικής. Ο Παύλος σαφώς απευθυνόταν σε μερικούς από τους πρώτους χριστιανούς, οι οποίοι εντρυφούσαν τόσο πολύ βαθιά στις σπιριτουαλιστικές τους αναβάσεις και στις εσχατολογικές ερμηνευτικές τους επιδιώξεις, ώστε να επιβαρύνον με την κουτοπόνηρη αεργία τους (που τα φορτώνει όλα στον Κύριο) αυτούς τους φτωχούς που πράγματι είχαν ανάγκη βοηθείας. Απευθυνόταν λοιπόν, σε όσους από οκνηρία «τρώνε το ψωμί των άλλων».

Το ότι μπορεί να μην έχουμε εργασία σημαίνει σαφώς ότι πρέπει και να τρώμε. Το ότι δεν θέλουμε να έχουμε εργασία σήμερα αλλά θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε, μπορεί να σημαίνει κάτι παραπάνω από οποιαδήποτε φαινομενολογική εικοτολογία. Ότι μάλλον τα ανθρώπινα όρια μας, τις αντοχές μας, την βούλησή μας τα έχουν γκρεμίσει εδώ και καιρό.

Και εδώ είναι που εγείρονται τα ερωτήματα του τύπου. Γιατί να προτιμήσει κάποιος να εργασθεί σε συνθήκες που θα τον αναγκάζουν να υποαπασχολείται για δέκα ή δώδεκα ώρες την ημέρα, που να μην ασφαλίζεται για την υγεία του και να μην περιμένει να εισπράξει ούτε στην ώρα του τον πενιχρό μισθό του αλλά ούτε και κάποιο από τα κατοχυρωμένα επιδόματα; Γιατί να περιμένει τα σύγχρονα αφεντικά, τα οποία θα του επιβάλουν να παίρνει τα μισά από όσα έπαιρνε μέχρι χθες και να μην προτιμήσει το επίδομα ανεργίας (του τραγικού αυτού ενός έτους) που θα είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό που θα του δίνουν δουλεύοντας;

Ακόμα όμως και σε ανάλογα ιστορικά ερωτήματα οι εξουσίες έχουν απάντηση και σίγουρα είναι αρκετά πιο έμπειρες ώστε να μην τους είναι καθόλου δύσκολο να μετατρέψουν τα ταμεία πρόνοιας σε νέες μηχανές καταστολής. Για όσους αθλούνται μηνιαίως στις ουρές των γραφείων του ο.α.ε.δ, θα έχουνε νιώσει βαθιά στο πετσί τους αυτή την πίεση που ασκείται από τους υπαλλήλους αυτής της πρόνοιας για την υποχρεωτική εξεύρεση εργασίας των άρτι αφιχθέντων ανέργων, με το ατυχές πρόσχημα, ότι δεν μπορείς να αρνηθείς τη δουλειά που θα σου βρούνε, γιατί απλούστατα υπάρχει κρίση και οι δουλειές είναι δυσεύρετες. Λες και αυτοί δεν υπόκεινται στην ίδια καταστροφική μηχανή της καπιταλιστικής κρίσης.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα παραπάνω συμβάντα θυμίζουν και μια άλλη ιστορική συγκυρία. Στη Γερμανία της δεκαετίας του 30’ λοιπόν συνέβαινε το εξής. Υπήρχε το μεγάλο πρόβλημα των χιλιάδων εσωτερικών μεταναστών που ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο και αναγκάζονταν να ζητούν το επίδομα όχι από την αρμόδια αρχή της ιδιαίτερης πατρίδας τους, αλλά από εκείνη της περιοχής στην οποία βρίσκονταν τη δεδομένη στιγμή. Κι αν η κατάσταση αυτή προκαλούσε εντάσεις και αναταραχές κατά την περίοδο πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τι παρήγαγε με την έλευση της κρίσης, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τη μεταβίβαση η ραγδαία αύξηση της ανεργίας μεταβίβαση της ευθύνης ενίσχυσης των ανέργων από το εθνικό στο τοπικό πεδίο.

Ήταν σε εκείνο ακριβώς το σημείο που ο ρόλος του συστήματος της πρόνοιας ως συστήματος ελέγχου και επιτήρησης ήρθε στο προσκήνιο. Με την πόλωση της σχέσης μεταξύ διοικητικής δομής και ανέργων κατά τη διάρκεια της κρίσης, η πρόνοια έχασε προοδευτικά όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά της ως κοινωνική υπηρεσία και μετατράπηκε σε συμπληρωματικό όργανο αστυνόμευσης της εργατικής τάξης. Μετατράπηκε, με άλλα λόγια, σε όργανο διακρίσεων, διαχωρισμών και υποτίμησης, το οποίο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο επικύρωνε θεσμικά τις κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα θεμέλια του ναζιστικού συστήματος. 5

Σήμερα και η εξαναγκαστική εργασία αλλά και η ανεργία είναι αναπάντεχα άδικα διαλείμματα στις ζωές των ανθρώπων. Το αιώνιο ίσως να ξεκινάει και από την αφορμή τους που ενώ μας ταλαιπωρούν σχεδόν θανάσιμα, δεν τ’ αφήνουμε ποτέ να μας σκοτώσουν.

Χρειάζεται να ξαναβρούμε τους εαυτούς μας, όσοι τους έχουμε χάσει τουλάχιστον και δεν έχουμε τίποτα άλλο να χάσουμε, μακριά από την κρίση της καπιταλιστικής καταστροφικής μηχανής. Και αυτό που προτάσσετε δεν είναι μόνο να διεκδικήσουμε τη μείωση του εργάσιμου χρόνου ή την αύξηση των μισθών, ούτε να κηρύξουμε μια νέα θρησκευτική ή φιλοσοφική αλήθεια.

Αλλά να ζητήσουμε απλά, το ξέφωτο να παραμείνει φωτεινό. 6





«Πρώτα φαί κι ύστερα νοίκι», σύνθημα σε τοίχο εργατικής πολυκατοικίας στη Γερμανία του 30’.
  1. (Γεν. 3:19)
  2. (Χάννα Άρεντ, “η ανθρώπινη κατάσταση”, σελ. 195, εκδ. Γνώση)
  3. (Κείμενα για την εργασία και την κρίση, Gruppe Krisisμανιφέστο ενάντια στην εργασία”σελ.28, εκδτων ξένων)
  4. (Θεσσαλονικείς Β’ 3:10)
  5. (Sergio Bolognaναζισμός και εργατική τάξη”σελ. 88, εκδ. Antifascripta)
  6. (Υβ Λε Μανάκ, «ο κήπος», σελ 110εκδ. Αλήστου Μνήμης)



Γιώργος Κουτσοδιάκος


1 σχόλιο:

  1. Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται
    ζυγόν δουλείας ας έχωσι
    θέλει αρετή και τόλμη
    η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
    Ανδρέας Κάλβος
    Ωδή εις Σάμον

    ΑπάντησηΔιαγραφή