Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Πάνου Νικολόπουλου: Ο νομικός λόγος της Εκκλησίας


Με αφορμή το αφιέρωμα των «νέων εποχών» στο «άλλο πρόσωπο της Εκκλησίας» θα ήθελα να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς για μία άλλη διάσταση του ζητήματος.Συχνά, όταν η πολιτεία προωθεί κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η Εκκλησία εγείρει αντιδράσεις, επειδή χαρακτηρίζει τις προωθούμενες ρυθμίσεις «αντιχριστιανικές». Θεωρεί ότι, σε ορισμένα τουλάχιστον θέματα, πρέπει να έχει βαρύνοντα λόγο στο νομοθετικό έργο. Από άλλους ιδεολογικούς χώρους όμως αμφισβητείται το δικαίωμα της Εκκλησίας σε ένα λαϊκό κράτος να έχει λόγο στο νομοθετικό έργο. Σε ποια πλευρά άραγε βρίσκεται το δίκιο;Είναι γεγονός ότι, από τα ζητήματα για τα οποία διατυπώνει αντιρρήσεις η Εκκλησία, άλλα αφορούν την ίδια σαν οργανισμό (νομικό πρόσωπο) και άλλα αφορούν τους πολίτες. Έτσι, ο νόμος Τρίτση το 1987, που ρύθμιζε ζητήματα της εσωτερικής οργάνωσης και της περιουσίας της Εκκλησίας, αφορούσε την ίδια ως οργανισμό και η ίδια είχε δικαίωμα να αντιδράσει, ενώ η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αφορούσε τους έλληνες πολίτες, οι οποίοι είχαν την αξίωση να επιτρέπεται τουλάχιστον η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητές τους και μάλιστα το ζήτημα να ρυθμισθεί από τη Βουλή με νόμο και όχι από την Κυβέρνηση με υπουργική απόφαση. Επομένως οι πολίτες που είχαν την ευαισθησία αυτή μπορούσαν να κινητοποιηθούν, μέσα από διάφορους φορείς και συλλογικές πρωτοβουλίες, για την ικανοποίηση του αιτήματός τους και όχι η Εκκλησία ως Εκκλησία.Σε άλλες περιπτώσεις πάλι η Εκκλησία, αντιδρώντας σε κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες, φαίνεται να διατυπώνει δημόσιο λόγο  εξ ονόματος της πλειοψηφίας του λαού, η οποία τεκμαίρεται ότι ανήκει στην επικρατούσα θρησκεία. Βεβαίως, εάν ρωτηθούν οι περισσότεροι έλληνες, θα δηλώσουν «χριστιανοί ορθόδοξοι», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και ότι έχουν επιλέξει να ρυθμίζουν κάθε πτυχή της ζωής τους με βάση τη χριστιανική διδασκαλία. Απεναντίας φαίνεται ότι μάλλον η στάση ζωής του μέσου έλληνα καθορίζεται από «κοσμικές αξίες» διαμορφωμένες στο πλαίσιο του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πολιτεία όμως νομοθετώντας, προσπαθεί να λαμβάνει υπόψη τις κάθε φορά επικρατέστερες κοινωνικές αντιλήψεις για τη ρύθμιση ενός ζητήματος, έτσι ώστε  η νομοθετική ρύθμιση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και επιθυμίες  της μεγαλύτερης δυνατής πλειοψηφίας των πολιτών, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή άλλες ιδεολογικές αντιλήψεις.Με τα δεδομένα αυτά λοιπόν η Εκκλησία σε κάθε νομοθετική πρωτοβουλία δικαιούται να διατυπώνει δημόσιο λόγο προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός να υπενθυμίζει στα μέλη της τη διδασκαλία της για τα θέματα του νομοθετήματος που πρόκειται να ψηφισθεί, ώστε να μην κάνουν χρήση του νέου νόμου, εάν έχουν πρόβλημα συνείδησης. Αφετέρου, όταν πρόκειται για ζητήματα που άπτονται γενικότερων αξιών, γύρω από τις οποίες ευαισθητοποιούνται και άλλοι πολίτες ή κοινωνικές ομάδες, η Εκκλησία μπορεί να συμπήξει μέτωπο μαζί τους, στη βάση κυρίως μη θρησκευτικών επιχειρημάτων, με στόχο την αποτροπή ή την τροποποίηση της επιχειρούμενης νομοθετικής ρύθμισης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ν. 3089/2002 για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Η Εκκλησία αντέδρασε έντονα ως προς το σύνολο σχεδόν των ρυθμίσεών του, χωρίς όμως να αποτρέψει την ψήφισή του. Μεταξύ των διατάξεων εν τούτοις του νόμου προβλέπεται και η δυνατότητα της μόνης άγαμης γυναίκας να αποκτήσει παιδί με σπέρμα τρίτου άγνωστου δότη, δηλαδή επιτρέπεται η προσχεδιασμένη γέννηση παιδιών, που θα ανατραφούν ορφανά από πατέρα. Εάν η εκκλησία αρκούνταν στο να διατυπώσει τη διαφορετική άποψή της για τα υπόλοιπα ζητήματα και επικέντρωνε την αντίδρασή της μόνο στο θέμα αυτό σε συνεργασία και με άλλους ευαισθητοποιημένους φορείς και πρόσωπα και στη βάση κυρίως ψυχολογικών και παιδαγωγικών επιχειρημάτων, θα ήταν δυνατό να επηρεασθούν αρκετοί βουλευτές και η κοινή γνώμη και να αποτραπεί η ψήφισή του.Υπάρχουν επίσης νομοθετικές πρωτοβουλίες, τις οποίες, ενώ σύμφωνα με τη διδασκαλία της θα έπρεπε να επικροτεί η Εκκλησία, εν τούτοις τις απορρίπτει ως προσπάθειες αποχριστιανισμού του λαού. Στο ζήτημα του δικαστικού όρκου π.χ., ενώ ρητά στην Αγία Γραφή απαγορεύεται ο όρκος και πολλοί πιστοί αντιμετωπίζουν πρόβλημα συνείδησης όταν καλούνται ως μάρτυρες στα δικαστήρια, η Εκκλησία αντέδρασε στη θέσπιση του προαιρετικού πολιτικού όρκου (διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδηση) στα πολιτικά δικαστήρια, ενώ θα έπρεπε να υπερθεματίσει την επέκτασή του στα ποινικά και τα διοικητικά δικαστήρια. Το 1983 εξάλλου, όταν έγινε η μεγάλη τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου, είχε χαρακτηρισθεί από την Εκκλησία ως καταστροφική για την οικογένεια. Πολλές διατάξεις εν τούτοις του νέου οικογενειακού δικαίου εισάγουν ρυθμίσεις που ενισχύουν το κοινοτικό πνεύμα μεταξύ των συζύγων και παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής μορφών κοινοκτημοσύνης στις περιουσιακές τους σχέσεις, τα οποία αποτελούν στοιχεία της ορθόδοξης θεολογίας του γάμου. Η Εκκλησία όμως αυτές τις διατάξεις ούτε τις επικρότησε, ούτε τις αξιοποίησε ποιμαντικά.Σε άλλα ζητήματα πάλι η Εκκλησία εμφανίζεται προσκολλημένη σε μία συμβολικού χαρακτήρα ρύθμιση και αρνείται οποιαδήποτε επανεξέτασή τους, αγνοώντας την πραγματικότητα, αλλά και το αληθινό πνεύμα της διδασκαλίας της. Το 1983, όταν θεσπίσθηκε το συναινετικό διαζύγιο, θεωρήθηκε καταστροφικό για το γάμο. Σήμερα όμως δύσκολα θα συναντήσει κανείς πνευματικό, ο οποίος δε θα παροτρύνει ζευγάρια, που απέτυχαν στη σχέση τους, να λύσουν συναινετικά το γάμο τους και να μην αντιδικήσουν. Αλλά και η τέλεση του γάμου έχει προσλάβει για όλες τις αντιπαρατιθέμενες πλευρές τεράστια συμβολική σημασία. Τι σημαίνει αλήθεια ισόκυρος πολιτικός και θρησκευτικός γάμος;  Ότι και ο ιερέας συντάσσει βεβαίωση, βάσει της οποίας ο δήμαρχος συντάσσει τη ληξιαρχική πράξη. Αυτό εν τούτοις είναι στοιχείο πολιτειακής εξουσίας και όχι στοιχείο του μυστηρίου του γάμου και αν αφαιρεθεί από τον ιερέα, σε τίποτε δε θα αλλοιωθεί το μυστήριο. Αν δηλαδή για την πολιτεία ο γάμος  τελείται μόνο με την υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης στο δημαρχείο και μετά το κάθε ζευγάρι έχει την ευχέρεια να  πραγματοποιήσει την τελετή που ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις του, δε θα υπάρχει κανένα πρόβλημα για τους πιστούς. Αν όμως επιχειρηθεί να επιβληθεί σε όλους μία υποχρεωτική πανηγυρική τελετή στο δημαρχείο, αυτό θα έχει χαρακτήρα ιδεολογικής επιβολής σε βάρος των πιστών κάθε θρησκεύματος. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση του προσηλυτισμού. Κατηγορείται η Εκκλησία ότι εμμένει στη διατήρηση ενός μεταξικού νόμου, ο οποίος μάλιστα περιέχει έναν αόριστο και επικίνδυνο ορισμό του εγκλήματος του προσηλυτισμού. Δε θα είχε κανένα πρόβλημα η Εκκλησία να συμφωνήσει στην κατάργησή του και στη θέσπιση μία σύγχρονης ρύθμισης με σαφή ορισμό της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος και πρόβλεψη σοβαρών ποινών φυλάκισης, σε αντίθεση με κάποιες προτάσεις που αρκούνται στην επιβολή προστίμου, γιατί ο καταχρηστικός προσηλυτισμός συνιστά πολύ σοβαρή επέμβαση στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών.Μία άλλη περίπτωση εξάλλου, που επισύρει συχνά έντονες αντιδράσεις από τη μεριά της Εκκλησίας, αποτελεί η δημόσια παρουσίαση έργων τέχνης που χαρακτηρίζονται ως «βλάσφημα». Είναι απορίας άξιο πως δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό ότι οι μόνες συνέπειες της δικαστικής αντιμετώπισης των «βλάσφημων» έργων τέχνης είναι ότι διαφημίζονται και προσελκύουν περισσότερους θεατές ή αγοραστές και οι δικαστικές αποφάσεις τους προσδίδουν μεγαλύτερη αξία από εκείνη που πραγματικά έχουν. Αφού όμως ο ίδιος ο Θεός-Δημιουργός έχει δώσει την ελευθερία στον άνθρωπο να τον αρνηθεί, είναι εύλογο οι αρνητές να προσδίδουν στο πρόσωπο του Χριστού ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αλίμονο αν η Θεότητα του Κυρίου είχε ανάγκη από δικαστική προστασία. Η αναγνώριση στον καθένα της ελευθερίας έκφρασης και η απάντηση σε ό,τι θεωρείται «βλασφημία» με το έμπρακτο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας αποτελούν μάλλον την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.Συμπερασματικά διαπιστώνεται ότι η σχέση της Εκκλησίας με το νομοθετικό έργο και τη δικαστική πρακτική συνιστά μία διαρκή πρόκληση για την αυτοσυνειδησία της και την αποφυγή του πειρασμού της εκκοσμίκευσης, που προβάλλει μέσα από την τάση της για συνδιαχείριση του νομοθετικού έργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου