Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Δημήτριος Μόσχος:Η Θεολογική Σχολή Αθηνών στο σταυροδρόμι.










Με αφορμή την εκλογή νέου κοσμήτορα θα ήταν χρήσιμο ένα σχόλιο για τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, τον αρχαιότερο κι ένα από τους βασικότερους θεσμικούς μηχανισμούς κατάρτισης θεολόγων στη σύγχρονη ελληνική πολιτεία με δεδομένο το ρευστό τοπίο που προέρχεται από τρεις καίριες αλλαγές: την κυοφορούμενη αλλαγή του πανεπιστημιακού τοπίου με δραστικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο (συγκεντρωτικότερο) και τη χρηματοδότηση, την αναγκαστική τοποθέτηση στη νέα δομή της συμφωνίας της Μπολόνια (τριετείς σπουδές για Bachelor και άλλα δύο για Master) και την προσθήκη ενός σημαντικού τμήματος μαθημάτων διδακτικής (περί τα 8-10 σύμφωνα με την 46820/15.04.2011 εγκύκλιο του Υπουργείου) για να δίνεται πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας που θα επιτρέπει στους αποφοίτους συμμετοχή στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ για να διοριστούν στην εκπαίδευση. Οι Θεολογικές Σχολές πρέπει προδήλως να συμμετάσχουν σ’ αυτές τις αλλαγές, που όμως ούτε ξεκάθαρες είναι, ούτε οριστικές και δεν γνωρίζουμε και σε ποιον βαθμό θα πραγματοποιηθούν. Κοντά σ’ αυτά υπάρχει και η επώδυνη εκκρεμότητα του ενός εκ των δύο Τμημάτων (Κοινωνικής Θεολογίας) της Θεολογικής Αθηνών (ανεξάρτητα από τα πώς και τα γιατί που ορθώνονται πελώρια).
Η ύπαρξη ενός τόσο ρευστού τοπίου είναι για κάθε σοβαρό και ορθολογικό εγχείρημα και κάθε εργασιακό περιβάλλον ήδη ένας αβάσταχτα ανασταλτικός παράγοντας. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και άλλα εγγενή προβλήματα που αφορούν τη σχέση της ελλαδικής ακαδημαϊκής θεολογίας με την ελληνική κοινωνία, το διεθνές περιβάλλον, τη δραματική υποχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου κλπ. κατανοούμε πόσα πολλά βήματα πρέπει να γίνουν και σε πόσο σύντομο χρόνο, ώστε η Θεολογική Σχολή Αθηνών να εκπληρώσει το σκοπό ύπαρξής της, που δεν είναι η κατάρτιση στελεχών θρησκευτικής εξουσίας αλλά ο προφητικός λόγος για τα τίμια της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι, ίσως, λίγο γνωστό στον έξω κόσμο, ότι και στα ίδια τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας στη Θεολογική έχει αρχίσει μια αρκετά ενδιαφέρουσα συζήτηση, ήδη από τη στιγμή που η Σχολή μπήκε στις διαδικασίες εσωτερικής και (οσονούπω) και εξωτερικής αξιολόγησης και άρχισε να εκπονεί ένα σχέδιο στρατηγικής, που οπωσδήποτε χρειάζεται ακόμη επεξεργασία. Στα πλαίσια αυτά (έχει τονιστεί από πολλούς ότι) είναι απαραίτητο να βγει κανείς από τις συνήθεις ισορροπίες, τις προσωπικές αντιπαραθέσεις και τη στείρα παρελθοντολογία (και ως νοοτροπία ιδρύματος και ως μέθοδο εργασίας), να ξανακοιτάξει κατάματα και συνολικά τι είδους έργο επιτελεί η Σχολή (ανεξάρτητα από το πόσα Τμήματα θα υπάρχουν, αν θα υπάρχουν), πώς το επιτελεί και άρα τι πρέπει να γίνει για να το αξιολογήσει, να το βελτιώσει και τέλος να βρει τους πόρους και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο γι’ αυτό.
Ο προβληματισμός (στον οποίο θέλει και ο γράφων να συμβάλει) οφείλει οπωσδήποτε να περνά από μια ουσιαστική αναμόρφωση του προγράμματος έχοντας κατά νου τη δημιουργία κατευθύνσεων (ή και προγραμμάτων σπουδών) με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μια προεργασία που έχει ήδη γίνει (και ο νέος κοσμήτορας υπήρξε ουσιαστικός μοχλός σ’ αυτήν) ανέδειξε την ανάγκη για κατευθύνσεις: θεωρητική (για εκπαιδευτικούς, ιερείς και ερευνητές), κοινωνικής εργασίας (για ποιμαντικούς συμβούλους και κοινωνικούς εργάτες) και πολιτισμού. Γι’ αυτά θα χρειαστεί ένα άλλο πρόγραμμα σπουδών και περισσότερα μαθήματα με όψη το σήμερα (Ιεραποστολική, ιστορία της σύγχρονης θεολογικής σκέψης κλπ.). Δίπλα στο ζήτημα του προγράμματος θα μπορούσαν να προστεθούν άξονες με βαθμολόγηση, όπως βαθμός α) σύνδεσης με την παραγωγή και την κοινωνία, β) συμμετοχής στην έρευνα, γ) διεθνούς παρουσίας (συμμετοχή μελών ΔΕΠ σε διεθνή γεγονότα και προσκλήσεων ξένων) και δ) ανάπτυξης υποδομών.
Δυστυχώς, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς: οι υποψηφιότητες συμμετοχής στα προγράμματα Ηράκλειτος και Θαλής της Σχολής δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχουν ευοδωθεί. Η υλικοτεχνική υποδομή εξακολουθεί να είναι στη βασική διδασκαλία και έρευνα ελλιπέστατη. Όμως, υπάρχουν και θετικές συνθήκες: οι θεολογικές σπουδές δεν χρειάζονται βαριά και πολυδάπανη τεχνολογία. Η ψηφιοποίηση πολλών πηγών έχει σε μεγάλο βαθμό γίνει από διάφορους φορείς και ιδιαίτερα από το ίδιο το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο το οποίο δίνει και ηλεκτρονική ψηφιακή πρόσβαση σε πολλά άρθρα. Η κυκλοφορία διαδικτυακών μέσων επιστημονικής επικοινωνίας (ψηφιακά περιοδικά, ιστοσελίδες κλπ.) έχει ήδη δοκιμαστεί αλλού και μπορεί να λειτουργήσει, ώστε για παράδειγμα η Επετηρίδα (που τώρα είναι απροσπέλαστη) να γίνει προσπελάσιμη παντού. Ένας επιστημονικός εκδοτικός οίκος (για θεολογικές εργασίες), περιοδικό με διεθνείς κριτές και κάποια ινστιτούτα μπορεί να είναι ένα επόμενο βήμα. Η αξιοποίηση του πλήθους αλλοδαπών φοιτητών από τη Μ. Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη ένα άλλο.
Ολ΄ αυτά φυσικά δεν είναι ικανή συνθήκη για μια ουσιαστική πρόοδο της θεολογίας στην Ελλάδα. Είναι όμως, τουλάχιστον, αναγκαία. Η βασική της προϋπόθεση είναι απροκατάληπτη και αυτοθυσιαστική στάση απέναντι στη διακονία της θεολογίας με κριτικό βλέμμα ανάμεσα στη μικρή πτωχευμένη και επαρχιώτικα εσωστρεφή Ελλάδα αφ’ ενός και στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια αφ’ ετέρου, όπου και οι ξένες ορθόδοξες πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές είναι πια μια εμπεδωμένη πραγματικότητα. Στην κατάσταση αυτή φατρίες, παρεΐστικες νοοτροπίες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, συντεχνιακές αντιλήψεις και ζηλόφθονος ανταγωνισμός είναι επικίνδυνες πολυτέλειες.


Δημήτριος Μόσχος, Λέκτορας Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου