Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Ανδρέας Αργυρόπουλος (2011) H Θεολογία της απελευθέρωσης στο μάθημα των θρησκευτικών,


Ανδρέας Αργυρόπουλος (2011) H Θεολογία της απελευθέρωσης στο μάθημα των θρησκευτικών, Αθήνα: manifesto

Κριτική παρουσίαση: Γ.Δ.Καπετανάκης, Θεολόγος.


 

O A.A. εξέδωσε το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του, σε συνεργασία με το γνωστό στους θεολογικούς κύκλους περιοδικό για τον πολιτισμό και την πολιτική manifesto. Είναι η προσπάθειά του να ενδυναμώσει τους σύγχρονους θεολόγους της δημόσιας εκπαίδευσης στην πορεία του εκσυγχρονισμού του μαθήματος και της  εκλαΐκευσης των θεολογικών εννοιών του κοινοτισμού και της συμμετοχικότητας στο χριστιανισμό, όπως αυτά προτάθηκαν από το κίνημα του 20ου αιώνα που ονομάστηκε Θεολογία της Απελευθέρωσης.

Η  Θεολογία της Απελευθέρωσης αποτέλεσε το εργαλείο αυτό προσδιορισμού των λαών της Λατινικής Αμερική στον αγώνα τους για αποδέσμευση τόσο από τα κράτη αποικιοκράτες όσο κι από την κεντρική εξουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σε μια περίοδο γύρω από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο εστιάζοντας κυρίως στην  έννοια της κοινότητας. Μία έννοια που θα μπορούσε να είναι εν ισχύ στις μέρες μας· που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμβατή με την ατομικότητα, τη μεγάλη κλίμακα και το σύνθετο χαρακτήρα των συγχρόνων κοινωνιών, προσδίδοντάς τους ασφαλώς διαφορετικό χαρακτήρα.

Πιστεύουμε ότι η έννοια της κοινότητας θα είχε και σήμερα αξία, όπως την προσέγγισε στο βιβλίο Κοινότητα και Κοινωνία  ο Γερμανός κοινωνιολόγος Φ. Τένις, (1856-1936·) έργο θεμελιωτικό για τον σύγχρονο κοινοτισμό, αφού σ' αυτό αντιδιαστέλλονται για πρώτη φορά η «κοινότητα» προς την «κοινωνία» με τον ιδιαίτερο τρόπο της κοινοτιστικής σκέψης. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν τους δύο αυτούς όρους ως συνώνυμους, ή για να δηλώσουν απλές διαφορές μεγέθους, βαθμού συνοχής κ.ά.

Σε αντίθεση προς τις «ολιστικές» θεωρίες (Marcel  Mauss, Louis Dumont κ.ά.) ο Tönnies δεν βλέπει την κοινότητα σαν συλλογική οντότητα, σαν συλλογικό υποκείμενο αλλά θέτει στη βάση του θεωρητικού του οικοδομήματος τους ανθρώπους όπως αυτοί κατανοούνται στο πλαίσιο της νεωτερικής συνθήκης, ως ατομικές κατ’ αρχήν υπάρξεις. Αυτά τα άτομα, υποστηρίζει ο Tönnies, αυτοπροσδιορίζονται ανάλογα με το εσωτερικό κίνητρο, τον τύπο της θελήσεως που τα οδηγεί κατά περίπτωση να συγκροτούν δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Έτσι «κοινότητα» και «κοινωνία» είναι στον Tönnies δυο διαφορετικοί τύποι κοινωνικότητας, δυο ιδεότυποι κοινωνικού δεσμού.
Ως «κοινότητα» καταδεικνύει κάθε δεσμό που πηγάζει από τη φυσική θέληση των ανθρώπων να είναι μαζί εξ αιτίας κάποιου πηγαίου συνδέσμου, ζωτικού για την ύπαρξή τους και ως «κοινωνία»  κάθε δεσμό που βασίζεται στη λογική θέληση για συνεργασία προς επίτευξη ενός κοινού στόχου που προκύπτει από υπολογισμό. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για σχέσεις ειρηνικής συνύπαρξης και αμοιβαίας αλληλεγγύης. Από τη διαπλοκή και τη σύμμειξη των δύο αυτών  ιδεοτύπων προκύπτουν όλες οι πραγματικές σχέσεις και δομές κοινωνικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης που συναντάμε στην ιστορία και στην καθημερινή ζωή. Ακολουθώντας έτσι μια διαδοχή, που ξεκινά από τις σχέσεις αίματος (πατέρας-υιός, σχέσεις αδελφών), περνά στη φυσική εγγύτητα (συνοικίες, χωριά) και φτάνει στη διανοητική-πνευματική εγγύτητα (έθνη, θρησκείες), βρίσκουμε διαφορετικές μορφές κοινότητας τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη κλίμακα, σε τοπικό ή οικουμενικό επίπεδο, από τη στοιχειώδη σχέση δύο ανθρώπων ως τις πιο σύνθετες και πολύπλοκες υπερεθνικές δομές.
Με τον τρόπο αυτό ο Tönnies κατόρθωσε να μιλήσει για το κοινοτικό πνεύμα σ’ ένα πλαίσιο διαχρονικό, υιοθετώντας αλλά και εμπλουτίζοντας τη νεωτερική σκέψη.
  Προσπάθησε να πραγματώσει, πιστεύουμε, όλο το κίνημα της Θεολογίας της απελευθέρωσης τη θεωρία αυτή και να προσδιορίσει εξ αρχής τη σχέση της τοπικής κοινότητας με την κεντρική εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία, πέρα από επιμέρους παραδόσεις και  χωρίς φορμαλιστικούς περιορισμούς όπως το μικρό μέγεθος ή η  χωρική εγγύτητα κλπ, αντιδιαστέλλοντας  τα στον ατομοκεντρισμό του νέο φιλελευθερισμού ή/και απολυταρχισμού, όπως τις εξέφραζαν οι εγκάθετες κυβερνήσεις και οι παρά εκκλησιαστικές οργανώσεις (πρβλ. χαρακτηριστικά την περίπτωση της Χιλής: Πινοσετ και Opus Deı).
Ο Α.Α. προσεγγίζει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του τη διαχρονικότητα και αναγκαιότητα της θεολογίας της απελευθέρωσης ως εργαλείο επανευαγγελισμού της εκκλησίας μας αλλά και εκκλησιαστικοποίησης του απομαγευμένου σύγχρονου κόσμου μας. Η εκκλησία στο σύγχρονο κόσμο δε μπορεί να είναι μακριά από τους φτωχούς και τα μεγάλα λαϊκά στρώματα, αφού αυτά είναι  πια ο Λαός του Θεού κι οφείλει να τους αποκαθάρει από την άγνοια και την καταπίεση, ως άλλος Νιπτήρ. Η Εκκλησία, ως λαός του Θεού πρέπει να απαλλαχθεί από την κληρικοκρατία ως δείγμα ενότητας και ισότητας όλων των συμμετεχόντων. Ο Gustavo Guıtıerrez στη μελέτη του «Θεολογία από την αθέατη πλευρά της ιστορίας»  έγραφε: «Αυτήν την εποχή δίνεται ολοένα και σαφέστερα η εντύπωση σε πολλούς χριστιανούς ότι η εκκλησία, αν θέλει πραγματικά να είναι πιστή στον Θεό του Ιησού Χριστού, πρέπει να συνειδητοποιήσει για τον εαυτό της ότι ξεκινά από κάτω, από τους φτωχούς αυτού του κόσμου, από τις αξίες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, από τις υποτιμημένες φυλές, από τους περιθωριοποιημένους πολιτισμούς. Πρέπει να κατέλθει στον Άδη αυτού του κόσμου και να κοινωνήσει με τη δυστυχία, την αδικία, τους αγώνες και τις ελπίδες των κολασμένων της γης, γιατί σε αυτούς ανήκει η Βασιλεία των ουρανών…».  
Στη συνέχεια μας παρουσιάζει όλες τις εκδοτικές προσπάθειες στον ελλαδικό χώρο και το καταφέρνει πολύ καλά βασισμένος  και στην παλιότερη ενασχόλησή με τα τον κόσμο των εκδόσεων. Εδώ, θα πληροφορηθούμε για τις εκδόσεις των Καμάρα, Τόρρες, Ρομέρο και των άλλων θεωρητικών του κινήματος, κυρίως από κοσμικά/λαϊκά βιβλιοπωλεία, αφού οι ελλαδικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι προσπάθησαν να αγνοήσουν όλη αυτή την αναγέννηση της θεολογίας στη δυτική διανόηση. Οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι Ν. Νησιώτης και Ι. Πέτρου ήταν οι φωτεινές εξαιρέσεις του φοβικού κλίματος που είχε δημιουργήσει η εγκάθετη επταετής δικτατορία και στην ελλαδική χριστιανική κοινότητα.
Όλο αυτό το φοβικό κλίμα περνά και στα σχολικά εγχειρίδια της θρησκευτικής αγωγής, θέμα που απασχολεί το συγγραφέα στο τρίτο κεφάλαιο του πονήματός του. Από αυτά του 1986 έως και τα του 2006, είκοσι χρόνια δηλαδή εκπαιδευτικού έργου, οι αναφορές είναι ελάχιστες στο συγκεκριμένο ανανεωτικό κίνημα κι ακόμα λιγότερες στις άλλες Θεολογίες της Απελευθέρωσης: τη Μαύρη, του Τρίτου Κόσμου και τη Φεμινιστική  αγνοώντας και την παιδαγωγική παρεμβατικότητα, στα θέματα της πολιτισμικής ανάπτυξης,  τουPaulo Freire. Τα Αναλυτικά Προγράμματα του 1983 προβλέπουν την παρουσίαση της και θα λέγαμε ότι είναι ένα θετικό πρώτο  βήμα. Οι αντίστοιχες διδακτικές ενότητες που δημιουργούνται από τους συγγραφείς των εγχειριδίων είναι το δεύτερο  βήμα για την κοινοποίηση των αρχών του κινήματος σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και η έξοδός του από την αφάνεια που το είχαν καταδικάσει οι εκκλησιαστικοί κύκλοι. Έτσι, οι μαθητές του ελληνικού δημόσιου σχολείου γίνονται μέτοχοι της σύγχρονης  αυτής θεωρίας της εκκλησιαστικής κοινότητας αλλά και της δημοκρατικής δομής και λειτουργίας της ως μοχλός πραγμάτωσης της.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι μια ανθολόγηση αποσπασμάτων των προαναφερθέντων κειμένων με κύριο στόχο του συγγραφέα τη χρήση τους στην εκπαιδευτική πράξη από το σύγχρονο θεολόγο ώστε ο μαθητής να αισθανθεί ότι η εκκλησία είναι πρωτίστως δική του υπόθεση κι όχι μια κλειστή κοινωνική ομάδα διατήρησης κοινωνικών προνομίων κι αναπαραγωγής στερεοτύπων. Ο κάθε νέος μπορεί να προσεγγίσει την εκκλησιαστική κοινότητα ισότιμα, και να προσπαθήσει να την κάνει και δική του υπόθεση κι όχι να είναι μια κληρικαλιστική θέσφατη δομή αποκλεισμών. Κι αυτό θα γίνει μέσα από ένα μάθημα που θα βασίζεται στις δημοκρατικές αρχές και στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Η θρησκευτική αγωγή οφείλει στον εαυτό της αρχικά και στους μαθητές στη συνέχεια, να υιοθετήσει σύγχρονα θεολογικά ρεύματα και να προσδιοριστεί ως πρωτοπόρα διανοητική πρακτική εάν θέλει να ξαναγίνει κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας κι όχι απλά ένα ακόμη μάθημα, ίσως κι επιλεγόμενο ή άχρηστο. Και η θεολογία της απελευθέρωσης μπορεί να προσφέρει τα εργαλεία προς αυτή την κατεύθυνση.
Να κλείσουμε την παρουσίαση του βιβλίου με ένα ενδεικτικό απόσπασμα (σελ50) του Γκουσταύο Γκουτιέρες: «η θεολογία της απελευθέρωσης είναι μια προσπάθεια να βρεθεί μια γλώσσα, με την οποία να μιλήσουμε για την Αγάπη του Θεού στους θεόφτωχους χριστιανούς αυτής της Ηπείρου…η εκκλησία δεν είναι καταφύγιο μακριά από την πόλη. Ακολουθεί τα βήματα εκείνου του Ιησού που έζησε, δούλεψε, αγωνίστηκε και πέθανε στο κέντρο της πόλης…χωρίς στράτευση στο πλευρό των φτωχών, δεν μπορεί να υπάρξει χριστιανική ζωή».


εφημερίδα  ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ 15/06/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου