Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Γεωπολιτικές παρατηρήσεις / του Oικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου





Allocution du patriarche Bartholomeos Ier (μτφρ: Νίκος Ράπτης/PPOL)©IFRI
[Image]
Εκ φύσεως και λόγω της αποστολής του, είναι αναμενόμενο , το «γαλλικό ινστιτούτο διεθνών σχέσεων» (IFRI) να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη γεωγραφική και την πολιτική διάσταση τηςπίστεώς μας, παρά την ιστορία και δόγματά της, στα οποία συνήθως μας καλούν να αναφερθούμε.
Κι όμως, για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς, η γεωγραφική διάσταση –το περιβάλλον, η γεωπολιτική- μόνο ξένα δεν είναι. Στα ίδια τα τοπία που έχουμε διαμορφώσει, όπως π.χ. στα μοναστήρια μας, εκφράζουμε τη σχέση μεταξύ πνευματικότητας και ύλης, στην οποία πιστεύουμε. Και χωρίς να αναζητούμε την πολιτικοποίηση, η ορθοδοξία δεν είναι ξένη προς την πολιτική, ιδίως στο πλανητικό επίπεδο. Είτε πρόκειται για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φύσης, είτε για τα πολιτικά διακυβεύματα που σχετίζονται με τις διαφορές στην Οικουμένη, η πολιτική διάσταση αποτελεί για μας μια σημαντική παράμετρο.
Ατμόσφαιρα παρακμής
Εδώ και μερικά χρόνια, η σύγχρονη κοινωνία βιώνει μια αίσθηση απαισιοδοξίας όσον αφορά το μέλλον του δυτικού πολιτισμού. Η τρομοκρατική απειλή, η οικονομική κρίση, η υπερχρέωση των κρατών, η ενίσχυση νέων, αναδυόμενων δυνάμεων, είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που τροφοδοτούν το κλίμα αυτό
«Οικολογία και γεωπολιτική μοιάζει να συγκλίνουν, σε μια θεμελιακή διερώτηση όσον αφορά αυτό καθ' αυτό το μέλλον του δυτικού πολιτισμού»
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη προβληματίζεται για την επικείμενη παρακμή της. Πολλοί σημαντικοί διανοούμενοι του 20ού αιώνα, σαν τους Όσβλαντ Σπένγκλερ (OswaldSpengler), Πολ Βαλερί (Paul Valéry), Αλμπέρ Ντεμανζόν (Albert Demangeon) ή 'Αρνολντ Τόινμπι (Arnold Toynbee) είχαν κι άλλοτε αναφερθεί στην προοπτική της παρακμής της Ευρώπης.Αλλά σήμερα αυτή η συζήτηση λαμβάνει μεγαλύτερη έκταση από ότι παλαιότερα. Συμβάλλουν σε αυτό οι πρωτοφανείς προκλήσεις, άγνωστες στο παρελθόν, όπως π.χ. η υπερθέρμανση του κλίματος, αλλά και οι επιπτώσεις μιας ενοποίησης του κόσμου πολύ βαθύτερης και εκτενέστερης από εκείνη που είχε πραγματοποιηθεί πριν το Μεγάλο Πόλεμο, υπό την αιγίδα των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων.
Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δεν μπορεί παρά να τροφοδοτούν αυτές τις ανησυχίες. Η διπλή καταστροφή στην Ιαπωνία, σεισμική και πυρηνική, έδειξε πόσο περιορισμένη είναι η δυνατότητά μας να ελέγχουμε τις δυνάμεις της φύσεως. Αλλά και οι εξεγέρσεις, οι καθεστωτικές αλλαγές και οι εμφύλιοι πόλεμοι αμφισβητούν τη δυνατότητα της δύσης να βοηθήσει τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής στην οδό της ειρήνης και της ανεκτικότητας. Οικολογία και γεωπολιτική μοιάζει να συγκλίνουν, σε μια θεμελιακή διερώτηση όσον αφορά αυτό καθ' αυτό το μέλλον του δυτικού πολιτισμού.
Αλληλεξάρτηση οικολογίας και γεωπολιτικής
Κατ' αρχήν αυτά τα δύο επίπεδα μοιάζουν διαφορετικά, ασύνδετα. Αλλά η υπερεκμετάλλευση της φύσης συμβάλει μεν στη μάλλον άνετη ικανοποίηση των υλικών αναγκών των σημερινών γενεών, υπονομεύει όμως την ευημερία, για να μην πούμε την επιβίωση, των μελλοντικών γενεών. Η απουσία οικολογικής σταθερότητας προκαλεί διαγενεακή αδικία, αδικία που εγγράφεται στη διάσταση του χρόνου. Κι εν μέσω φυσικών καταστροφών, οδηγούμεθα αναπότρεπτα σε ένα κόσμο σπάνης πρώτων υλώνμεγάλων εξαναγκαστικών μεταναστεύσεων, πολιτικών αναστατώσεων. Εξ ανάγκης θα προκληθούν βίαιες συρράξεις και γεωπολιτικές κρίσεις. Εξάλλου αυτές οι κρίσεις είναι ήδη παρούσες: σχετίζονται με τις ανισότητες κι εγγράφονται στο χώρο. Δημογραφικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών που έχουν αναπτυχθεί από παλιά κι εκείνων που ονειρεύονται να τα μιμηθούν, πυροδοτούν διεθνείς εντάσεις, την αίσθηση της αδικίας, και οδηγούν μερικά κράτη να αδιαφορούν για τους οικολογικούς μας στόχους.
«Έχουμε το δικαίωμα να αποτρέψουμε τα φτωχά κράτη να ακολουθήσουν την οδό που ήδη ακολούθησαν τα παλιά βιομηχανικά κράτη, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος; Κι αν ναι, μπορούμε να το κάνουμε ειρηνικά;»
Κάνοντάς το, φέρουν το δυτικό πολιτισμό ενώπιον ενός δύσκολου ηθικού διλήμματος: έχουμε το δικαίωμα να αποτρέψουμε τα φτωχά κράτη να ακολουθήσουν την οδό που ήδη ακολούθησαν τα παλιά βιομηχανικά κράτη, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος; Κι αν ναι, μπορούμε να το κάνουμε ειρηνικά; Η παλιά γεωπολιτική αντίληψη, με βάση την οποία ορισμένα κράτη αναζητούσαν μια «θέση στον ήλιο» ένα «lebensraum» αντίστοιχο με τις (υποτιθέμενες ή και πραγματικές) ανάγκες τους, θα μπορούσε να προκαλέσει και πάλι συγκρούσεις και πολέμους. Ο συνδυασμός μάλιστα περιβαλλοντικών και γεωπολιτικών διακυβευμάτων, θέτει εκ νέου το ζήτημα των αξιών και των αρχών που θα πρέπει να διέπουν τον κόσμο μας.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που τίθεται συχνά μέσω μεγάλων ερμηνευτικών σχημάτων που προτείνουν διάφοροι διανοούμενοι. Σχημάτων που επηρεάζουν αναγκαστικά τις διεθνείς σχέσεις και γεννούν ελκυστικές γεωπολιτικές αναπαραστάσεις.
Γεωπολιτικές αναπαραστάσεις
Με το τέλος του κομμουνισμού, δόθηκε η αίσθηση πως το δυτικό μοντέλο θα μπορούσε να κάνει πράξη την ενοποίηση της ανθρωπότητας. Η υπόθεση του «τέλους της ιστορίας» που πρότεινε οΦράνσις Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama), σηματοδότησε έτσι την «αισιόδοξη φάση» της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Αλλά αυτή η περίοδος δε διήρκεσε πολύ: οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου έδειξαν πως το φιλελεύθερο ιδεώδες, ητηλεπικοινωνιακή τεχνολογία και η οικονομική παγκοσμιοποίηση, δεν αρκούσαν για να καταργήσουν δια παντός τη βία και τον πόλεμο. Το αντιπαράδειγμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντινγκτον (Samuel Huntington), φάνηκε τότε να ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στην πραγματικότητα. Δεν έχω εδώ καμία πρόθεση να συμμετάσχω στην αντιπαράθεση που προκάλεσε το διαβόητο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο «φόρειν αφέρς» το 1993. Αλλά έχει σημασία να υπογραμμίσω πως ανέδειξε το θρησκευτικό στοιχείο σε γεωπολιτικό παράγοντα. Αυτό ήταν ένα θέμα «ξεχασμένο» σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», όταν οι βιαιότητες και οι πόλεμοι ερμηνεύονταν ως συγκρούσεις συμφερόντων ή ως εκφράσεις ιδεολογικών διαφωνιών. Από τη στιγμή που ο Χάντινγκτον πρόκρινε το θρησκευτικό στοιχείο ως κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων «πολιτισμών», η θρησκεία απέκτησε σημαντικό, κρίσιμο ρόλο. Η γεωπολιτική αναπαράσταση που εμπνεύστηκε ο καθηγητής του «Χάρβαρντ» έπαιξε τεράστιο ρόλο στο τρόπο που προσλήφθηκαν κι ερμηνεύτηκαν οι μεταψυχροπολεμικές συγκρούσεις. Κατά συνέπεια, η θρησκεία κατηγορήθηκε ως γενεσιουργός αιτία πολέμων, ωμοτήτων, τρομοκρατίας, και συμπαρασύρθηκε στο χώρο της γεωπολιτικής.
«Η χρήση της θρησκευτικής ταυτότητας ως ιδεολογικής σήμανσης, αποτελεί απαράδεκτη εργαλειοποίηση της πίστης, ιδίως όταν οδηγεί στη μισαλλοδοξία και τη βία. Ρόλος μας είναι να αντιπαλέψουμε την τάση αυτή»
Η ορθοδοξία ήταν από τις πρώτες που υπέστησαν τα νέα στερεότυπα, κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας ως παραγωγός μιας κουλτούρας βίας. Στη συνέχεια, το Ισλάμ έπεσε κι εκείνο θύμα ανάλογων αναπαραστάσεων. Η αλήθεια όμως είναι πως απέχουμε πολύ από τους θρησκευτικούς πολέμους: οι σημερινοί πολέμαρχοι δεν αποσκοπούν στη διάδοση της πίστης τους. Η χρήση της θρησκευτικής ταυτότητας ως ιδεολογικής σήμανσης, αποτελεί απαράδεκτη εργαλειοποίηση της πίστης, ιδίως όταν οδηγεί στη μισαλλοδοξία και τη βία. Ρόλος μας είναι να αντιπαλέψουμε την τάση αυτή, πολλαπλασιάζοντας τις συναντήσεις μεταξύ διαφόρων θρησκειών και ομολογιών. Αυτές οι επαφές συμβάλλουν στη συλλογική εύρεση κοινών αξιών, που μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας.
Ο ρόλος της Ευρώπης
Οι τρέχουσες δυσκολίες συνιστούν την αρνητική όψη της καταπληκτικής συμβολής της Ευρώπης στην υλική και πνευματική πρόοδο της ανθρωπότητας. Ο ρόλος της Ευρώπης δεν μπορεί άρα παρά να είναι καθοριστικός και στο ξεπέρασμα των σημερινών δυσκολιών.
«Η νεωτερικότητα όμως δεν πρόσφερε μόνο ευεργετήματα, αλλά και σωρούς βασανισμών και τραγωδιών, όπως π.χ. εκείνων που συνδέθηκαν με τη διαδικασία πολιτικού θρυμματισμού που στη δύση έγινε γνωστή ως "ανατολικό ζήτημα". Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε στο επίκεντρο της σχετικής αναταραχής. Υπέφερε τα πάνδεινα»
Αλλά όσον αφορά τον ορισμό και την οριοθέτηση της Ευρώπης, η συναίνεση δεν είναι προφανής. Ας ξεκινήσουμε από την πλέον περιοριστική προσέγγιση, αποδεχόμενοι προσωρινά πως η γένεση της Ευρώπη σηματοδοτείται από την ιστορική στιγμή του διχασμού του χριστιανικού κόσμου σε μια «κωνσταντινουπολική» και μια «ρωμαϊκή» σφαίρα επιρροής. Ακολούθως η «αναγέννηση», η «μεταρρύθμιση», ο «διαφωτισμός», η βιομηχανική επανάσταση, οι ποικίλες κρίσεις, αναστατώσεις και διχασμοί που σηματοδότησαν την ιστορία του δυτικού χριστιανισμού, οδήγησαν σε μια νέα αντίληψη πολιτικής οργάνωσης, που σταδιακά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, ασφαλώς με άνισο τρόπο.
Οι διάφορες συνιστώσες της ορθόδοξης χριστιανοσύνης επηρεάστηκαν έντονα από αυτή τη νέα δυναμική. Η νεωτερικότητα όμως δεν πρόσφερε μόνο ευεργετήματα, αλλά και σωρούς βασανισμών και τραγωδιών, όπως π.χ. εκείνων που συνδέθηκαν με τη διαδικασία πολιτικού θρυμματισμού που στη δύση έγινε γνωστή ως «ανατολικό ζήτημα». Το «οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως» βρέθηκε στο επίκεντρο της σχετικής αναταραχής. Υπέφερε τα πάνδεινα. Εν πλήρει συνειδήσει της αποστολής του ως φορέως μιας μαρτυρίας με οικουμενική σημασία,αγωνίστηκε -και συνεχίζει να αγωνίζεται- για να υπηρετήσει την αποστολή του στο χώρο ενός εκ των σημαντικότερων σταυροδρομιών της ανθρωπότητας.
Μετά από δύο παγκοσμίους πολέμους, η Ευρώπη, που έπεσε κι εκείνη θύμα του ίδιου του δυναμισμού της, επιχείρησε να υπερβεί εαυτόν και να επανιδρυθεί, διαμέσου της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στο τέλος του «ψυχρού πολέμου», η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος ήταν αναντίρρητη. Αλλά η ιστορία δε σταματά. Εμπρός στις νέες κρίσεις, η Ευρώπη καλείται εκνέου να επιδείξει ηθικό και διανοητικό θάρρος. Δικαιούμεθα μεν να ελπίζουμε πως τα εσωτερικά προβλήματα της Ευρώπης που πυροδότησαν δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους έχουν πλέον ξεπεραστεί, σε μεγάλο βαθμό. Αλλά εμφανίζονται νέες δυσχέρειες, σε συνδυασμό με τιςγεωπολιτικές, γεωοικονομικές και γεωπολιτιστικές αλλαγές. Οι αναλύσεις των ειδημόνων των διεθνών σχέσεων, οι αναλύσεις σας, δείχνουν πως οδεύουμε σε πρωτοφανείς πραγματικότητες.
«Αν ορίσουμε ως γενέθλια στιγμή της Ευρώπης τη συνάντηση μεταξύ Αθηνών, Ιερουσαλήμ και Ρώμης, αντί για τη δημιουργία της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου ή το σχίσμα του 1054, θα ήταν δυνατό να αποκαταστήσουμε την επαφή μας με αξίες που συχνά λησμονούνται»
Ενοποιημένος οικονομικά, οργανωμένος γύρω από συγκεκριμένους «πόλους», διευθυνόμενος από μια «διεθνή κοινότητα» που αναζητά κοινές αξίες και τρόπους δράσης, ο νέος αιώνας πόρρω απέχει από τη παραδοσιακή εικόνα ενός συνόλου κυρίαρχων κρατών, στην οποία είχαμε συνηθίσει.
Είναι σε αυτό το ασταθές και ρευστό περιβάλλον που η Ευρώπη καλείται να ανακαλύψει τη νέα οδό που θα της επιτρέψει να αντεπεξέρθει στη διαγενεακή ανισότητα και στις γεωγραφικές ανισότητες, χωρίς να υποκύψει στους πειρασμούς των αποκλεισμών και των ηγεμονισμών, χωρίς να πυροδοτήσει εκ νέου τον κύκλο της σύγκρουσης και της βίας.
Το ζήτημα των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού δεν είναι πλέον δυνατό να παρακάμπτεται. Ήρθε η ώρα να αναστοχαστούμε την ευρωπαϊκή ιστορία. Ίσως θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε τη διακλάδωση που θεωρούμε ως το σημείο αφετηρίας της. Αν ορίζαμε ως γενέθλια στιγμή της Ευρώπης τη συνάντηση μεταξύ Αθηνών, Ιερουσαλήμ και Ρώμης, αντί για τη δημιουργία της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου ή το σχίσμα του 1054, θα ήταν δυνατό να αποκαταστήσουμε την επαφή μας με αξίες που συχνά λησμονήθηκαν προς όφελος της χρησιμοθηρίας, που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στα σημερινά περιβαλλοντικά και γεωπολιτικά αδιέξοδα. Μια τέτοια αναθεώρηση στην ιστορική μας προοπτική, θα οδηγήσει κατ' ανάγκην σε αλλαγές και στη γεωγραφική μας αντίληψη. Το άνοιγμα της Ευρώπης προς όλους τους κληρονόμους της διευρυμένης ιστορικής της παραδόσεως θα τη βοηθήσει να προσεγγίσει περισσότερο στους ετερόδοξους χριστιανούς, αλλά και τους μουσουλμάνους και τους εβραίους, συμβάλλοντας στη συμφιλίωσή τους.
Είναι κάτι που τους το οφείλει, καθώς η νεωτερικότητα πυροδότησε κρίσεις που διέρρηξαν την παραδοσιακή τους συμβίωση. Φυσικά, μια παρόμοια αναθεώρηση δεν μπορεί παρά να είναι επώδυνη για τους Ευρωπαίους, από την άποψη της αυτοσυνειδησίας τους. Πολλοί ίσως θα τη βίωναν σαν άρνηση των παραδόσεών τους. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις τρέχουσες συζητήσεις για τη θέση των μουσουλμάνων στην Ευρώπη ή ακόμα και για το αίτημα πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για να συνειδητοποιήσει τις ταυτοτικές συσπάσεις και τις πολιτικές εντάσεις που προκαλούν αυτά τα ζητήματα.
Αυτές οι δυσκολίες -ακόμα και οι πολιτικές απειλές- δεν πρέπει να υποτιμώνται. Αλλά είμαστε πράγματι σε θέση να παρακάμψουμε, ή έστω να αναβάλλουμε περαιτέρω αυτή τη συζήτηση; Η γαλλογερμανική συμφιλίωση απέδειξε πως η Ευρώπη μπορεί να αλλάξει εις βάθος. Μετά τον συγκλονισμό της από τους δύο αδελφοκτόνους πολέμους και εμπρός στη νέα διάταξη που προέκυψε μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, η Ευρώπη κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να επισκιάσει τα νοητικά σύνορα που διαχώριζαν τα έθνη της. Συνειδητοποιώντας τις τεκτονικές αλλαγές του νέου αιώνα και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, οφείλει σήμερα να προχωρήσει κι άλλο στην ίδια οδό. Χρέος της είναι πλέον να χαμηλώσει τα τείχη που διαχωρίζουν τους λαούς της από τους γείτονές της.
Η συμβολή της ορθοδοξίας
Ο ορθόδοξος κόσμος επιθυμεί να συνεισφέρει στη νέα αυτή ευρωπαϊκή περιπέτεια. Ευρισκόμενος εγγύς της Ευρώπης, κατόρθωσε μολοταύτα να συντηρήσει ορισμένα στοιχεία της κοινής μας κληρονομιάς, χάρη στα οποία είναι δυνατό να επενδύσουμε εκ νέου σε αξίες που δίχως αμφιβολία βιαστήκαμε να εγκαταλείψουμε.
«Η Κωνσταντινούπολη, που εντωμεταξύ έγινε Ισταμπούλ, αυτό το μεγάλο ιστορικό και γεωγραφικό σταυροδρόμι, ελπίζει να συμμετάσχει ενεργά στην προσπάθεια της Ευρώπης, ως διαμεσολαβητής τόσο με τους ορθοδόξους της οικουμένης, όσο και με τους λαούς που κατοικούν στον παραδοσιακό γεωγραφικό μας χώρο»
Κι αν η επανασύνδεση με αξίες που επιτρέπουν μια πιο αρμονική σχέση του ανθρώπου με τη φύση ανήκει σε αυτά που μπορεί να προσφέρει η ορθόδοξη εκκλησία στην Ευρώπη, η γειτνίασή της, η εμπειρία της συμβίωσης, και οι πολιτιστικές της συγγένειες με τους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, της επιτρέπει να συμβάλλει στις ανταλλαγές, το διάλογο, την επούλωση των πληγών που προκάλεσε στην περιοχή η ευρωπαϊκή παρουσία, που συχνά βιώθηκε ως υπερβολικά βίαιη.
Χάρη σε ένα διπλό άνοιγμα, ιστορικό και γεωγραφικό, η Ευρώπη μπορεί να βρει τις διανοητικές, ηθικές και γεωπολιτικές δυνάμεις που της είναι απαραίτητες για να αντεπεξέρθει στις νέες προκλήσεις ενός κόσμου που αλλάζει όλο και ταχύτερα. Η Κωνσταντινούπολη, που εντωμεταξύ έγινε Ισταμπούλ, αυτό το μεγάλο ιστορικό και γεωγραφικό σταυροδρόμι, ελπίζει να συμμετάσχει ενεργά στην κοινή αυτή προσπάθεια, ως σύνδεσμος της θεσμικής Ευρώπης τόσο με τους ορθοδόξους της οικουμένηςόσο και με τους λαούς που κατοικούν στον παραδοσιακό γεωγραφικό μας χώρο.
Τις κρίσιμες αυτές στιγμές που ζούμε, η Ευρώπη έχει ενδιαφέρον να διατηρήσει και να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις που πρέπει να κινητοποιήσει αν θέλει να διαψεύσει όσους προβλέπουν την παρακμή της.
http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=6855&LID=1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου