Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ:Κοινωνική δικαιοσύνη και θεολογία. Μια προκήρυξη









ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Κοινωνική δικαιοσύνη και θεολογία. Μια προκήρυξη
Εκδόσεις: Ακρίτας, Αθήνα 2001, σσ. 46
ISBN: 960-328-163-8

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητή


Καταρχήν όποιος θα ήθελε από τη θέση της ορθόδοξης παράδοσης να μιλήσει για το μέλλον της θεολογίας, μια καίρια διαπίστωση θα μπορούσε να κάμει: τούτη, για μια μεγάλη μερίδα του λαού μας, διανοούμενων και μη, ακόμη και πολλών κύκλων θεολογούντων, παραμένει θολή και ακατανόητη. Εδώ, σε ότι αφορά τους τελευταίους, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει μια ιδιαιτερότητα, τοις πάσι βέβαια γνωστή. Ο σημερινός θεολογικός λόγος, εκείνος που βγαίνει από τα χείλη νεο-ευσεβιστών θεολόγων και ιερέων, διακρίνεται από ένα μανιχαϊστικό χαρακτήρα και από μια ανώδυνη ηθικολογία, η οποία συνεχώς φέρνει στο προσκήνιο τα χαρακτηριστικά μιας θεολογίας άρριζης, με αθεολόγητη βέβαια υπερδραστηριότητα, στερούμενη ωστόσο την κοινωνική δυναμική. Για παράδειγμα, συχνά ακούμε και διαβάζουμε για τη δράση πολλών «ορθοδόξων» ομάδων που επιχειρούν να συνδέσουν πολλούς, ιδιαίτερα νέους, με το χριστιανικό λόγο. Από μια μακροσκοπική όμως ματιά, είναι αυτονόητο, το μόνο που καταφέρνουν είναι να «διυλίζουν τον κώνωπα», ενίοτε μάλιστα στο έπακρο και να μεταδίδουν μια αφηρημένη χριστιανική διδασκαλία ηθικού και κατηχητικού περιεχομένου. Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που πρέπει να τονιστεί σε μέγιστο βαθμό, είναι το γεγονός, ότι η ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και τα μνημεία του πολιτισμού της παραμένουν οι μεγάλοι άγνωστοι.
Ενάντια στο παραπάνω περιγραφόμενο θεολογικό τέλμα ο Θανάσης Παπαθανασίου, θεολόγος καθηγητής, νομικός και αρχισυντάκτης του γνωστού περιοδικού Σύναξη, μέσω του μικρού τομιδίου με τον τίτλο Κοινωνική δικαιοσύνη και θεολογία. Μια προκήρυξη, αποπειράται ένα δύσκολο έργο: τη συνάντηση της θεολογίας με τον άνθρωπο που βιώνει ένα «βίο αβίωτο» στα σύγχρονα αστικά μεγαθήρια. Στηριζόμενος σε ένα ευρύ φάσμα βιβλικών και πατερικών κειμένων, ο οποιοσδήποτε αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τον κοινωνικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού, τη ραχοκοκαλιά της ορθόδοξης πατερικής ανθρωπολογίας από τον 4ο αιώνα και δώθε. Ποιος κοινωνικός χαρακτήρας όμως; Φυσικά όχι αυτός που κάμει τον άνθρωπο, ζώντας σε μια ταξική κοινωνία, να αισθάνεται άβολα όταν από διαφόρους θεολογούντες αφυδατώνεται ο χριστιανικός λόγος. Απεναντίας, μάλιστα, ο κοινωνικός χαρακτήρας της θεολογίας, που «ως βασική παράμετρό της διακηρύσσει το πρωτείο της αγάπης που αυτό νοηματοδοτεί τον ανθρώπινο βίο και το ανθρώπινο μέλλον».
Ο λόγος του Θανάση Παπαθανασίου οξύς, προσπαθεί να καταδείξει πως οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Διάδοχος Φωτικής, Γρηγόριος Παλαμάς) έναντι του πλούτου και της ταξικής κοινωνίας στέκονται ξεκάθαρα: όχι μόνο δεν τα εκλαμβάνουν ως θέλημα Θεού, αλλά αντιθέτως τα θεωρούν ως «ολέθριες συνέπειες της πτώσης του ανθρώπου, της εξόδου του, δηλαδή, από την αρχική, παραδείσια αρμονία». Και δεν είναι μόνο η ταξική κοινωνία και ο πλούτος που καυτηριάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και το ζήτημα της ελεημοσύνης. Από τις επιφυλάξεις τους, βγήκε η εκκλησιαστική ρύθμιση, με την οποία απαγορεύτηκε στους κληρικούς να δέχονται δωρεές πλουσίων εκμεταλλευτών, προκειμένου να λειτουργήσει η ελεημοσύνη ως άνοιγμα στον άλλο άνθρωπο, κι όχι ως άλλοθι της κοινωνικής αδικίας, όπως συμβαίνει με το φιλανθρωπικό έργο σύγχρονων πολυεθνικών εταιρειών, από τις οποίες δυστυχώς λαμβάνει πολλά και η σημερινή Ιεραρχία της Εκκλησίας.
Μακρυά από συνθηματολογίες και θεολογικά τσιτάτα, και ενάντια στα άσαρκα θεολογικά ιδεολογήματα, ο Θανάσης Παπαθανασίου καταγράφει τις ευαισθησίες της βιβλικής και πατερικής σκέψης, αναδεικνύει τη χριστιανική ταυτότητα και το λόγο της Εκκλησίας, ως κατεξοχήν κοινοτικά μεγέθη. Ο αγώνας του χριστιανού για κάθε διωκόμενο, αδύνατο, αλλοδαπό, κατατρεγμένο, είναι αγώνας ανοχής και αλληλεγγύης, αγώνας που πρώτιστα κατέδειξε ο ίδιος ο Χριστός. Πολύ ορθά ο συγγραφέας λοιπόν λέγει, ότι «μέσα στην πολύμορφη ιστορική όδευση, η Εκκλησία οφείλει να κρατά εναργές το όραμά της και να κομίζει μια σύστοιχη πρόταση ζωής. Όποτε λησμονεί ή απεμπολεί το ίδιο της το όραμα, γίνεται τύραννος του ανθρώπου, φυλακή του Θεού και ο προδότης του εαυτού της. Αντίθετα, όποτε τάσσεται στο πλευρό των θυμάτων και μπολιάζει την ιστορία με δικαιοσύνη, αλληλεγγύη κι ελευθερία, προξενεί ρωγμή στις ταφόπλακες της κοινωνίας για να περάσει στο σήμερα το φως των Εσχάτων». Εν κατακλείδι, υπ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα που θέλει την Εκκλησία και τη θεολογία της ατομικιστική και εγωκεντρική υπόθεση.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου