Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Συνοπτική ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας.






ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ
Συνοπτική ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία
τ. Α΄, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2008, σσ. 244 + Γενικό Ευρετήριο σσ. 12







Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητού
DEA Εκκλησιαστικής Ιστορίας
Υποψήφιος Διδάκτωρ θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Παλαιότερα ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τεκμηριώνοντας την άποψη περί ιστορικότητας της χριστιανικής πίστης, με χαρακτηριστικό τρόπο υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός ως «θρησκεία των ιστορικών», «καταφεύγει δυναμικά στην ιστορία». Γι΄ αυτό και η διδασκαλία του είναι «μαρτυρία πίστεως σε ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος, σε ορισμένα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας». Δίνοντας έμφαση στην ιστορικότητα του ίδιου του χριστιανικού Πιστεύω, ο επιφανής Ρώσος ορθόδοξος κληρικός και ιστορικός, έλεγε ότι αυτό «περιέχει την όλη ουσία του Χριστιανισμού σ’ ένα απλό ιστορικό σχεδίασμα σαν μια “ιστορία της σωτηρίας” από τη δημιουργία προς την τελείωση, προς την έσχατη κρίση και το τέλος της ιστορίας»i.
Η επίδραση που άσκησε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, στους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς ιστορικούς υπήρξε τεράστια. Τούτο μπορεί κανείς να το διαγνώσει και στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του Δημητρίου Ν. Μόσχου, Λέκτορα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γοητεία της σπουδής σε όποιον σελίδα - σελίδα το περιδιαβεί, θα σηματοδοτηθεί από την ανακάλυψη μιας συνιστώσας των ιστορικών τεκμηρίων, τις οποίες πρώτος ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έθεσε στο πολύπλευρο και διεισδυτικό συγγραφικό του έργο, στις τάσεις των οποίων όλο και περισσότερο θητεύει σήμερα η εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη. Είναι πράγματι γεγονός, ότι η σύγχρονη εκκλησιαστική ιστοριογραφία, απαλλαγμένη από αδυναμίες παλαιότερων εποχών, έχει καταφέρει να αποτυπώσει ένα διαφορετικό λόγο, που συνεχώς ιχνηλατεί πρόσωπα και γεγονότα, βλέποντας την Εκκλησιαστική Ιστορία ως ιστορικό και θεολογικό έργο. Έγνοια του εκκλησιαστικού ιστορικού είναι δυναμικά πάντοτε, άλλοτε να θεάται κι άλλοτε να αποτιμά το μακρινό και εγγύτερο θεολογικό και εκκλησιαστικό παρελθόν. Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που θέλει να έχει καλή σχέση με την επιστήμη που διακονεί, είναι αυτόδηλο, ότι το υφάδι της ενασχόλησής του με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που σχετίζονται με την Εκκλησία και το έργο της, στη διαδρομή δύο χιλιάδων και πλέον ετών, με τα πρόσωπα που τη διακονούν, αλλά και γενικότερα με τη Θρησκευτική Ιστορίαii δομείται πάνω σ’ ένα βασικό άξονα. Πέραν της αντικειμενικότηταςiii, η σχέση του ίδιου του εκκλησιαστικού ιστορικού με τα ίδια τα εκκλησιαστικά ιστορικά γεγονότα εξαρτάται πάντα από τον τρόπο που τα καταγράφει και τα ερμηνεύει. Κύρια επιδίωξή του είναι η νηφάλια προσέγγιση και ανάλυσή τους, στην προοπτική που θέλει τον χριστιανό ιστορικό, να βλέπει την ιστορία σαν «μυστήριο και τραγωδία – μυστήριο της σωτηρίας και τραγωδία της αμαρτίας»iv.
Όσον αφορά τώρα στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου, ευθύς εξ αρχής, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω δύο θεωρητικά ζητήματα. Το πρώτο σχετίζεται με την Εισαγωγή (σσ. 17-34). Ο συγγραφέας ύστερα από μια σύντομη ανασκόπηση διαφόρων ιστορικών σχολών που αναπτύχθηκαν κυρίως από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, και οι οποίες επηρέασαν η καθεμιά την Εκκλησιαστική Ιστορία, (διαφωτιστικός ορθολογισμός, θετικισμός, ιδεαλισμός, ρομαντισμός, σχολή των Annales, ρωσική θεολογία της Sobornost, θεολογική γενιά του ’60), προβαίνει στην πραγμάτευση της ύλης με επιστημονικά κριτήρια και προτάσεις, για μια θεολογική ερμηνεία των γεγονότων της μακραίωνης ιστορικής διαδρομής της Χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εκκλησιαστικός ιστορικός οφείλει να τοποθετείται κριτικά έναντι των εκκλησιαστικών ιστορικών γεγονότων, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ξεκαθαρίζει τη σχέση της Εκκλησιαστικής ιστορίας με το «εσχατολογικό μέλλον» της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Για να το επιτύχει αυτό, οφείλει με τον καλύτερο τρόπο να ακολουθεί τη μεθοδολογία που βλέπει αντικειμενικά και κριτικά τα εκάστοτε ιστορικά γεγονότα. Υπ’ αυτήν την έννοια, ορθά ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «καμμιά θεολογία δεν διαγράφει ποτέ τα γεγονότα, ούτε τα επινοεί», διότι «ηθελημένη διαστρέβλωση» αυτών κινδυνεύει να «διασύρει συνολικά το έργο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας». Όμορες προς την Εκκλησιαστική Ιστορία επιστήμες, όπως η Κοινωνική Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία, για τον συγγραφέα είναι δυνατόν να προσφέρουν το απαραίτητο υλικό για εφαρμόσει ο εκκλησιαστικός ιστορικός τη μέθοδο εκείνη ερμηνείας του εσχατολογικού μηνύματος του Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα να κάμει μια άλλη ανάγνωση της κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανική.
Το δεύτερο θεωρητικό ζήτημα αφορά στη μεθοδολογία παρουσίασης της Ιστορίας της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία, (σσ. 35-242). Αν και ο τρόπος της παρουσίασης των ιστορικών γεγονότων είναι συνοπτικός, καταβάλλεται προσπάθεια αυτά να καταγραφούν και να αποτιμηθούν με νηφαλιότητα. Επισκοπώντας χίλια χρόνια εκκλησιαστικών και θεολογικών αγώνων, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποδώσει διαγραμματικά την Ιστορία της Χριστιανικής Eκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία της, μια χιλιετία της οποίας το τέλος συμπίπτει με το οριστικό Σχίσμα Aνατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (1054). Σκοπός του έργου είναι να δώσει ένα «οδηγητικό νήμα» στην έρευνα της Ιστορίας του Χριστιανισμού, η οποία δεν είναι μόνο σύνθετη, αλλά θέτει επί τάπητος και την ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, μέσα από την «οπτική γωνία της ορθόδοξης θεολογίας», που ορθά ο συγγραφέας τη θέλει να βρίσκεται σε ένα συνεχή «διάλογο με όλα τα ιστοριογραφικά ρεύματα της εποχής της νεωτερικότητας». Ο αναγνώστης, είτε αυτός σχετίζεται άμεσα, είτε έμμεσα με τη θεολογική επιστήμη, άνετα μπορεί να συνεχίσει μόνος του το εγχείρημα της ιστορικής σπουδής του Χριστιανισμού, με πρόσθετο οπλισμό τη σχετική βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, αλλά και την επιπλέον βιβλιογραφία που πλουσιοπάροχα σήμερα προφέρεται. Όπως λόγου χάριν, δύο πρόσφατα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και εκδοθέντα βιβλία, του Bamber Gascoigne, Συνοπτική Ιστορία του Χριστιανισμού, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2008, και του Α. Ντ. Λη, Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2009v.
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζει την Ιστορία της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), (σσ. 37-89). Στο δεύτερο, την περίοδο όπου ο χριστιανική οικούμενη ήταν ενιαία (313-1054), (σσ. 93-242). Εκείνο, ωστόσο, που εδώ οφείλω να επισημάνω με καίριο τρόπο είναι το γεγονός, ότι ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής θέτει το κρίσιμο ερώτημα: κατά πόσο δηλαδή η Εκκλησία αποτέλεσε το «προνομιακό πεδίο απολογητικής» της χριστιανικής πίστης, ή την «απόλυτη απόδειξη της ολοκληρωτικής αποτυχίας της;». Μια πρώτη ερμηνεία ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει ανατρέχοντας στα συμπεράσματα που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, όπως, ότι ο «Χριστιανισμός μετεξελίχθητε από “κίνημα του Ιησού” στον πολιτιστικό και θρησκευτικό χώρο του Ιουδαϊσμού σε μια ανεξάρτητη κίνηση ανθρώπων από αρκετά έως τελείως διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, που επεξεργάσθηκε το αρχικό παράδοξο βίωμα της Αποκάλυψης του ενός βιβλικού Θεού στο πρόσωπο και το έργο ενός Μεσσία που σταυρώνεται και ανασταίνεται και αναμένεται να επανέλθει για να σώσει και να κρίνει τον κόσμο», (σ. 43), ή ότι η Χριστιανική Εκκλησία κατά την περίοδο 135-313, με το άνοιγμά της στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την αντιπαράθεσή της με αυτόν, καταφέρνει να διασφαλίσει την διδασκαλία της και να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην «έμπρακτη ηθική (αγάπη, διακονία), σε αντιδιαστολή με τον Γνωστικισμό, στην προφητεία (χάρισμα)», εξηγώντας γιατί αυτός ο τρόπος ζωής οδηγούσε στου «διωγμούς (μαρτύριο)», (σ. 88).
Το βιβλίο του Δ. Μόσχου, σε έκδοση φροντισμένη από τις εκδόσεις Ακρίτας, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη.


Υποσημειώσεις

i Χριστιανισμός και Πολιτισμός, μτφρ. Ν. Πουρναράς, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 40. Για τη προσφορά του π. Γ. Φλωρόφκσυ στη Θεολογία βλ., «π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ. Από τη θεολογία των Πατέρων στη “νεοπατερική σύνθεση”», Σύναξη τχ. 64(Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1997)4-82. Πρβλ. N. Berdyaev, Το πεπρωμένο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, μτφρ. Ευτυχία Β. Γιούλτση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 18.
ii Επίκαιρη επισκόπηση του ζητήματος γύρω απ’ αυτόν τον κλάδο της ιστορικής επιστήμης βλ. Olwen Hufton «Τι είναι Θρησκευτική Ιστορία σήμερα;», στον τόμο: Τι είναι Ιστορία σήμερα;, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007, σσ. 115-154.
iii Γενικότερα σ’ ότι αφορά στο ερώτημα κατά πόσο η ιστορία μπορεί να είναι αντικειμενική βλ. W. H. Walsh, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Φ. Βώρος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σσ. 145-182.
iv π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 85.
v Το δεύτερο ειδικότερα, έρχεται να συμπληρώσει προγενέστερες μελέτες για την μακρά περίοδο διαλόγου και συγκρούσεως του Χριστιανισμού με τα θρησκευτικές παραδόσεις της Ύστερης Αρχαιότητας. Βλ. Ε. Ρ. Ντοντς, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995. Πήτερ Μπράουν, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας (150-750 μ.Χ.), μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ. Αλεξάδρεια, Αθήνα 1998. Δ. Κυρτάτας, Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1992.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου