Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Η Εκπαίδευση στη Λέσβο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.

Το κτήριο του πρώτου Ελληνικού Γυμνασίου της Μυτιλήνης. Σήμερα στο κτήριο στεγάζονται το Γενικό Πειραματικό Λύκειο του Παναπιστημίου Αιγαίου και το 2ο Γενικό  Λύκειο Μυτιλήνης.


του  Στρατή Ι. Αναγνώστου, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων ν. Λέσβου


Λέξεις-κλειδιά
«παπαδικά» σχολεία, Μονή Λειμώνος, άγιος Ιγνάτιος, Παχώμιος Ρουσάνος, δασκάλα του Μολύβου, «Φροντιστήριον» Σταυράκη Σταυράκογλου, Ακίνδυνος Ιβηρίτης, Θεοφάνης Γρημάνης, Φιλόθεος Ραϊσόπουλος, μητροπολίτης Μηθύμνης Πανάρετος, Γυμνάσιο Μυτιλήνης, Γρηγόριος Βερναρδάκης, Πέτρος Παπαγεωργίου

Οι δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, που αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την ανυπαρξία των εκπαιδευτικών δομών, κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι βιοποριστικές ανάγκες βρίσκονταν σε πρώτη προτεραιότητα και επισκίαζαν τις υπόλοιπες δραστηριότητες και επιθυμίες των κατοίκων. Η αδυναμία, συνεπώς, εξεύρεσης των απαραίτητων οικονομικών πόρων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η λειτουργία και η στέγαση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, αποτελεί την κυριότερη αιτία της πλημμελούς φροντίδας για την ανάπτυξη της παιδείας.
Εξ άλλου, η απαραίτητη για τη Θεία Λειτουργία ανάγνωση των ιερών κειμένων ώθησε ασφαλώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις να αναλάβουν εξ ολοκλήρου, κατά τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση, τη συντήρηση, έστω και υποτυπωδώς, των σχεδόν ανύπαρκτων εκπαιδευτικών δομών. Στους αιώνες αυτούς Εκκλησία και Παιδεία ήταν έννοιες αλληλένδετες. Φωτισμένοι ιερωμένοι ανέλαβαν την εκπαίδευση των νέων, κυρίως των υποψήφιων ιερέων και ψαλτών, χρησιμοποιώντας ως σχολικούς χώρους τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια. Τα ιδιότυπα αυτά σχολεία κατονομάζονται σε γραπτές λεσβιακές πηγές ως «παπαδικά», ενώ η παραφιλολογία των μέσων του 19ου αιώνα τα διέσωσε στην προφορική παράδοση ως «κρυφά σχολειά».
Η μόνη πληροφορία που διαθέτουμε για λειτουργία οργανωμένων σχολείων στη Λέσβο, κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, αφορά στη σχολή της Ιεράς Μονής Λειμώνος, στην Καλλονή. Τη σχολή αυτή ίδρυσε, κατά το 16ο αιώνα εντός της Μονής, ο κτήτορας άγιος Ιγνάτιος Αγαλλιανός, μητροπολίτης Μηθύμνης, με σκοπό τη διδασκαλία των πρώτων γραμμάτων στους δόκιμους μοναχούς. Στο σχολείο αυτό δίδαξαν ο ίδιος ο άγιος Ιγνάτιος, ο γιος του Μεθόδιος και ένας επιφανής λόγιος του 16ου αιώνα, ο Ζακυνθινός μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος. Όμως, η ιδιότυπη εκπαιδευτική αυτή διαδικασία πήρε έναν ευρύτερο χαρακτήρα, καθότι στο σχολείο αυτό γίνονταν δεκτοί ως μαθητές και νεαροί λαϊκοί, με την παρότρυνση -όπως φαίνεται - του Παχωμίου Ρουσάνου.
Όσον αφορά το 17ο αιώνα, η μοναδική πληροφορία για εκπαιδευτική δραστηριότητα στη Λέσβο προέρχεται από έναν κώδικα του ναού του Αγίου Παντελεήμονος Μολύβου, όπου καταγράφονται την 1η Απριλίου 1667 τα χρήματα που όφειλε η χριστιανική κοινότητα Μολύβου σε μια ανώνυμη δασκάλα. Η επιλογή μιας γυναίκας ως δασκάλας, κατά το 17ο αιώνα, αποτελεί γεγονός πρωτοφανές στη νεοελληνική ιστορία.
Στην πόλη της Μυτιλήνης, γύρω στα 1744, ιδρύεται το πρώτο, ίσως, οργανωμένο σχολείο της πόλης. Είναι η εποχή μιας μερικής οικονομικής ανάκαμψης, όταν ορισμένοι χριστιανοί προύχοντες της εποχής, αποφάσισαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση μέρος των χρημάτων, που αποκόμισαν από την ενασχόλησή τους με εμπορικές δραστηριότητες. Η ίδρυση του σχολείου αυτού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Φροντιστήριον», οφείλεται στον άρχοντα καπού κεχαγιά (αρχιθυρωρό των σουλτανικών ανακτόρων) Σταυράκη Σταυράκογλου, που ήταν τότε εξόριστος στη Μυτιλήνη και διέθεσε τα απαραίτητα χρήματα για την αγορά του σχετικού οικοπέδου και την οικοδόμηση σχολικού κτηρίου, όσο και για την εν συνεχεία συντήρησή του. Το σχολείο αυτό βρισκόταν στη θέση όπου λειτουργούν σήμερα το 2ο Γυμνάσιο και το 4ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης (πρώην Παρθεναγωγείο).
Ως το τέλος του 18ου αιώνα θα ακολουθήσει η ίδρυση άλλων δύο «φροντιστηρίων» σε κωμοπόλεις της λεσβιακής ενδοχώρας. Η λειτουργία του πρώτου διαπιστώνεται γύρω στα 1773 στην Αγιάσο, όπου δίδαξαν αργότερα ο διάκονος Ακίνδυνος Ιβηρίτης και ο ιερομόναχος Θεοφάνης Γρημάνης (1811), και του δεύτερου στα 1791 στο Πλωμάρι, όπου δίδαξε αργότερα ο Φιλόθεος Ραϊσόπουλος, μαθητής του Βενιαμίν του Λέσβιου.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής υπάρχουσες πηγές, το τελευταίο σχολείο, που ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία και την άμεση επίβλεψη εκκλησιαστικού άνδρα, ήταν αυτό της Καλλονής, το οποίο και εγκαταστάθηκε το 1801 στον περίβολο της Μητροπόλεως Μηθύμνης από τον τότε μητροπολίτη Πανάρετο τον Κύπριο.
Η ανάμειξη των προυχόντων, δηλαδή του λαϊκού παράγοντα, στη χρηματοδότηση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, όπως συνέβη π.χ. στην περίπτωση του Σ. Σταυράκογλου, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη σταδιακή αποκρυστάλλωση της ιδέας μιας περισσότερο εκλαϊκευμένης και λιγότερο «θεολογικής» παιδείας, αφού παράλληλα ασκούσαν μεγάλη επίδραση στην εκπαίδευση οι ιδέες του διαφωτισμού και της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού.
Η επίδραση αυτή θα γίνει ορατή από το 1840 και μετά, κατά την περίοδο του Τανζιμάτ, στα προγράμματα σπουδών που θα εφαρμοστούν στα σχολεία της Λέσβου, κατά μίμηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εφαρμόζονταν στα σχολεία του νεοϊδρυθέντος το 1830 νεοελληνικού κράτους. Έτσι, εκτός του μαθήματος των Θρησκευτικών, του οποίου οι ώρες περιορίσθηκαν, θα προστεθούν αρχικά φιλολογικά μαθήματα, που είχαν ως στόχο την ανάδειξη του ένδοξου αρχαιοελληνικού παρελθόντος (π.χ. Αρχαία Ελληνικά, Αρχαία Ελληνική Ιστορία) και στη συνέχεια και μαθήματα που θα τα αποκαλούσαμε σήμερα «θετικής κατεύθυνσης» (π.χ. Μαθηματικά, Γεωμετρία).
Η ίδρυση σχολείων, ακόμα και στο πιο δυσπρόσιτο χωριό της λεσβιακής υπαίθρου, αποτελεί άλλη μια σημαντική πτυχή του αστικού μετασχηματισμού. Ως δάσκαλοι επιλέγονταν από τις κατά τόπους δημογεροντιακές αρχές κυρίως άτομα τα οποία είχαν σπουδάσει, μετά τις εγκύκλιες σπουδές τους, σε σχολές του ελεύθερου ελληνικού κράτους και κυρίως της Αθήνας και της Σύρου. Το γεγονός ωστόσο ότι η ίδρυση των χριστιανικών σχολείων προηγήθηκε της αντίστοιχης των μουσουλμανικών, τουλάχιστον κατά μία τριακονταετία, αποδεικνύει τη χρονική καθυστέρηση προσαρμογής του μουσουλμανικού στοιχείου στις νέες πραγματικότητες.
Επίσης συμβολική σημασία θα αποκτήσει η ίδρυση δύο σχολείων, του Γυμνασίου Μυτιλήνης το 1840, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού 1ου Γυμνασίου (το κτήριο αυτό γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε δίπλα στο παλιό το 1890), αλλά και του αντίστοιχου μουσουλμανικού Ινταντιέ (σημερινό Δικαστικό Μέγαρο) στα 1896. Τα δευτεροβάθμια αυτά σχολεία θα λειτουργήσουν ως λίκνα της αναπτυσσόμενης αστικής τάξης, αφού οι μαθητές τους ήταν κυρίως γόνοι αστικών οικογενειών. Γι’ αυτό στις αρχές του 20ου αιώνα κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων αυτών εμπορικών και λογιστικών μαθημάτων.
Όμως, πάνω απ’ όλα, το Γυμνάσιο Μυτιλήνης αποτέλεσε το κατεξοχήν κέντρο καλλιέργειας της ελληνικής εθνικής συνείδησης και της μεγαλοϊδεατικής ιδεολογίας, αφού αρκετοί από τους καθηγητές του είχαν σπουδάσει στην Αθήνα και είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Δύο μάλιστα από τους φωτισμένους γυμνασιάρχες του, ο Λέσβιος Γρηγόριος Βερναρδάκης (1881-1894) και ο Μακεδόνας Πέτρος Παπαγεωργίου (1894-1898) θα διατελέσουν και καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μάλιστα, από το 1875 και μετά, το Γυμνάσιο της Μυτιλήνης αναγνωρίσθηκε ισότιμο με τα άλλα Γυμνάσια του ελληνικού κράτους και οι απόφοιτοί του είχαν το δικαίωμα να εγγραφούν ως φοιτητές στο Α΄ έτος του Πανεπιστημίου.


ΠΗΓΗ 1η


«Δυστυχώς όμως αι συχναί αλλαγαί των διδασκάλων και η ανικανότης μάλιστα αυτών κατέστησαν τούτο (ενν. το σχολείο της Αγίας Παρασκευής) όμοιον με τα παλαιά παπαδικά Σχολεία, διότι ου μόνον μαθητάς δεν παρήγαγεν, αλλά και εις εκμάθησιν των κοινών γραμμάτων εξώδευον 10-12 έτη οι μαθηταί…
Δεύτερον αίτιον του αριθμητικού περιορισμού των μαθητών είναι η ένδεια πολλών γονέων, οίτινες δεν δύνανται να προμηθεύσωσιν εις τα τέκνα των τα χρήσιμα εις σπουδήν βιβλία…
Τρίτον ο κατά καιρόν διδάσκαλος εκτός της ικανότητος και ανεπιλήπτου διαγωγής του, ανάγκη να χαίρη και την υπόληψιν του κοινού, μάλιστα δε των προυχόντων, ίνα εισακούηται εις τας παρατηρήσεις του και εις τας προτεινομένας βελτιώσεις»...

[Πηγή: Γεωργίου Αριστείδη – Πάππη, Σκέψεις αυτοσχέδιοι περί της προαγωγής της Παιδείας εν τη πατρίδι μου Αγία Παρασκευή, 14-7-1867, Κώδιξ της Ελληνικής Σχολής Αγίας Παρασκευής]

ΠΗΓΗ 2η

«Περί τα μέσα Οκτωβρίου [του 1911] επεσκέφθη τας σχολάς ημών (ενν. της Αγίας Παρασκευής) ο επιθεωρητής της Παιδείας Ιάκωβος Δε Βίδας…. Όταν, εισελθών εις το μεμονωμένον μικρόν δωμάτιον, το συνήθως «προαύλιον» καλούμενον, είδε την αθλιωτάτην εκείνην κατάστασιν, εν η ευρίσκοντο οι μαθηταί της Δ΄ τάξεως, πανταχόθεν από ψηλαφητόν σκότος περικυκλωμένοι και άνωθεν των κεφαλών αυτών και επί των βιβλίων των δεχόμενοι συχνότατα κόνιν, περιττώματα των ποντικών και παντός είδους ακαθαρσίας, βρεχόμενοι δε τους πόδας υπό του εκ του οπισθίου τοίχου του δωματίου εισρέοντος ύδατος, στρέφεται αποτόμως προς τον δημογέροντα Παν. Σαρίκα και λέγει:
-Συ κύριε Σαρίκα, αν έχης μουλάρι, το βάζεις εις αυτό το μέρος εδώ πέρα;
-Όχι, απαντά ο δημογέρων με όλην την ειλικρίνειαν, διότι θα πάθη το ζώον μέσα σ’ αυτή την υγρασία.
- Το μουλάρι σου λοιπόν δεν το βάζεις εδώ και τα παιδιά του χωριού, τα οποία είναι η πολυτιμοτέρα περιουσία από όλας, που είναι η ζωή της κοινότητος και το μέλλον αυτής, τα παιδιά αυτά τα έχετε μέσα σ’ αυτό το αχυρόνταμο;
Οι δημογέροντες όλοι, ως φυσικόν, δεν ηδύναντο ουδ’ ελαχίστην δικαιολογίαν ν’ αντιτάξωσι και έμειναν άφωνοι και απολιθωμένοι. Μετ’ ολίγον ο επιθεωρητής λέγει:
- Κύριοι, από της στιγμής ταύτης το ντάμι αυτό θα κλείση και φροντίσατε οπουδήποτε αλλού θέλετε να βάλετε τα παιδιά, διότι όταν θελήσω ημπορώ να σας φυλακίσω δια την εγκληματικήν αυτήν αδιαφορίαν σας.
Και η μεν υπόσχεσις περί κλεισίματος του δωματίου και αντικαταστάσεως αυτού εδόθη πάραυτα και προθυμότατα υπό των δημογερόντων, αλλά μετά την αναχώρησιν του επιθεωρητού, το περίφημον δωμάτιον δεν εκλείσθη καθ’ όλον το έτος, εξακολουθήσαν μέχρι τέλους του σχολικού έτους το ολέθριον έργον του και τον καταστροφικόν προορισμόν του»…

Εν Αγία Παρασκευή τη 18 Ιουλίου 1912
Ο σχολάρχης
Π. Κ. Μακρής

[Πηγή: Κώδιξ της Ελληνικής Σχολής Αγίας Παρασκευής]



Κεφάλαιο από το υπό έκδοση βιβλίο του Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων ν. Λέσβου Στρατή Ι. Αναγνώστου, Τοπική Ιστορία : Αναφορές στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου, Εκδόσεις ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ, Μυτιλήνη 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου