Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Πόσο συμβατός με την Ορθόδοξη σκέψη είναι ο οικονομικός φιλελευθερισμός;


Ανδρέα Αργυρόπουλου
Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων Περιφέρειας Βόρειου Αιγαίου



Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργάνωσε στις 30 Ιανουαρίου 2010 το Γραφείο Νεότητος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών προς τιμήν των Τριών Ιεραρχών, με θέμα: «Για μια Οικονομία με ανθρώπινο πρόσωπο».




Αν πριν κάποια χρόνια γίναμε μάρτυρες της πτώσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις μέρες μας ζούμε την κατάρρευση (για δεύτερη φορά μετά το 1929) του οικονομικού φιλελευθερισμού, ενός μοντέλου που στη δεκαετία του 1980 θεωρήθηκε από τους περισσότερους σε παγκόσμιο επίπεδο ως μονόδρομος.
Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες δεκαετίες, ακόμη και κυβερνήσεις που πολιτικά ανήκαν στο χώρο της Κεντροαριστεράς, ουσιαστικά υιοθέτησαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αποδυναμώνοντας το κράτος πρόνοιας, προωθώντας ιδιωτικοποιήσεις και εγκαταλείποντας κάθε δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι επιλογές αυτές βαπτίστηκαν από τους εκπροσώπους της, άλλοτε εκσυγχρονισμός, άλλοτε μεταρρύθμιση κ.λπ.
Η οικονομική κρίση που όλοι βιώνουμε το τελευταίο διάστημα, η αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, η τραγική κατάσταση των αγορών αποδεικνύουν την αποτυχία του συγκεκριμένου μοντέλου. Η απελευθέρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ανεξέλεγκτη διακίνηση κεφαλαίων και αγαθών δεν οδήγησε παρά στην ενίσχυση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων καθώς επίσης και στην καταστροφή του οικοσυστήματος.
Καλούμαστε λοιπόν να απαντήσουμε: Πόσο συμβατός με την Ορθόδοξη σκέψη είναι ο οικονομικός φιλελευθερισμός; Είναι δυνατό να γίνει αποδεκτό χριστιανικά ένα σύστημα που ως πρόταγμά του έχει την απόλυτη επιχειρηματική ελευθερία, με αποτέλεσμα να θεοποιεί το κέρδος και αποδεδειγμένα να οδηγεί: α) στον πλουτισμό των λίγων σε βάρος των πολλών, οι οποίοι καταλήγουν στη φτώχεια, την περιθωριοποίηση ή ακόμα και στον αφανισμό και β) στην λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος αδιαφορώντας για την κτίση και το μέλλον του πλανήτη;
Ποια είναι η σχέση της «ελευθερίας» του οικονομικού φιλελευθερισμού με αυτήν της ορθόδοξης αντίληψης; Μπορεί μια τέτοια «ελευθερία» να απελευθερώσει, να οδηγήσει στην καταξίωση του ανθρώπινου προσώπου, στον εξευγενισμό της ψυχής του; Ποια η διαφορά της ατομικής ελευθερίας του φιλελευθερισμού με την προσωπική ελευθερία της Ορθοδοξίας; Ποια η σχέση του πάθους για αλόγιστο πλουτισμό με την ορθόδοξη άσκηση και τη διακονία του άλλου;
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, η ορθόδοξη διανόηση ασχολείται πολλές δεκαετίες με αυτά τα ζητήματα τόσο στο εξωτερικό από προσωπικότητες, όπως ο Μπερδιάεφ, ο Κλεμάν και άλλοι, όσο και στην πατρίδα μας όπου αξιομνημόνευτη είναι η συνεισφορά πανεπιστημιακών θεολόγων, όπως των Ν. Ματσούκα, Β. Στογιάννου, Ν. Νησιώτη, Σ. Αγουρίδη, Αναστασίου Αλβανίας, πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ι. Πέτρου, Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Αν. Κεσελόπουλου και άλλων, καθώς επίσης θεολόγων, όπως του Ν. Μπουγάτσου, Γ. Ροδίτη, Θ. Παπαθανασίου, καθώς και του χριστιανού πολιτικού και συγγραφέα Νίκου Ψαρουδάκη. Στις σκέψεις και τις αναλύσεις όλων αυτών στηρίχθηκε η παρούσα εισήγηση.

Πρόταγμά μας ο άνθρωπος ή το κέρδος;
Ο άνθρωπος στο κέντρο της οικονομίας ή στο στόχαστρό της;

Λίγο μετά το Κραχ του ‘29, ο Νικόλαος Μπερδιάεφ, ο κορυφαίος ίσως Ορθόδοξος στοχαστής του 20ου αιώνα, ασκεί δριμύτατη κριτική στον οικονομικό φιλελευθερισμό μέσα από το βιβλίο του Το πεπρωμένο του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο. Ο άνθρωπος, γράφει, δεν τοποθετήθηκε στο κέντρο της οικονομικής σφαίρας και η κατάσταση αυτή οφείλεται στον οικονομικό φιλελευθερισμό, μια και η καπιταλιστική οικονομία είναι βαθειά αντιπροσωπική. Απανθρωπίζει τη ζωή και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε πράγμα.... η εξουσία των τραπεζών είναι απρόσωπη και τα μονοπωλιακά συγκροτήματα είναι ανώνυμοι θεσμοί. Δεν ξέρουμε ακόμα ποιος είναι ο υπεύθυνος για τις δυστυχίες του σύγχρονου κόσμου. Δεν υπάρχει ένοχος ή μάλλον ο ένοχος δεν έχει όνομα. Οι άνεργοι δεν ξέρουν ποιος προκάλεσε την αθλιότητά τους και αισθάνονται ολοκληρωτικά συντριμμένοι από την ανθρώπινη τυραννία. Το χρήμα είναι μια απάνθρωπη και απρόσωπη δύναμη1.
Μια προσεκτικότερη μελέτη του κειμένου μάς αποκαλύπτει ότι το πρόσωπο απουσιάζει και στους ενόχους, οι οποίοι δεν έχουν όνομα, και στα θύματα του οικονομικού φιλελευθερισμού, που από άνθρωποι μετατρέπονται σε πράγματα. Ο ένοχος έχει ως προτεραιότητά του το κέρδος. Ο «άλλος» για αυτόν είναι αριθμός, αντικείμενο «εμπορικού χειρισμού», πράγμα χριστιανικά απαράδεκτο, αφού κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Η απληστία του τον έχει μετατρέψει σε οντότητα απομονωμένη, αποξενωμένη, μοναχική, αρνούμενη τη σχέση με τον «άλλο», γι΄ αυτό και απρόσωπη. Δεν τον ενδιαφέρει αν τα θύματα αισθάνονται ολοκληρωτικά συντρίμμια, γιατί απλά για αυτόν δεν υπάρχουν ως πρόσωπα, αλλά ως πράγματα. Οι επιλογές του τον έχουν αλλοτριώσει ολοκληρωτικά.
Ο Θ. Παπαθανασίου μας θυμίζει την επισήμανση που κάνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην παραβολή του φτωχού Λάζαρου και του πλουσίου, όπου ο μεν πρώτος κερδίζει την αιώνια ζωή, ενώ ο δεύτερος την αιώνια καταδίκη. Ο Χριστός, λέει ο Άγιος Πατέρας, μας δίνει το όνομα του φτωχού, αφήνει όμως ανώνυμο τον πλούσιο. Γιατί; Διότι (απαντά ο ίδιος) όποιος επιδίδεται σε αρπαγές και πλουτισμό είναι λύκος και όχι άνθρωπος. Να θυμηθούμε ότι ανώνυμος έμεινε και ο άφρων πλούσιος που έχασε τον ύπνο του προβληματιζόμενος πού θα αποθηκεύσει τα γεννήματά του2.




Ελευθερία δια του Σταυρού ή ελευθερία δια του πλουτισμού;

Η Ορθοδοξία έχει ως προτεραιότητά της την ελευθερία. Η εν Χριστώ ελευθερία όμως βρίσκεται στον αντίποδα αυτής του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο άνθρωπος κατανοείται ως πρόσωπο που εξέρχεται από το «εγώ» για να συναντήσει τον «άλλον». Προϋπόθεση της αληθινής ελευθερίας είναι η αγάπη. Ελεύθερος είναι αυτός πού σύμφωνα με το 25ο κεφ. του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου βλέπει στο πρόσωπο του κάθε κατατρεγμένου τον Χριστό εκείνος που «αισθάνεται διαρκώς κρεμασμένος στον σταυρό».
Ο χριστιανός εξέρχεται από την ατομικότητά του και μεταμορφώνεται σε πρόσωπο, αγωνιζόμενος για την απελευθέρωση των άλλων από κάθε μορφής καταπίεση. Αν δεν το κάνει είναι μια μετριότητα, μια καρικατούρα της εικόνας του Θεού Δημιουργού, της καλοσύνης του Θεού Πατέρα και της ευσπλαχνίας του Κυρίου3. Αν δεν υπάρχει ψωμί για όποιον πεθαίνει από την πείνα, αν δεν υπάρχει ελευθερία για τον πολιτικό κρατούμενο, αυτά είναι σημάδια ότι η χριστιανική μας δράση ψεύδεται προς το πνεύμα, μας θυμίζει ο Ολιβιέ Κλεμάν4.
Εμείς οι Ορθόδοξοι συχνά ξεχνάμε πως ο Θεός μας δεν είναι μια μονάδα, δεν είναι ένας Θεός εγωκεντρικός, είναι Ένας μέσα σε Τρεις. Αποτελεί κοινότητα προσώπων, που είναι ελεύθερα αλλά και ισότιμα. Οι πιστοί καλούνται να ζουν με αμοιβαία αγάπη κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδος, να κάνουν πράξη δηλαδή στην καθημερινότητά τους το δόγμα της. Μόνο έτσι οι διαπροσωπικές σχέσεις γίνονται αυθεντικές, οι άνθρωποι καταφάσκουν τη ζωή αρνούμενοι τη φθορά και το θάνατο.
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης το λέει μια χαρά: Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί. Ο χριστιανός ζώντας την Τριάδα οφείλει να μετέχει, όπως λέει ο Παύλος στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται (Ρωμ. 12,15). Χωρίς αληθινή κοινωνία με τους άλλους δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία για τον πιστό. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι δυνατόν για ένα άνθρωπο να σωθεί αν δεν κοπιάσει για τη σωτηρία του διπλανού του, έλεγε ο Χρυσόστομος.
Η Ορθοδοξία αρνείται την «ελευθερία του πλουτισμού» γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η πλεονεξία οδηγεί τον άνθρωπο στη χειρότερη μορφή δουλείας. Για να θυμηθούμε, πότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του το γνωστό σε όλους μας: Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού. Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα παρά πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού (Ματθ. 19, 23).
Το είπε, όταν ο νεαρός με την μεγάλη περιουσία αρνήθηκε να ακούσει τις συμβουλές του για το μοίρασμά της στους φτωχούς. Τέτοια ήταν η εξάρτησή του. Προτίμησε τον πλουτισμό από τη σωτηρία του. Αυτός που επίμονα επιθυμεί τον πλουτισμό, γράφει ο Θεοδώρητος Κύρου, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να τον αποκτήσει, δεν θα κορέσει την επιθυμία του ποτέ5.
Από το πάθος της πλεονεξίας είναι σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί κάποιος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, ο Παύλος αρχικά αλλά και οι Πατέρες αργότερα, αποκαλούσαν την πλεονεξία ειδωλολατρία θεωρώντας την υπεύθυνη για την απόλυτη αλλοτρίωση του ανθρώπου. Αυτός που με μανία αγαπά τα χρήματα, λέει ο Χρυσόστομος, όχι μόνο τους εχθρούς του δεν θα αγαπήσει, αλλά και τους φίλους του θα χρησιμοποιήσει σαν εχθρούς6.
Η πλεονεξία των λίγων είναι η αιτία για την φτώχεια των πολλών. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταγγέλλουν με δριμύτητα κάθε μορφή εκμετάλλευσης των κοινωνικά αδυνάτων καθώς επίσης τη ληστρική συσσώρευση του πλούτου από λίγους. Περιγράφοντας ο Χρυσόστομος την συμπεριφορά των κατ’ όνομα χριστιανών - μεγαλογαιοκτημόνων της εποχής του έναντι των γεωργών, αναφέρει πως τους μεταχειρίζονταν σαν ζώα και ακόμη χειρότερα, σαν λιθάρια. Σαν να μην έφθανε αυτό, τους δάνειζαν χρήματα, συντάσσοντας συμβόλαια δανεισμού σύμφωνα με τα οποία τους καλούσαν να τα ξεπληρώσουν με επιτόκιο, όχι 1% αλλά 50%. Μήπως αυτό μας θυμίζει τίποτα, τηρουμένων των αναλογιών, για τις σχέσεις δανεισμού των ανεπτυγμένων χωρών με αυτές του Τρίτου κόσμου στις μέρες μας;
Ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος μιλώντας για τους Τρεις Ιεράρχες τονίζει ότι η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα, όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Ανώμαλα βλέπει, φωνάζει ο Μ. Βασίλειος, όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι ή «άθεοι» ή παράλογοι, και οπωσδήποτε «λωποδύται», αυτοί που θησαυρίζουν εις βάρος των άλλων, και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση7.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν θα μείνουν μόνο στην καταγγελία. Δεν τους αρκεί η κριτική, θέλουν να δώσουν προοπτική και ελπίδα. Προτείνουν μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας, ειρήνης και δικαιοσύνης. Τονίζουν την ευθύνη και το χρέος των χριστιανών για την ανατροπή κάθε άδικου και εκμεταλλευτικού συστήματος κάνοντας σαφές πως η ανοχή απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις είναι συνενοχή.
Και αν ακόμη η αδικία έγινε από άλλον, γράφει ο Χρυσόστομος, πήρες και συ μέρος σ’ αυτήν…Γιατί όποιος μπορεί να εμποδίσει αυτόν που αδικεί και δεν το κάνει, δεν είναι λιγότερο υπεύθυνος από εκείνον που αδικεί8. Αδιαφορία των χριστιανών δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά νομιμοποίηση των αδικιών που συντελούνται, άρνηση της ουσίας της χριστιανικής πίστης και περιφρόνηση του Θεού. Όποιος παραμένει απαθής ενώπιον της Ιστορίας, δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός χριστιανός9.
Όλοι βέβαια γνωρίζουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία τις συνέπειες και το κόστος που είχαν οι Τρεις Ιεράρχες για τα όσα υποστήριξαν. Ο αείμνηστος καθηγητής Βασίλης Στογιάννος αναφερόμενος στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο υπογραμμίζει πως βάδισε καρτερικά το δρόμο της εξορίας και πέθανε πολιτικός εξόριστος, γιατί αρνήθηκε να μεταβάλλει το νέο ήθος σε στείρα θρησκευτικότητα, που θα αδιαφορούσε για τη δικαιοσύνη και την αρετή10.
Η αληθινή ελευθερία είναι συνυφασμένη με την ποιότητα ζωής, την αξιοπρέπεια και την ομορφιά σ’ αντίθεση μ’ αυτήν του οικονομικού φιλελευθερισμού που οδηγεί πολιτισμούς και παραδόσεις σε αυτοκαταστροφή. Σ’ ένα κείμενό του που είχαμε την ευλογία να μεταφραστεί στα ελληνικά ο Μπερδιάεφ είναι αποκαλυπτικός: Η θέληση για αγιότητα και μεγαλοφυΐα ατονεί κι είναι η θέληση για δύναμη, για οργάνωση της ζωής κι ευημερία που θριαμβεύουν στον αστικό κόσμο. Οι μεγάλες ανατάσεις του πνεύματος ανήκουν σ’ άλλες εποχές. Το πνεύμα εκλείπει κι αυτός ο καιρός της απουσίας του είναι ο καιρός του θριάμβου του αστισμού και του αστού. Οι μορφές του ιππότη και του μοναχού, του φιλόσοφου και του ποιητή αντικαθίστανται από μιαν άλλη: την μορφή του οργανωτή και του μπίζνεσμαν, του αστού που διψά για παγκόσμια κυριαρχία. Το κέντρο βάρους της ζωής μετατίθεται η οργανική και ιεραρχική σύσταση της ζωής τραντάζεται από τα θεμέλιά τηςτο κέντρο της ζωής μεταφέρεται στην περιφέρεια. Είναι η εποχή των μηχανών και του βιομηχανικού – καπιταλιστικού πολιτισμού της Ευρώπης και της Αμερικής. Ο πνευματικός πολιτισμός της παλιάς Ευρώπης, με την ιερή του συμβολική και την παράδοση, αυτοκαταστρέφεται11.



1 Το πεπρωμένο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, σ. 89.
2 Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία. Μια προκήρυξη, εκδ. Ακρίτας, σσ. 28-29.

3 Αντόνιο Φραγκόζο, Ευαγγέλιο και Κοινωνική Επανάσταση, εκδ. Μήνυμα, σ. 19.
4 Ορθοδοξία και Πολιτική, εκδ. Μήνυμα, σ.17.

5 Ν. Θ. Μπουγάτσου, Καπιταλισμός και Ορθόδοξος Χριστιανισμός, εκδ. Μήνυμα, σ. 36.
6 ‘Ο.π., σ. 38.

7 Αναστασίου Γ. Γιαννουλάτου, Η δυναμική κατανόησις της παραδόσεως των Τριών Ιεραρχών, σ. 20
8 Ι. Χρυσόστομου, Εις την Γένεσιν Ομιλία 33, 3. P.G.53, 309.
9 Γ. Φλωρόφσκυ, «Πορεία της Ρωσικής Θεολογίας», Θεολογία, αλήθεια και ζωή, Πνευματικόν Συμπόσιον, σ. 29.
10 Β. Π. Στογιάννου, Αποκάλυψη και Πολιτική, Θεσσαλονίκη, σ.10.
11 Ν .Μπερδιάεφ, «Για το πνεύμα του αστισμού», Η μοίρα της κουλτούρας, εκδ. Αστρολάβος / Ευθύνη, σσ.39-40.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου