Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Εκκοσμίκευση και φονταμενταλισμός: δύο εχθροί που μοιάζουν


Η εκκοσμίκευση αποτελεί πνευματικό παιδί της νεωτερικότητας- αυτό είναι ήδη γνωστό. Συνιστά συνεπή εκδήλωση της δίψας του νεωτερικού υποκειμένου για αυτονομία απέναντι σε οποιαδήποτε θρησκευτική αναφορά. Υπό την προϋπόθεση αυτή αγαπήθηκε και πιστεύθηκε, έγινε κίνημα, σύμβολο, ιδεολογία.
Αυτό που δεν έτυχε ίσως ευρύτερης προσοχής είναι ότι και ο φονταμενταλισμός αποτελεί γνήσιο γέννημα της νεωτερικότητας. Σίγουρα παιδί ανεπιθύμητο, αλλά πάντως παραφυάδα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον ίσκιο του μεγάλου κορμού των μοντέρνων καιρών, και που τράφηκε από τους ίδιους χυμούς του. Η διατύπωση αυτή σε κάποιους θα φανεί παραδοξολόγημα, αφού είναι προφανές ότι ο φονταμενταλισμός λειτουργεί σαν ορκισμένος εχθρός της νεωτερικότητας.
Η εν λόγω διαπίστωση λύνει και την απορία. Κάτι που γεννιέται σαν αντίλογος και σαν αντίδοτο σε κάτι άλλο, αναγκαστικά σε αυτό οφείλει την ύπαρξη του. Η ζωή του στη συνέχεια θα ορίζεται αποκλειστικά από τον γεννήτορα του και θα καταδικάζεται στην έλλειψη πρωτότυπης πρότασης. Μία τέτοια προγραμματική αντίθεση βεβαιώνει και για τις συγγένειες, με τον ίδιο τρόπο που ένα επαναστατημένο παιδί ενός αυταρχικού γονέα χάνει τον αληθινό εαυτό του αν μείνει για πάντα έτσι.
Ως κίνηση στον χώρο των ιδεών ο φονταμενταλισμός αισθάνεται ότι ο κόσμος που ανέτειλε με τη νεωτερικότητα είναι εχθρικός, γι’ αυτό και προτείνει επιστροφή στα θεμέλια (fondation), στις ρίζες, στις πηγές. Προέρχεται από το άγχος που γεννά η διαπίστωση ενός μη αντιστρεπτού γεγονότος, της χειραφέτησης της κοινωνίας και της επιστήμης από τα παραδοσιακά θεολογικά τους στηρίγματα.
Χωρίς να το γνωρίζει, ο φονταμενταλισμός αποτελεί ψυχολογισμό. Κρίνει όχι με την αλήθεια αλλά με τη συνήθεια. Έχοντας τρομάξει από την πολυπλοκότητα του νεωτερικού κόσμου (που ήδη εξελίχθηκε στο χάος του μετανεωτερικού) καταφεύγει τρέχοντας σε υπεραπλουστευμένες λύσεις, διότι δεν αντέχει την αμφιβολία, το πολυσύνθετο, τη συνύπαρξη. Όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Μαντζαρίδης, ενώ μάχεται υπέρ του ιερού και εναντίον του κοσμικού, στην ουσία απολυτοποιεί το κτιστό.1 Παγώνει συγκεκριμένες (κτιστές) μορφές που είχε προσλάβει η αλήθεια του Θεού και ακινητοποιεί την ιστορία, μη κατανοώντας ότι με αυτό τον τρόπο διαπράττει το αμάρτημα το οποίο υποτίθεται ότι πολεμά με πάθος.
Αν βία σημαίνει ανασφάλεια, η υπόθεση αυτή δικαιώνεται κατ’ εξοχήν στο φονταμενταλιστικό φαινόμενο. Ο φονταμενταλισμός είναι αβέβαιος για την πίστη του, ίσως και διχασμένος στην επιθυμία του. Η ύπαρξη αυτονόμων υποκειμένων γύρω του του προκαλεί φθόνο, ο οποίος με τη σειρά του κορυφώνει το άγχος και γεννά μίσος. Εξ άλλου ο θρησκεύων φονταμενταλισμός κατά κανόνα έχει θεμελιώσει την θρησκευτικότητα του πάνω στον φόβο και όχι στην αγάπη. Έτσι τα ευγενέστερα στοιχεία της πίστης του δεν έχουν εσωτερικευθεί επαρκώς και δεν έχουν επηρεάσει τη βαθειά ακατέργαστη επιθετικότητα του ψυχισμού. Αυτή θα νομιμοποιηθεί και θα βρεί ισχυρό άλλοθι στην προάσπιση της «παράδοσης», η οποία δεν πηγάζει από αυτοπεποίθηση, αλλά από αληθινό φόβο για την επιβίωση. Ένα φόβο που μπορεί να φθάσει μέχρι αληθινή παράνοια, μια νοσηρή καχυποψία απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς. Με άλλα λόγια, τα κίνητρα είναι πολύ περισσότερο «κοσμικά» από όσο φαντάζεται.
Εννοείται ότι αυτά ισχύουν εξ ίσου και για τη νεωτερική εκκοσμίκευση, αφού κάποιοι εκπρόσωποι της έδρασαν με φονταμενταλιστικό φανατισμό. Η χρήση του όρου «φονταμενταλισμός» εδώ είναι βέβαια καταχρηστική και δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο των ιδεών αλλά στην απολυτοποιημένη επένδυση πάνω στις ιδέες, στο άγχος και στο μίσος. Η ανθρωπότητα γνώρισε τη φρίκη και του φονταμενταλισμού της εκκοσμίκευσης με τη μορφή της (κυριολεκτικά φονικής) στρατευμένης αθεας. Σε ηπιότερες μορφές αυτό το υβρίδιο επιβιώνει σήμερα με τη μορφή ιδεολογικών προκαταλήψεων και επιστημονικών φανατισμών.
Τόσο η εκκοσμίκευση όσο και ο φονταμενταλισμός αποτελούν φαινόμενα αντιδιαμετρικά και αξεχώριστα. Η πρώτη παραδίδεται άνευ όρων στη γοητεία του κοσμικού. Ο δεύτερος αντιμάχεται το κοσμικό με πανικό και μίσος. Και τα δύο έχουν καταστήσει το κοσμικό έμμονη ιδέα, είτε από την ευθεία είτε από την ανάποδη πλευρά. Με τον τρόπο αυτό δεν λειτουργούν ελεύθερα. Μοιάζουν, γι’ αυτό είναι εχθροί.
Αν προέκυψε κάποιο καλό από τη μετανεωτερικότητα είναι ότι κατέδειξε τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της ιδεολογίας. Αλλά η εκκοσμίκευση άσκησε την επίδραση της στην ανθρωπότητα κυρίως μέσα από την ιδεολογία. Αυτό συχνά την απομάκρυνε από την αλήθεια, αφού πολλές φορές η ιδεολογία αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο απόκλισης από την αλήθεια.
Εδώ τα πράγματα γίνονται ενδιαφέροντα για την Ορθόδοξη Θεολογία. Επειδή στο παρελθόν μίλησε αρκετές φορές τη γλώσσα της ιδεολογίας (όχι τόσο συχνά όσο ο Δυτικός Χριστιανισμός, ευτυχώς), γίνεται τώρα ευάλωτη στην (ομόλογη με την ιδεολογία) φονταμενταλιστική άμυνα. Οι κατακλυσμικές εξελίξεις της εποχής μας στις ιδέες και στην τεχνολογία αποτελούν ισχυρότατη πρόκληση, ακόμη περισσότερο από την ανάγκη για απαντήσεις σε νέα προβλήματα, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την πίστη μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρειάζεται να κατανοήσει πληρέστερα ποιός είναι ο δικός της πολιτισμός και να γευθεί μέχρι τα κατάβαθα της την ειρήνη και τη βεβαιότητα που αυτός χαρίζει, έτσι ώστε να μην εγκαθιστά στη θέση του ανθρώπινα σχήματα (εκκοσμικευμένα ή φονταμενταλιστικά), κουλτούρες που ο καθένας συνήθισε, ξεγελασμένη από τη σαγήνη τους ή από την ευσεβοφάνεια τους.
Δεν μπορώ να βρω καλύτερα κριτήρια από εκείνα που απέδωσε με θαυμάσιο τρόπο σε ένα πραγματικά ιστορικό κείμενο του ο αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας: «Γιατί η Ορθοδοξία, που δεν αντιμάχεται ούτε ανταγωνίζεται κανένα πολιτισμό, θέλει να ζήσει και μέσα στον δικό μας (τον δυτικό) πολιτισμό, ακόμη περισσότερο θέλει να σαρκωθεί μέσα του, ακριβώς για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα εγγενή του αδιέξοδα. Και μπορεί να το κάνει αυτό επειδή στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή της σάρκωσης και μεταμόρφωσης του προβλήματος, στην οποία ακριβώς στηρίχθηκαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας για να αντιμετωπίσουν τον ελληνικό πολιτισμό. Η αρχή αυτή εκφράζει, στο επίπεδο των σχέσεων Εκκλησίας-κόσμου, το κεντρικό χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας...
Πρόκειται για ένα ολοκληρωτικό αγαπητικό δόσιμο, για μια έκχυση ή κένωση της Εκκλησίας μέσα στον πολιτισμό, πράγμα που φέρνει όχι απλά την ανοχή των μεταμορφώσιμων στοιχείων του πολιτισμού, αλλά την πλήρη καταξίωση τους, αφού οδηγεί στη μεταλλαγή τους σε σάρκα της Εκκλησίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία του πολιτισμού πρέπει να εκχριστιανισθούν. Εδώ παρεμβαίνει η μεγάλη πραγματικότητα της άσκησης... Η Εκκλησία είναι σώμα του Χριστού, και σώμα της Εκκλησίας είναι το κοινωνικό σώμα. Χριστιανική είναι η άσκηση όταν δεν αρνείται αλλά δέχεται το σώμα, το αγαπά και αγωνίζεται να το σώσει».2
Με άλλα λόγια, η έξοδος από το ψευδοδίλημμα «εκκοσμίκευση ή φονταμενταλισμός» απαιτεί αγάπη. Διότι «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».3


1 Η υπέρβαση του φονταμενταλισμού, «Πρόσωπο και θεσμοί», εκδόσεις Πουρναρά, 1997, σελ. 79-98.
2 Η παιδεία και οι Έλληνες, «Σύναξη», 1987, τ. 21, σ. 9-21.
3 Α΄ επιστολή Ιωάννου, κεφ. 4, στίχος 18.



                        πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Θερμός
                        διδάκτωρ θεολογίας
                        ψυχίατρος παιδιών και εφήβων


Από το βιβλίο   "Κοινωνία πολιτών"= Οι δικοί μου οι ξένοι, εκδ. Εν πλω


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου