Ο άνεμος της λευτεριάς και η παλικαριά του ανήφορου
| |
«-Παππού αγαπημένε, είπα, δωσ’ μου μια προσταγή. Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου· δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά· ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα. - Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου... Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα να ’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης. Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε. - Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δωσ’ μου μια πιό δύσκολη, πιό κρητικιά προσταγή. Κι’ ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι’ απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή κι’ ο αέρας έτρεμε: - Φτάσε όπου δεν μπορείς!».
Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ο υψιπετής αετός της λογοτεχνίας μας, χάρισε με την περήφανη ματιά του νέα πνοή στα νεοελληνικά γράμματα. Ο άνεμος της ελευθερίας πνέει μέσα στην ύπαρξή του καθώς, «Έρωτας ελευτερίας, να μην καταδέχεσαι, μήτε για τον παράδεισο ακόμα, να σκλαβώνεις την ψυχή σου· παιχνίδι παλικαρίσιο απάνω από την αγάπη και τον πόνο, απάνω από το θάνατο· να συντρίβεις τα παλιά καλούπια, και τα πιο ιερά, όταν πια δε σε χωρούν — να οι τρεις μεγάλες φωνές της Κρήτης».[1] Η ευθύνη του ανθρώπου ταυτίζεται ουσιαστικά με τούτον τον αγώνα και είναι ζωτικής σημασίας επειδή από εκείνη εξαρτάται η σωτηρία του σύμπαντος κόσμου: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω».[2]
Οι δύο μεγάλες του λαχτάρες, η λευτεριά και η αγιοσύνη που τον συντροφεύουν ολάκερη τη ζωή του, παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μας στις σελίδες των βιβλίων του. Αναμφισβήτητα η φορτισμένη μεταφυσικά και γεμάτη φως λέξη Θεός συναντάται στον Καζαντζάκη περισσότερο από κάθε άλλον λογοτέχνη και συνδέεται άρρηκτα με την έννοια του ανήφορου κατ’ επέκταση του αγώνα.[3] Μέσα στην παιδική του φαντασία ταυτίζεται η μορφή του αγίου με τη μορφή του ήρωα,[1] δημιουργώντας έτσι το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου, τον ίδιο τον Χριστό. Και τούτο αποτελεί το ύψιστο χρέος του ανθρώπου: «Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας».[2] Και ο ήρωας ως βασικά χαρακτηριστικά του διαθέτει την αίσθηση της ευθύνης και της αυτοθυσίας.[3]
Ο δρόμος του είναι πάντα ο ανήφορος,[4] όπου μέσα από την αυτοθυσία θα οδηγηθεί στη κάθαρση όπως στην αρχαία τραγωδία και ακολούθως στη θέωση. Ο ήρωας έχει καθήκον να βοηθήσει τον Θεό που ασφυκτιά να ελευθερωθεί[5] και να αφεθεί στα χέρια του.[6] Και μόνο τότε θα αισθανθεί πραγματικά λεύτερος. Ο ίδιος ομολογεί συγκλονιστικά: «Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Πού να βρω μιάν ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;».[7] Τούτος ο ανήφορος λοιπόν αποτελεί κατά τον μέγα Καζαντζάκη, το ύψιστο χρέος για κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο, για κάθε άνθρωπο που παλεύει για την ένωση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
[1] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 95-96: «Λίγα πράγματα καταλάβαινα από τα καινούρια τούτα συναξάρια, μα καταστάλαζε βαθιά στην ψυχή μου η ουσία. Άνοιγε το μυαλό μου και γέμιζε τώρα μεσαιωνικούς πύργους και ξωτικά τοπία και νησιά μυστηριώδη που μύριζαν μοσκοκάρφι και κανέλα. Έμπαιναν μέσα μου άγριοι, με κόκκινα φτερά, άναβαν πυρές, έψηναν ανθρώπους, χόρευαν, και τα νησιά γύρα τους χαμογελούσαν σα βρέφη. Κι οι καινούριοι ετούτοι άγιοι δε ζητιάνευαν· ό,τι ήθελαν το ’παιρναν με το σπαθί τους· να μπορούσε, λέει, να μπει κανείς έτσι, σαν τους ιππότες τούτους, καβαλάρης στην Παράδεισο! Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος, συλλογίζουμουν».
[2] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 31.
[3] Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ.55: «Έτσι διαρκώς τον απασχολούν και τον τυραννούν τα μεγάλα –μα σ’ όλα τα μικρά πράγματα αναφερόμενα- μεταφυσικά ερωτήματα: Θεός, θάνατος, αγάπη. Για το Θεό, όσο ξέρω, δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να κάνει τόσο πολύ λόγο όσο ο Καζαντζάκης». Βλ. Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Η μορφή και το έργο του, Κρήτη 2001, σσ.274-275: «Ο Κων/νος Τσάτσος λέει σχετικά: “Από τους σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που, παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το Θεό του”. Ο γνωστός επίσης λογοτέχνης Πέτρος Χάρης γράφει: “Δεν ξέρω άλλον Έλληνα λογοτέχνη, που να έδωσε στο έργο του τόση θέση στο Θεό, στο Χριστό, στις δυνάμεις τ’ ουρανού. Ούτε αυτός ο Παπαδιαμάντης, ο θεοφοβούμενος, δεν έχει τόσο συχνά και τόσο κοντά του το Θεό”. Οι άνθρωποι αυτοί με το ψηλό πνευματικό διαμέτρημα είναι από ’κείνους που ακολουθούν τις συμβουλές του Καζαντζάκη, όπως ο ίδιος τις περιγράφει στο “Ταξιδεύοντας. Ρουσία”. “Πριν ν’ αρχίσεις να διαβάζεις, να ’χεις στο νου σου τούτο: Τις λέξεις που μεταχειρίζουμαι να τις δέχεσαι σαν ύλη –δηλαδή σκληρό κουκούτσι που κλείνει μέσα του εκρηκτικές δυνάμες. Τη κάθε λέξη, για να βρεις τι θέλω να πω, πρέπει να την αφήνεις να κάνει έκρηξη μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει. Αλλιώς συνεννόηση δεν υπάρχει. Σύντριψε τη λέξη, λευτέρωσε τη μέσα της συμπυκνωμένη δύναμη και τότε θα νιώσεις και συ αναγνώστη…”».
[4] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σσ. 95-96: «Λίγα πράγματα καταλάβαινα από τα καινούρια τούτα συναξάρια, μα καταστάλαζε βαθιά στην ψυχή μου η ουσία. Άνοιγε το μυαλό μου και γέμιζε τώρα μεσαιωνικούς πύργους και ξωτικά τοπία και νησιά μυστηριώδη που μύριζαν μοσκοκάρφι και κανέλα. Έμπαιναν μέσα μου άγριοι, με κόκκινα φτερά, άναβαν πυρές, έψηναν ανθρώπους, χόρευαν, και τα νησιά γύρα τους χαμογελούσαν σα βρέφη. Κι οι καινούριοι ετούτοι άγιοι δε ζητιάνευαν· ό,τι ήθελαν το ’παιρναν με το σπαθί τους· να μπορούσε, λέει, να μπει κανείς έτσι, σαν τους ιππότες τούτους, καβαλάρης στην Παράδεισο! Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος, συλλογίζουμουν».
[5] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 31.
[3] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Η ταύτισή μας τούτη με το Σύμπαντο γεννάει τις δυό ανώτατες αρετές της ηθικής μας: τ6ν ευθύνη και τη θυσία».
[7] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 16: «Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε· η λέξη Ανήφορος· τον ανήφορο αυτόν θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω· και τις κόκκινες πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου».
[8] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο, μέσα στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να βοηθήσουμε το Θεό, που πλαντάει, να λευτερωθεί».
[9] Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 79: «Κάθε στιγμή πρέπει να ’μαστε έτοιμοι για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας».
[10] Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 17.
Mαρία Χατζηαποστόλου
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου