Για το βιβλίο του Ανδρέα
Αργυρόπουλου «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες
Rock ‘n Roll ιστορίες»*
Το
βιβλίο του Ανδρέα Αργυρόπουλου «Ο Θεός,
οι Νέοι και άλλες Rock
‘n
Roll
ιστορίες»[i]
αποσκοπεί να ανιχνεύσει τον δύσβατο δρόμο της σχέσης των σύγχρονων νέων με τον
Θεό, την πίστη και την Εκκλησία. Βασίζεται δε στη μακρόχρονη πείρα του
συγγραφέα από τη θητεία του ως θεολόγου καθηγητή στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ο
κ. Αργυρόπουλος ξεκινά με την αναζήτηση των προϋποθέσεων ενός γνήσιου διαλόγου
με τους νέους. Ποιες είναι, λοιπόν, αυτές; Να τους γνωρίσεις· να έχεις διάθεση
να ακούσεις, και όχι να επιβάλλεις θέσεις· να κατανοήσεις τις αγωνίες τους, και
όχι να σκοπεύεις να τους μετατρέψεις σε οπαδούς. Δυστυχώς, τα παιδιά μεγαλώνουν
με την εικόνα ενός Θεού ελεγκτή – τιμωρού. Αλλά, η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο.
Αυτόν που αγαπάς δεν μπορεί να τον φοβάσαι. Γράφει: «Ορισμένοι θεολόγοι δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι ο Θεός δεν έχει
ανάγκη από «φουσκωτούς» που θα τον «υπερασπιστούν»… Έτσι, συνεχίζουν να τον
«υπερασπίζονται» σκοτώνοντας τις ψυχές των δεκαεξάρηδων»[ii].
Εκείνο που όντως πρέπει να υπερασπιστούν οι θεολόγοι είναι η αυθεντική εικόνα
του Θεού εναντίον των ψευδών και δουλοπρεπών ιδεών περί Θεού, και των
γελοιογραφικών αλλοιώσεων και διαστρεβλώσεών της. Ο αθεϊσμός είναι δικαιολογημένος
ως επανάσταση και απελευθέρωση από ανάξιες αντιλήψεις περί Θεού, οι οποίες
προβάλλουν έναν Θεό που σκλαβώνει και εκμηδενίζει τον άνθρωπο.
Στο
σημείο αυτό, ας μας επιτραπεί μια παρέκβαση σχετικά με τη θλιβερή μισαλλοδοξία
και τον άγριο φανατισμό που ενίοτε κυριαρχούν στο χώρο των θρησκευόμενων
ανθρώπων και απωθούν τους νέους από την Εκκλησία. Γράφει ο μεγάλος Γερμανός
φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς: «Στον αγώνα κατά
της ελευθερίας, σ’ αυτόν τον αγώνα εναντίον του διαφωτισμού, στην πράξη,
αναπτύσσεται μία έγερση κατά του ίδιου του Θεού, προς όφελος των δογμάτων, των
εντολών και των απαγορεύσεων (των υποτιθέμενων θείων, αλλά επινοημένων από τους
ανθρώπους), των θεσμών και των κανόνων συμπεριφοράς (των κατασκευασμένων από
τους ανθρώπους), όπου, όπως σε όλα τα ανθρώπινα πράγματα, ανακατεύεται
αξεδιάλυτα η φρόνηση και η παραφροσύνη. […] Γιατί αυτές οι επιθέσεις κατά του
διαφωτισμού; Προκύπτουν από την απιστία αυτών που, στην επιθυμία τους να
πιστέψουν, πείθουν τους εαυτούς τους ότι έχουν πίστη. Και από τη θέληση για δύναμη,
που πιστεύει πως οι άνθρωποι συμμορφώνονται καλύτερα όταν είναι τυφλοί
υποτακτικοί σε μιαν εξουσία, που αποτελεί το όργανο αυτής της δύναμης»[iii]. Πρέπει,
βεβαίως, να σημειωθεί πως, λέγοντας «διαφωτισμό», ο Γιάσπερς δεν εννοεί τον
άθεο γαλλικό Διαφωτισμό, αλλά την πνευματική ροπή του ανθρώπου ως ελλόγου όντος
να αποτινάξει τις αναχρονιστικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, τουτέστιν
την κριτική του συνείδηση.
Ο
κ. Αργυρόπουλος παρατηρεί ότι πολλοί νέοι ταυτίζουν την Εκκλησία με ανάξιους
ιεράρχες. Λένε: «Δεν έχω πρόβλημα με τον
Θεό, αλλά με την Εκκλησία», λαμβάνοντας προφανώς σαν «Εκκλησία» τη
διοικούσα θεσμική Εκκλησία. Κατά τον συγγραφέα, οι λανθασμένες επιλογές των
εκπροσώπων του Χριστιανισμού, στις μέρες μας αλλά και μέσα στην ιστορία, δεν
χρειάζεται να συγκαλύπτονται, να συσκοτίζονται ή να δικαιολογούνται. Αντιθέτως,
πρέπει να προσεγγίσουμε με τόλμη την πραγματικότητα και την ιστορική αλήθεια,
και να αναγνωρίσουμε ότι η αγανάκτηση των ειλικρινών αθέων είναι συχνά
δικαιολογημένη· αγανάκτηση που στρέφεται, αφενός προς πρακτικές συμπεριφορές
των χριστιανών, αφετέρου προς την παραμορφωτική ερμηνεία των δογμάτων. Ο
χριστιανός πρέπει να θυμάται πως η θέση του, σύμφωνα με τις ευαγγελικές αρχές,
είναι στο πλευρό των αδυνάμων, των ανυπεράσπιστων, των κατατρεγμένων, των
θυμάτων της ιστορίας, και όχι με τους κυριάρχους. Η διαχρονική συμμαχία της
διοικούσας Εκκλησίας με τους ισχυρούς της γης αποτελεί μέγα σκάνδαλο, και για
τους νέους.
Σύγχυση
προκαλούν στους νέους ανθρώπους η υποκρισία και η άνευ ουσίας τυπική θρησκευτικότητα.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η μεγάλη πλειονότητα των θρησκευομένων αγνοεί το
περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας, την ίδια στιγμή που συμμετέχει στα
μυστήρια και τις τελετές. Η άρνηση από τους νέους του Θεού που τους προσφέρεται
αρρωστημένα είναι δείγμα υγείας· αν δεν το έκαναν, «θα ήταν για λύπηση»! Ακόμη, οι νέοι δεν πρέπει να ενοχοποιούνται
για τις αμφιβολίες τους. Η αμφιβολία βαθαίνει την πίστη, δεν είναι βλαβερή. Η
εύρεση του Θεού είναι μια αδιάκοπη αναζήτηση, μια ασταμάτητη πορεία.
Το
πρόβλημα του κακού, το πανάρχαιο ζήτημα της Θεοδικίας, βασανίζει αρκετά τους
νέους που ερευνούν. Βεβαίως, το πρόβλημα αυτό δεν είναι δυνατό να επιλυθεί
λογικά. Ωστόσο, πρέπει να τονιστούν τα εξής: Πρώτον, το κακό δεν είναι ούτε
δημιούργημα, ούτε θέλημα του Θεού. Ομοίως, ο Θεός ούτε χρησιμοποιεί το κακό,
ούτε το εκμεταλλεύεται. Δεύτερον, ο Χριστός είναι ένας Θεός πάσχων. Δηλαδή,
στον Χριστιανισμό, ο Θεός παίρνει το μέρος των ανθρώπων, βιώνει την οδύνη και
τα βάσανά τους μέχρις εσχάτων, εγκαταλείποντας την παντοδυναμία του και το
ισχυρό «προφίλ» του.
Ο
συγγραφέας αναφέρεται στα θαύματα και τις σχετικές καταχρήσεις και υπερβολές.
Πολλοί χριστιανοί, αλλά και άθεοι, δεν αντέχουν την ελευθερία του Θεού.
Επιζητούν την επιβολή του Θεού δια του «θαύματος». Όμως, ο Θεός μας δεν είναι
ένας γυρολόγος θαυματοποιός, ένας “superman”. Όποιος πιστεύει βαθειά, και κανένα
θαύμα να μη δει στη ζωή του, η πίστη του δεν κλονίζεται. Εξάλλου, η ζωή μας
είναι γεμάτη από μικρά ή μεγάλα καθημερινά θαύματα και από τη βίωση του
μεγίστου θαύματος της παρουσίας Του. Θαύματα ασφαλώς γίνονται, αλλά συνιστούν
απλώς εκδηλώσεις της αγάπης του Θεού και της ευλογίας Του προς εμάς.
Οι
νέοι διψούν για έναν Θεό που δεν είναι απόμακρος, που σαρκώθηκε για να βρεθεί
κοντά μας. Θέλουν μια πίστη που να μην είναι δήλωση υποταγής σε μια ανώτερη
εξουσία, αλλά σχέση ανεπιφύλακτης εμπιστοσύνης και άνευ ορίων αγάπης. Πρέπει να
γίνει ξεκάθαρο: Ο Θεός του φόβου που προβάλλεται από συγκεκριμένους θεολογικούς
κύκλους δεν είναι ο αληθινός Θεός της αγάπης, αλλά η άρνηση του Θεού. Ο κ.
Αργυρόπουλος παραπέμπει στον Ελιάντε, σύμφωνα με τον οποίον, ο φόβος των
ανθρώπων για το «ιερό» βρίσκεται στη βάση των αρχαίων θρησκειών. Εν προκειμένω,
είναι καίριες, κατά τη γνώμη μας, και οι συναφείς επισημάνσεις του Ερνστ Μπλοχ,
εν σχέσει προς τον κατ’ αρχήν «αντιθεοκρατικό» προσανατολισμό του
χριστιανισμού. Κατά τον Μπλοχ, η χριστιανική ομολογία πίστεως στον «υιό του
ανθρώπου» δεν είναι θρησκεία, υπό την έννοια της religio, όπου re-ligio σημαίνει «επανασύνδεση» -
επανασύνδεση με τον μυθικό Θεό των απαρχών. Γι’ αυτό και οι χριστιανοί μάρτυρες
στην αυλή του Νέρωνα ονομάστηκαν «άθεοι», επειδή ακριβώς απέρριπταν έναν Θεό –
επουράνιο είδωλο – αυθέντη στην ύψιστη ουράνια σφαίρα[iv].
Η
αγάπη, στον χριστιανισμό, δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα ή μία πράξη – φυσικά,
είναι και αυτά· είναι γνωσιολογική και οντολογική αρχή. Ας θυμηθούμε το
περίφημο χωρίο από την Α’ Καθολική Επιστολή του Ιωάννου (4,8): «ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη
ἐστίν». Όπως τονίζει ο πατήρ Φιλόθεος Φάρος, η αγάπη είναι η κινητήρια
δύναμη των πάντων προς πάντα, η ενεργός, δημιουργική και ιαματική δύναμη της
ζωής[v].
Η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον είναι, σύμφωνα με τη Βίβλο, η μεγίστη
εντολή: «ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος
ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται»[vi].
Συνεπώς, είναι απαράδεκτο, απογοητευτικό και εξοργιστικό επίσκοποι της
Ορθόδοξης Εκκλησίας να μιλούν υποτιμητικά και επιτιμητικά για «αγαπούληδες»
κ.λπ.
Ο
συγγραφέας υπογραμμίζει ότι οι χριστιανοί νέοι δεν πρέπει να είναι τα «καλά
παιδιά», αλλά οι ανατροπείς της καθεστηκυίας τάξεως: του πλουτισμού, του
ατομικισμού, του χυδαίου υλισμού, της κοινωνικής ανέλιξης με κάθε τρόπο.
Οφείλουν να είναι η «πνευματική αλητεία», οι «πνευματικές μολότοφ»: άνθρωποι
θυσίας και προσφοράς σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούν ο εγωισμός και ο
ωφελιμισμός.
Συχνά,
η πίστη στον Θεό εμφανίζεται σαν πίστη σε μια αφηρημένη ιδέα, σε μια «ανώτερη
δύναμη», σε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα. Αλλά, με έναν τέτοιο Θεό, δεν μπορείς
να συναντηθείς, να διαλεχθείς, να σχετισθείς. Μία τέτοια πίστη δεν μπορεί να
νοηματοδοτήσει τη ζωή σου.
Οι
νέοι ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για την επιβεβαίωση της ατομικότητάς τους και την
αναγνώριση της ανεπανάληπτης ιδιαιτερότητας της προσωπικότητάς τους. Πρέπει να
τους γίνει σαφές ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά αγαπά όλους τους
ανθρώπους ανεξαιρέτως. Αγαπά, ωστόσο, τον καθένα ως ξεχωριστό και
αναντικατάστατο πρόσωπο. Η αυτογνωσία συνιστά οδό γνώσεως του Θεού. Προϋπόθεση
της σχέσεως με τον Θεό είναι να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου και να πιστέψεις
στον εαυτό σου. Η άφεση με εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού δεν σημαίνει άρνηση
της προσωπικότητάς σου ούτε παραίτηση από τα «θέλω» σου. Απλώς, αφήνεσαι σε
έναν φίλο που σε ξέρει καλύτερα.
Η
κοινωνικοπολιτική παρουσία και δράση αποτελεί διάσταση του πνευματικού. Οι χριστιανοί
αγωνίζονται εντός της κοινωνίας για τη μεταμόρφωσή της· δεν μπορεί να ζουν σε
μία κακώς νοούμενη «μακαριότητα», απαθείς μέσα σ’ έναν κόσμο που χάνεται. Η
επιστροφή στον αυθεντικό, αρχέγονο χριστιανισμό της ελπίδας και της
απελευθέρωσης είναι κατεπείγουσα ανάγκη.
Διαβάζοντας
το βιβλίο του φίλου Ανδρέα Αργυρόπουλου και γνωρίζοντάς τον προσωπικά, κάνω την
εξής σκέψη: Η διδασκαλία, η εκπαίδευση, η θεολογία δεν είναι πράγματα άυλα και
αφηρημένα· ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένους ανθρώπους και πραγματώνονται σε
δράσεις. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που θα εμπνεύσουν τους νέους, και με τον λόγο
τους οπωσδήποτε, αλλά, κυρίως, με το ζωντανό παράδειγμα, το ήθος και τη θέρμη
τους. Και ένας τέτοιος άνθρωπος και δάσκαλος είναι ο Ανδρέας!
[i]
[i] Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος, «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες», Αρμός, Αθήνα, 2019.
[i] Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος, «Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rock ‘n Roll ιστορίες», Αρμός, Αθήνα, 2019.
[iii]
[iii] Καρλ Γιάσπερς, «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», μετάφραση Χρήστου Μαλεβίτση, Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1983, σσ. 177-179.
[iii] Καρλ Γιάσπερς, «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία», μετάφραση Χρήστου Μαλεβίτση, Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1983, σσ. 177-179.
[iv]
[iv] Ερνστ Μπλοχ, «Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό», μετάφραση Πέτρου Γιατζάκη, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2019.
[iv] Ερνστ Μπλοχ, «Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό», μετάφραση Πέτρου Γιατζάκη, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2019.
*Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου στα Βριλήσσια 21-12-2019 .
Ο Γιώργος Κρανιδιώτης είναι Γιατρός και Πτ. Φιλοσοφίας