Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου:ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(προδημοσίευση από το βιβλίο που ετοιμάζεται για τους Τρεις Ιεράρχες)



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Για τους Τρεις Ιεράρχες ορισμένα πράγματα έχουν γίνει λίγο –πολύ γνωστά: οι διαχρονικής αξίας παιδαγωγικές τους απόψεις, οι θέσεις τους για τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα ,η επιστημονική τους συγκρότηση ,η διακονία τους στο συνάνθρωπο, οι φιλοσοφικές τους γνώσεις ,η ρητορική τους δεινότητα κ. λ. π.
Ένας από τους τομείς του έργου τους που δεν έχει αναδειχθεί είναι η σχέση τους με την ιατρική. Οι σπουδές τους, οι γνώσεις και η προσφορά τους (του Μ. Βασιλείου κύρια) στην ιατρική επιστήμη καθώς επίσης η συμβολή τους στη δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας στις περιοχές που έδρασαν είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό. Μπορεί ακόμη και οι θεολόγοι και οι ιερείς να αγνοούμε πολλά σχετικά με αυτό το ζήτημα, όμως οι αναφορές στους Τρεις Ιεράρχες αλλά και σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας από επιστήμονες της Ιστορίας της Ιατρικής ,Έλληνες και ξένους , είναι πολλές και αξιόλογες.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Οι πληροφορίες μας λένε ότι τον 4ο αιώνα λειτουργούσαν μόνο δύο κατ’ εξοχήν ιατρικές σχολές, μια στην Τύρο και μία στην Αλεξάνδρεια . Η Ιατρική ως επιστήμη στις περισσότερες περιπτώσεις είχε ενσωματωθεί στο πρόγραμμα σπουδών των σχολών ρητορικής παιδείας  όπως επίσης και σε εκείνο των φιλοσοφικών σχολών. Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι αυτομάτως κάποιος που σπούδαζε σε αυτές επέλεγε και την ιατρική .Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι η φιλοσοφία διδάσκονταν και στις ιατρικές σχολές γεγονός που φανερώνει μία διαφορετική, μια ποιοτικότερη αντίληψη για την επιστήμη.
Και οι Τρεις Ιεράρχες σπούδασαν ιατρική. Ο Μ. Βασίλειος πραγματοποιεί τις εγκύκλιες σπουδές του στην Καισάρεια όπου γνωρίζεται με τον Γρηγόριο ,φοιτητή τότε της ρητορικής. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ισχυρή φιλία που θα κρατήσει για πάντα. Ο Βασίλειος θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και ο Γρηγόριος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης όπου το επίπεδο των ρητορικών σπουδών ήταν αρκετά υψηλό. Μετά από καιρό θα συναντηθούν στην Αθήνα όπου  σπουδάζουν μεταξύ των άλλων την «θαυμασίαν Ιατρικήν».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πλην  της θεολογίας και της ρητορικής σπούδασε και Ιατρική, στοιχεία της οποίας όπως αναφέραμε διδάσκονταν στις σχολές της φιλοσοφίας και της ρητορικής. Αυτό θα τον βοηθήσει πολύ στο να διακονήσει καλύτερα τους ασθενείς των νοσοκομείων που ίδρυσε.

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΕ ΑΥΤΗΝ

Οι Τρεις Ιεράρχες υπεραμύνονται της αξίας των επιστημών θέτοντας σε σωστές βάσεις τις σχέσεις πίστης και επιστήμης. Αναφέρονται στην αξία της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της αστρονομίας ,της φυσικής ιστορίας, της ιατρικής… Στο ερώτημα μάλιστα που τέθηκε κάποτε στον Μέγα Βασίλειο για το αν πρέπει οι μοναχοί να μεταχειρίζονται την Ιατρική, ο μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας μας όχι απλά υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας της ιατρικής επιστήμης, αλλά τόνισε και την προέλευσή της από τον ίδιο το Θεό. «σπερ κστη τν τεχνν βοθεια μν πρς τ τς φσεως σθενς π το Θεο κεχρισται͵ …οτω κα ατρικ….»
Η σπουδαιότητα της θέσης αυτής των Πατέρων της Εκκλησίας είναι μεγάλη αν κάποιος λάβει υπ’ όψη του ποιες ήταν οι κυρίαρχες αντιλήψεις μεταξύ των χριστιανών της εποχής. Η ιατρική επιστήμη είχε απαξιωθεί .Οι ιατρικές σχολές άρχισαν να παρακμάζουν. Η πλειονότητα των πιστών πίστευε στη θεραπεία μέσω της απλής επιθέσεως των χεριών των κληρικών επί της κεφαλής ή με την απαγγελία κάποιας προσευχής. Η θρησκοληψία και μια μαγική αντίληψη για το Χριστιανισμό κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα. Μυστικιστικές ακατανόητες εκφράσεις ή διαγράμματα, μαγικά ρητά, φυλακτά, λείψανα, εξορκισμοί ήταν σε καθημερινή χρήση από ευρύτατα στρώματα του λαού. Τα όρια πίστης μαγείας και δαιμονολατρίας ήταν δυσδιάκριτα.
Ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει ότι αν δεν είχε απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τον Παράδεισο δεν θα υπήρχε ανάγκη ιατρών .Αφού όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι δόθηκε η συγκεκριμένη επιστήμη από το Θεό για να βοηθηθεί ο άνθρωπος. Πολλές φορές χρησιμοποιεί εικόνες από την ιατρική για να μιλήσει για θεολογικά ζητήματα. Ο Άγιος Γρηγόριος, ο οποίος σπούδασε μαζί με τον Βασίλειο στην Αθήνα ιατρική, μας πληροφορεί ότι ο φίλος και συνοδοιπόρος του δεν είχε μια επιφανειακή σχέση με την επιστήμη αυτή αλλά μελέτησε κύρια το φιλοσοφικό και διδακτικό μέρος της. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί στα συγγράμματα του με πολλά ιατρικά θέματα. Ο Βασίλειος δεν περιορίζεται όμως στη θεραπεία του σώματος. Τον ενδιαφέρει και η θεραπεία της ψυχής του ασθενούς. Από πολλούς ερευνητές θεωρείται βαθύς γνώστης των ιατρικών δεδομένων της εποχής του. Οι επιστημονικές παρατηρήσεις του είναι χρήσιμες και πολύτιμες για την ιστορία της ιατρικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο υπόμνημά του στον Ησαΐα αναφέρει ορισμούς της χειρουργικής, του μώλωπος, του τραύματος που χρησιμοποιούνται στην εποχή μας από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους. «επειδή τραύμα λύσις του σώματος συνεχείας κατά μικρόν τι μέρος της συνάφειας διακοπής…ως και ο μώλωψ ίχνος εστί πληγής ύφαιμον, θλασθέντος του σώματος…και η φλεγμονή εστί πυρώδης συρρεόντων επί το ασθενήσαν μέρος των υγρών…»
Άξιες μελέτης είναι και οι περιγραφές του Βασιλείου για την κατασκευή των οφθαλμών. Ελάχιστα διαφέρουν από τις αντίστοιχες των σύγχρονων βιβλίων της Ανατομικής. «…των οφθαλμών εμπεπήγασι δίδυμαι βολαί…Φυλακαί δε περί των οφθαλμών ουκ ολίγαι……χιτών εντεύθεν και ουκ αρκεί ούτος…εις μεν διαυγής εις δε αραιός…ο μεν κρυσταλλοειδής,ο δε κερατοειδής… ο προκεκαλυμμένος στερεώτερος…ο ενδόθεν, αραιότερος ίνα μη κωλύει την πάροδον..ο τρίτος πάλιν κρυσταλλοειδής…»
Η παρατήρηση του για την κατασκευή του ανθρώπινου οργανισμού, η οποία κατά τον Βασίλειο υπόκεινται σε νόμους που μεταβιβάζονται από τη σύλληψη στη μήτρα ,επιβεβαιώθηκε τον 19ο αιώνα με τη μελέτη των νόμων της κληρονομικότητας. Τα ανθρώπινο σώμα αναπτύσσεται εξ αιτίας των «λόγων της αυξήσεως» που κατεβλήθησαν στη μήτρα. «Κατά την πρώτην σύστασιν την καταβληθείσαν εν τη μήτρα κατεβλήθησαν και οι λόγοι της αυξήσεως…»

ΙΔΡΥΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ-ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, για πλουτισμό ή για κοινωνική ανέλιξη αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους. Ο Βασίλειος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα, μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπήρχαν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Ο Άγιος Γρηγόριος θεωρεί ότι ο ιατρός πρέπει να είναι καλόψυχος και να έχει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή πράγμα που θα βοηθήσει πολύ στην ανακούφιση του πόνου.


Ο Χρυσόστομος χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς. Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πολλοί μοναχοί ιδρύουν μοναστήρια σε διάφορες περιοχές. Σε όλα τα μοναστήρια υπήρχε ο «ξενώνας», ο χώρος εκείνος που λειτουργούσε ως νοσοκομείο. Ο Μ. Βασίλειος δίνει συγκεκριμένες οδηγίες στους μοναχούς για την περιποίηση των ασθενών. Θεωρεί ότι ο μοναχός ωφελείται πνευματικά όταν υπηρετεί τους ασθενείς σαν να είναι τα ίδια του τα αδέλφια. Ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι κάθε  μοναχός είχε αναλάβει προσωπικά να διακονεί  κάποιους ασθενείς «και ο μεν θεραπεύει τραύματα των λώβην εχόντων, ο δε χειραγωγεί τον τυφλόν, ο δε βαστάζει το σκέλος το πεπηρωμένον». Η παράδοση αυτή της περίθαλψης των ασθενών στα μοναστήρια συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες στο Βυζάντιο.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΑΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΓΙΑ ΘΕΟ


(Θεολογικοί αναπαλμοί στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη)




Αναστασία Γκίτση
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καθοδόν, τεύχος 6 του 2000)








ΕΝΑΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΓΙΑ ΘΕΟ

(Θεολογικοί αναπαλμοί στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη)

Από εκείνη την στιγμήου όλοι θα βρεθείτε κάποτε), κατάλαβα πως δεν υπάρχει άλλη λύση, γύριζα, λοιπόν, τις νύχτες και τράνταζα τα γραμματοκιβώτια των δρόμων - μου οφείλουν μιαν απάντηση, εξάλλου είναι ανέντιμο όταν δεν έχεις να φας εσύ ναγοράζεις περίστροφα για εξομολογήσεις ή πώς να μην κλάψεις γιαυτόν που πρέπει να περιμένει τον  άλλο Σεπτέμβριο - έτσι, παρόλες τις προφυλάξεις μου αυτοί το κατόρθωσαν, καθώς έστριβα τη γωνιά μάρπαξαν κι έβαλαν έναν άλλο στη θέση μου, “βοήθεια φώναξα, η φωνή μου ακούστηκε από πολύ μακριά,
τουλάχιστο, θα μαναγνωρίσουν οι νεκροί μου
σκέφτηκα κι έτρεξα στο σταθμό και νύχτωνε σιγά σιγά  κι η πόλη χανόταν πέρα σένα απίθανο βάθος -
κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό.
Είναι ίσως το μοναδικό επίθετο που θα χρησιμοποιηθεί τόσο εύστοχα από έναν ποιητή κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό. Το εν κατακλείδι επίθετο που θα κορυφώσει την αρρώστια του για Θεό, μια αρρώστια που ξεκίνησε για τον Τάσο Λειβαδίτη στα μέσα την ποιητικής του ζωής, γύρω στα 1972, μετά από μια συντριπτική βίωση της ποίησης της ήττας. Γεννημένος στην Αθήνα το 1922 θα σπουδάσει νομικά και θα ασχοληθεί με την δημοσιογραφία. Από το 1952 έως και το 1972 θα εντρυφήσει στην ουμανιστική ποίηση, μια ποίηση που διασώζει τον τρυφερό ηρωισμό των ταπεινών και καταφρονημένων.
Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δεν μπορούν να βρουν
μια ήρεμη γωνιά ένα μικρό, δύο μέτρα τόπο,
ναπαγγιάσουν μακριά από διαψεύσεις,
σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι
πως αύριο δε θα ξαναπεθάνουν.
Από το 1972 κι εξής κατά την δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας η ποιητική του κραυγή θυμίζει μετάνοια, μια αβίαστη ομολογία για τη θητεία στην αυταπάτη, την ψευδαίσθηση και την πειθαρχία σ’ έναν σκοπό που αποδείχτηκε ανίκανος να στηρίξει τα όνειρα και να σώσει τις ελπίδες. Η ποίηση του Λειβαδίτη μετά το ’72 έως και τον θάνατό του δεκαέξι χρόνια αργότερα το 1988 είναι μια διαμαρτυρία, βουβή σχεδόν και μυστική, ένας απύθμενος θρήνος για την ματαιότητα των αγώνων και την αποτυχία της επαναστάσεως. Εγκλωβισμένος στις επιρροές της λεγόμενης “ποίησης της ήττας” 1, η δημιουργία της οποίας αποδίδεται στην ήττα της  Αριστεράς (μέλος της οποίας ήταν ο ποιητής) προβάλλει στα ποιήματά του την συντριβή του. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε σκορπίσει τον όλεθρο. Τα εκατομμύρια των νεκρών, η μνήμη των στρατοπέδων και τα ολοκαυτώματα δεν άφηναν στους νικητές το περιθώριο για επινίκιους ύμνους παρά μόνο την πικρή γεύση του θανάτου και της τρέλας
...κοιμήσου, δεν είναι τίποτα. Μονάχα εκείνος ο τρελός λοχίας
από τον πόλεμο που κάθε νύχτα κλαίει και φωνάζει
από το γειτονικό νοσοκομείο... 2
Η καταρράκωση των οραμάτων και η βίαιη εξάρθρωση του ονείρου αναγκάζει τον ποιητή  ν’ αποστρέψει τα μάτια του από το καθεαυτό γεγονός και να ψάξει βαθύτερα, αναζητώντας τις αιτίες που το δημιούργησαν. Δεν αρκείται στο να αντικρίζει την απόγνωση στα πρόσωπα του πλήθους, αλλά βυθίζει το βλέμμα στις μυχιαίτερες πτυχές της ύπαρξης, και μέσα από αυτή του την αναδίφηση θα συντρίψει τον συμβιβασμό με την ιδέα της ήττας.
...οι νικημένοι δεν μπορούν να πεθάνουν...
ή αλλού πάλι θα γράψει γεμάτος τρυφερότητα
Ναι υπερασπίζαμε τη λευτεριά πολεμώντας
μα ακόμα
υπερασπίζαμε το δρόμο που παίζαμε παιδιά
τον τάφο που κοιμόταν η μητέρα μας
και κείνο το μικρό δεντράκι που κάτω από τα κλαδιά του
δώσαμε το πρώτο φιλί.
μ’ έντονη την αίσθηση της προσωπικής ενοχής και με ανοιχτούς τους πόρους της ποιητικής συνείδησης, δέχεται και την παραμικρή σταγόνα της πύρινης βροχής και αυτοπυρπολείται. Από εδώ και πέρα η μνήμη θα έρχεται και θα επανέρχεται τυραννικά.
...κανένα αγέρι δε θα σβήσει τα πατήματα στο χιόνι... κι αυτό το αμείλικτο παράπονο από την όψη των νεκρών.
Ακόμα και οι αναμνήσεις της ολότελα δικής του ζωής επανέρχονται βυθισμένες σε μια ομίχλη ασάφειας
...όλα τόσο μακρινά, τόσο θαμπά τόσο ανεπίστρεπτα
σα νάζησε τη ζωή μου ένας άλλος,
και μένα δε μου δόθηκε
παρά μονάχα
να πεθάνω. 3
Αυτή την σιωπηλή θλίψη θ’ αναβιώνει κάθε φορά στους ποιητικούς του ψιθύρους αναδεικνύοντας τον εαυτό του σαν έναν αισθαντικό, ευαίσθητο, τρυφερό, πονετικό και ανήσυχο ποιητή που πάλλεται σε ποικιλόχρωμους και άπειρους κόσμους. Είναι ο ποιητής που κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο.
Μια  θλίψη όμως που κυοφορεί την προσπάθεια για αγώνα, τον εσωτερικό, τον υπαρξιακό, την διάσωση της ελπίδας γιατί η ελπίδα υπάρχει όπου διογκώνεται η θλίψη
Έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο είδα το μουγκό παιδί,
είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε, και τώρα
πάνω στον τοίχο  ήταν ένα μικρό φωτισμένο παρεκκλήσιο.
Η ρωγμή στη βεβαιότητα της ιστορίας εμφανίστηκε απροσδόκητα κι ακαριαία, σαν να άνοιξε ο ποιητής το στερέωμα και να ανακάλυψε ξαφνικά πως η επανάσταση ήταν φενάκη.4 Από εδώ κι έπειτα ξεκινά η αναζήτηση του Θεού, διάχυτη είναι η ανάγκη, η δίψα και η πείνα για πλήρωση μεταφυσική. Ο Λειβαδίτης γίνεται άρρωστος για Θεό, νοσεί η ποίησή του από την επιδημία του απολύτου. Ζητά τον Θεό και γεύεται την δυσκολία της αναζήτησής του. Ξέρει όμως ότι το απόλυτο υπάρχει και θα συνεχίσει να το προσπαθεί.
Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει.
Όμως εγώ ξέρω πώς πίσω από τον τοίχο είναι ο Θεός.
Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει.
Αυτός ο τοίχος τόσα χρόνια πριν υπήρξε το ερέθισμα της ποιητικής έκφρασης του Λειβαδίτη, ήταν ο κόσμος που έπρεπε ν’ αλλάξει και η αλλαγή απαιτούσε ριζικά μέτρα, μ’ απώτερο σκοπό το γκρέμισμα του τοίχου. Δεν είχε υποπτευθεί  τότε πως η Ιστορία ως τοίχος, ο κόσμος ως τοίχος, ήταν το προπέτασμα του Θεού, το προσωπείο του απολύτου, η εξακτίνωση της αγωνίας ως το τελευταίο μόριο της ύπαρξής μας. Δεν είχε αντιληφθεί τον αληθινό ρόλο που έπαιζε ο φύλακας της πύλης, ό,τι δηλαδή είχε αντιληφθεί ο Κάφκα ως οξυδερκέστερος και πλησιέστερος στην αγωνία.
Τι κάνεις εκεί;” του λέω. “Τι να κάνω μου λέει - “ανησυχώ
Και μου έδειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές.
Τώρα αντιλαμβάνεται ο ποιητής πως πίσω από τις πόρτες σιωπά η μεγάλη Απουσία, ως τυραννική Παρουσία. Τον καταδαμάζει το μυστήριο του σιωπώντος Θεού.5 Στις συνομιλίες του στο έργο του “Ο τυφλός με τον λύχνο” γράφει
Κύριε, μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε.
Κάθε ομιλία σε πληγώνει.
Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απόπου
μαζί με το αίμα σου , στάζει και λίγη απεραντοσύνη.
Η απεραντοσύνη του Θεού γίνεται αντιληπτή μόνο με τη σιωπή ο ίδιος γράφει στα “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”
Και κάθε φορά που μου μιλούσαν για τον Θεό
δεν τους πίστευα, αλλά ύστερα όταν έμενα μόνος
με τη σιωπή, καταλάβαινα και τον Θεό και το έργο του.
Ετσι εξάλλου αντιλαμβάνεται και ο Καζαντζάκης τον θεό σαν να είναι καλυμμένος με σιωπή. Τον ονομάζει Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο σκοτάδι, Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία και Σιωπή με κεφαλαίο σίγμα. Αυτή η σιωπή του Θεού γίνεται νοητή μόνο ως θρήνος. Ο Θεός του Καζαντζάκη δεν είναι πάνσοφος, δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυστα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα. Ο Θεός του Λειβαδίτη όμως δεν είναι αγωνιστής,
...στο βάθος ο Θεός φαινόταν πολύ μοναχός.
Ή σε κάποιο άλλο του ποίημα
Είχα φτάσει τόσο μακριά που ένιωθα στον ώμο μου
το στεναγμό του Θεού.
Ο Θεός του κλαίει συχνά και γοερά σαν τον Θεό του Μαλεβίτση για τον οποίο ο ίδιος γράφει στον  “έγκοπο λόγο”
Όταν θα έρθεις αυστηρός κριτής, μόλις κοιτάξεις μέσα στους νεφρούς και στις καρδιές μας, θα δακρύσεις.
Στην ποίηση του Λειβαδίτη το απόλυτο  κλαίει την καταδίκη του απολύτου,
Κύριε, άσε με να έρθω κοντά σου. Ίσως με την τόση
φτώχεια μου, τη μικρότητά μου,
τις τόσες τύψεις μου, να σε παρηγορήσω λίγο
τα βράδια που σε ακούω να κλαις.
Γιατί τόση τελειότητα είναι ήδη ένα μαρτύριο.
Το μαρτύριο συνεχίζεται για τον Αθηναίο ποιητή και κατακερματίζεται μόνο όταν πλημμυρίζεται η καρδιά του από την στιγμιαία αφθονία.
Κύριε, είσαι κρυμμένος πίσω από τόσα
αινίγματα, ίσκιους, σκοτεινές παραβολές - πώς
να σε βρω;
Όμως είναι στιγμές που σαναγνωρίζω: μια ξαφνική
αφθονία στην καρδιά μου σε προδίδει.
Η αναζήτηση του Θεού αναρριχάται αδηφάγα από την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή και ανάγεται σε διακαή πόθο για την ανεύρεσή Του.
Κύριε , σε αναζήτησα παντού: στις δόξες της γης
και τουρανού, στο μεγαλείο των μητροπόλεων,
στων εποχών τα σταυροδρόμια -
κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα στον πιο ακαθόριστο,
τη νύχτα, ρεμβασμό μου.
Η θλίψη του ποιητή εκχύνεται σ’ όλες τις εκφάνσεις του ποιητικού του αναπαλμού, υποθάλποντας έτσι όλο και περισσότερο την προσπάθειά του να προσεγγίσει τον Θεό που τον φέρνει κοντά στους ανθρώπινους ολολυγμούς.
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου
για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
Πρέπει να ομολογήσουμε πως τόσο σπαρακτική υπαρξιακή κένωση, τόση αναζήτηση Θεού, τόση δίψα αθανασίας, δεν ακούστηκε ποτέ από τους πλέον ένθεους Έλληνες ποιητές, τον Σικελιανό, τον Παπατσώνη, την Μελισσάνθη, τον Πεντζίκη, Τον Αναστάσιο Δρίβα, τον Πάσχο, τον Μουντέ και τον Χαραλαμπίδη. Όλοι αυτοί πίστευαν και πιστεύουν. Με τον Λειβαδίτη όμως είναι διαφορετικά.
-Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι.
Μα αυτή είναι η βοήθειά μου - να χαθείς...
Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!
Ίσως να τοβρα. Αλλά Δε θα σας το πω. Γιατί
τότε  εσείς τι θα ψάχνετε;
Ο ποιητής φόρεσε  κατάσαρκα τον μανδύα της άκρας ταπείνωσης, της μετάνοιας και της ήττας έσβησε το αλαζονικό του πρόσωπο μέσα στην απουσία και κρύφτηκε όπως ο Αδάμ το δείλι στον Παράδεισο μετά την ανυπακοή.
Γονάτισε και ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα, ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος.
Ο ίδιος γύρισε σπίτι δίχως πρόσωπο - σαν το Θεό.
Στις σελίδες του Λειβαδίτη βρίσκεται αποτυπωμένη η μαρτυρία της ψυχής του, μιμήθηκε ασυνειδήτως το βίο πολλών αγίων που σε κάποια στιγμή  της πορείας τους άλλαξαν προσανατολισμό και πορεύτηκαν με μοναδική πυξίδα την αγωνία  και όχι τον αγώνα. Ο Λειβαδίτης παραιτήθηκε από τον κόσμο και περπάτησε σε ατραπούς του μυστικού δάσους απορρίπτοντας συνεχώς τα φορτία της μέριμνας.
Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα  που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.
Αυτή η ανάμνηση της λεηλατημένης ζωής είναι η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.
Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός
τους λυπήθηκε και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή
-έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα.
Ο προδομένος, ο ηττημένος, ο άρρωστος για Θεό ποιητής, ο τρυφερός, ο αναρχικός και ο ανέστιος, ο διψών την δικαιοσύνη, αυτός που αγρυπνεί, που τις “νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί επειδή οι μεγάλες φτερούγες του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο”, γνωρίζει πλέον τι είναι Θεός γιατί έχει γνωρίσει την αποτυχία της αναζήτησης, γι’ αυτό και περήφανος μέσα στην εξουθένωσή του φωνάζει την απάντηση.
Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων...” ρώτησα
Έχασα το δρόμο μου λέει.6
Αυτός είναι ο Τάσος Λειβαδίτης, ο περιπατητής των κυμάτων, που χάνει τον δρόμο μα κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον βρει. Μέσα στα ποιήματά του γίνεται κατάφωρη η ευέλικτη τοποθέτηση των θεολογικών του ανησυχιών. Αν και την ποιητική του πορεία θα μπορούσαμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους και κατά την πρώτη και κατά την δεύτερη η αναφορά στον Θεό είναι έκδηλη στην μεν πρώτη περίοδο όπου το μαχητικό και πνευματικό πνεύμα συμβαδίζει απαράμιλλα με τις χριστιανικές αρχές, όπως λόγου χάρη βλέπουμε στο εξής του ποίημα,
Ακούω τώρα τις αρβύλες στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδελφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε
συλλογίζομαι
καθώς θακουμπήσεις τόπλο σου στη γωνιά
θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.
Κι όταν θα σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου
κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα θελα να το λαβώσεις.
Το όραμα ενυπάρχει στους στίχους του άλλα αρχίζει να μεταπλάθεται, αλλάζει, από επαναστατικό γίνεται θρησκευτικό και κατανυκτικό, η ένταση όμως παραμένει η ίδια.7 Και στην δεύτερη περίοδο κατά τη οποία η αναζήτηση του Θεού γίνεται πυρ καταναλίσκων που σιγοκαίει την ψυχή του ποιητή και παρεισφρήει στις υπαρξιακές του κραυγές, για να μπορέσει μετά από έναν άνισο αγώνα με την αγωνία και την αρρώστια του για Θεό να χαμηλώσει με κατάνυξη το κεφάλι και να νιώσει την ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο μεγαλείο του Απολύτου, του πιο ωραίου, του άφατου.
κι όπως κοίταξα τον ουρανό, Θεέ μου,
τι απεραντοσύνη,
πόσα άστρα,
μέπιασε πανικός.
Ο αναζητητής του Θεού γίνεται ο συγκάτοικος με τον οποίο μπορεί και συνομιλεί μέσα σε μια κάμαρα, είναι ο συνομιλητής του,  η απόλυτη Παρουσία
Κύριε, συγκατοικούμε αιώνες μες την ίδια κάμαρα,
αλλά δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου.
Όμως σακούω κάποτε να περπατάς βαρύς μέσα στις
λέξεις μου, άπληστος να ξεπεράσεις
τα όρια αυτού του κόσμου.
Αυτός ο κόσμος για τον οποίο αγωνίστηκε και για τον οποίο υπέφερε υπομονετικά την τετράχρονη εξορία του, αυτός ο κόσμος που προσπάθησε να αλλάξει με τους συντρόφους του μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, ο ίδιος κόσμος είναι για τον ποιητή ένας κόσμος ευτελής, ένας επικίνδυνος ακόμη και για τον Θεό του.
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω;
Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα
ναντέξω το βάρος σου.
Θεέ μου, μαυτήν την ευτελή πραγματικότητα
γύρω μας κινδυνεύεις.
Πώς να σε σώσω...
Eίναι ίσως αυτό που ο Μαλεβίτσης είχε γράψει τονίζοντας την ανθρώπινη ένδεια,
Ένας ένας πεθαίνουν οι ποιητές μας. Και θα φτωχαίνουμε.
Με τί γλώσσα θα σου μιλήσουμε, την ώρα που θα σε υποδεχτούμε;
Το 1988 έγινε ακόμη πιο φτωχή αυτή η γλώσσα χάνοντας τον ποιητή που αναζήτησε απεγνωσμένα τον Θεό στον έρωτα, στις αναμνήσεις, στην ώριμη πια ηλικία του, όταν ύστερα από το υπαρξιακό κενό και την κονιορτοποίηση του κοινωνικού οράματος λέει
Ανοίγω τότε το παράθυρο Και άθελά μου χαμογελώ.
Ο Θεός για άλλη μια φορά, με κέρδιζε με
την καινούργια μέρα του.
Η πίστη του ριζωμένη στην ουσία και όχι στον τύπο προκαλεί με τον αυθορμητισμό της και παρουσιάζεται άρρηκτα δεμένη με το ωραίο που στον Λειβαδίτη ενυπάρχει στην τραγική φιγούρα της γυναίκας. Περισσότερο ερωτικός παρά ορθόδοξος θα καταφέρει να εναρμονίσει το ωραίο με το Θεό, όχι όμως το θεϊκά ωραίο αλλά το ανθρώπινα ωραίο,  το γυναικείο χοϊκό κορμί που το λαχταρά γυμνό, σαν το προπτωτικά ανθρώπινο σώμα
Μα ναι, σου λέω,
πιστεύω στον Θεό,
γιαυτό σε θέλω
ολόγυμνη
μέσα στην εκκλησιά.
Η σύγκραση του ωραίου και του αγνού, της πίστης και της ολόγυμνης ψυχής, της ψυχής του ανθρώπου που δύναται να υπάρξει ολόγυμνη μέσα στην εκκλησία χωρίς να προκαλέσει, παρά μόνο να μας θυμίσει την κατά φήσιν ωραιότητα του γυμνού σώματος των πρωτοπλάστων. Και αυτό το αδιαίρετο συνοθύλευμα του ωραίου και του αγίου έχει την αποκορύφωσή του στο ποίημα του Λειβαδίτη Η γέννηση
Ενάλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου δείξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό σταυρό.
Είδες, μου λέει - γεννήθηκε η ευσπλαχνία.
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε
θαχαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απαυτό.
Πραγματικά δεν πιστεύω πώς θα μπορούσαμε να πούμε τίποτα πιο ωραίο από αυτό που τόσο λακωνικά και ευέλικτα ψιθυρίζει ο ποιητής έχοντας κατανυκτικά χαμηλωμένο το κεφάλι του. Γιατί δεν ταιριάζει στον Θεό παρά μόνο η ταπεινότητα που διαπνέει την ψυχή μας  και προδίδει τις πράξεις μας,  πράξεις σιωπηλά ηθικές, πράξεις μεστές από αγάπη και σιωπή. Στο Απόλυτο δεν χρειάζονται πομπώδεις  εκφράσεις και κακέκτυπες ψυχικές διαχύσεις, παρά μόνο σιωπή σαν αυτή που αρμόζει στο Μέγα Μυστήριο
Ξέχειλη από σιωπή η απέραντη αίθουσα.
Και το πιάνο ήταν η μεγάλη, αγία Τράπεζα
όπου πάνω της, τα χέρια ενός άντρα, λιγνά κι ασυγκράτητα
κόβαν και μοίραζαν γύρω
τον άρτο της αιωνιότητας.





Σημειώσεις
Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Β, Λεοντάρη, “ η ποίηση της ήττας ”, Επιθεώρηση της Τέχνης , 106 (1963), σ. 520-524
Περιοδ. “ η λέξη”, τεύχος 130, Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1995. σ. 801
Περιοδ. “ η λέξη”, τεύχος 130, Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1995. σ. 803
Για το έναυσμα της θεολογικής αναζήτησης  του ποιητή βλ. Κώστας Γεωργουσόπουλος, “ένας άρρωστος για Θεό” Περιοδ. “ η λέξη”, τεύχος 130, Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1995. σ. 737 - 739
Οπ. παρ. σ. 738
Οπ. παρ. σ. 738 – 739
Βλ. Μανόλης Πρατικάκης, “ προσέγγιση  στη δεύτερη περίοδο της ποίησης του Τ. Λειβαδίτη” Περιοδ. “ η λέξη”, τεύχος 130, Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1995. σ. 792-799

βιβλιογραφία:

Περιοδ. “Η λέξη”, ειδικό τεύχος 130, Νοέμβριος- Δεκέμβριος  1995.
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική. εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985.
Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1994
Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958-1964. εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1984.
Τάσος Λειβαδίτης, Βιολέτες για μια εποχή. εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1985.
Τάσος Λειβαδίτης, Ο τυφλός με το λύχνο. . εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1991.

Χρήστος Μαλεβίτσης, Έγκοπος λόγος. Εκδ. Φίλων, Αθήνα.