Η σημερινή μας δημόσια συνέλευση, εορταστική και εξάπαντος όμορφη, φωτίζεται από την παρουσία της ποιήτριας και ακαδημαϊκού κυρίας Κικής Δημουλά. Γεγονός καθόλου αυτονόητο. Συναντηθήκαμε πριν συναντηθούμε και στον ενδιάμεσο χρόνο ασκηθήκαμε στη γλυκυτάτη αναμονή, αδελφή της γλυκυτάτης αβεβαιότητος, που φουντώνει τον πόθο του μαζί. Ο καιρός μάς κορόϊδεψε την ελπίδα και μετά την απογοήτευση. Υπήρξαν στιγμές που η χαρά άντεξε μια μέρα. Ηττηθήκαμε από τη ματαίωση και ξαναγεννηθήκαμε. Δοκιμάστηκε η απιστία μας μήνες είκοσι δυο και μέρες είκοσι πέντε. Και τώρα τι να πει κανείς για την τιμή που πάντα επιστρέφει στο πρωτότυπο. Δεν ξημέρωσε σήμερα όπως χθες. Η «ενός λεπτού σιγή» υποχώρησε και έδωσε τη θέση της σε κάτι «αγράμματες χήρες παρατάσεις / που δεν τις πιάνει ο νόμος», για «να τηρήσουν ενός λεπτού μαζί / αν και κανείς δεν ξέρει / τι τους επιφυλάσσει ακόμα η ελπίδα».
Και όσο βασίλευε η αναμονή, στον ενδιάμεσο χρόνο, που «μεσολαβεί και μετατρέπει», γεννήθηκαν βεβαιότητες ανυπόμονες και μαζί οσφραντικές πραγμάτων μη παραδομένων.
Ξεκίνησε η Σταύρωση σκέφτηκα και είδα στο βάθος την Ανάσταση.
Εξηγούμαι. Η θεολογία σήμερα μου θυμίζει γυναίκα δεμένη σε σταυρό. Το δεξί της χέρι καρφώνουν τα καρφιά της εξουσιαστικής και ως εκ τούτου ειδωλολατρικής «εκκλησιαστικής» εμπειριοκρατίας και το αριστερό τα καρφιά της σαλεμένης και υπερφίαλης επιστημονικής εγωκεντρικότητας, που ζητούν τη μετατροπή της σε «άναλον άλας», σε χώρα έρημη όπου τα φαντάσματα φοβούνται τους ανθρώπους. «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», θα έλεγε η τιμώμενη ποιήτρια. Κατοικήσαμε χώρο άνυδρο, απ’ τον οποίο απουσιάζει το «θέλειν» της συνάντησης καταπώς λέγει ο μέγας Αθανάσιος. Γεγονός που αποκαλύπτει το «δύον ευαγγέλιο» της καινούργιας μέρας, που υψώνει «γύρω από το χτήμα» συρματόπλεγμα «χαμηλό, ήμερο», που όμως «αν το καλοκοιτάξεις το καλοαισθανθείς διαιρεί/τη δική μου καλημέρα από του γείτονα/ολημερίς σύνορα φανατίζει σιωπηλά οπλίζοντας/ξερόχορτα εναντίον των αδελφών» μας.
«Και τι δουλειά έχει η ποίηση με την Θεολογία», φωνάζει ο αντιφωνητής και προκαλεί την πορφύρια αυτοσυνειδησία του αγίου των Καυσοκαλυβίων. Αυτού του ταπεινού αγίου, που ομολογεί, πως «Για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής». Και συμπληρώνει, «η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ’ άπειρο, μες στ’ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή», και ξανά «όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν’ αγαπάεις και να πονάεις».
Ασπίδα ο λόγος του γέροντα στην πίεση που ασκεί ο στρατός της αντικειμενικότητας, μαζί και δείκτης που ζωγραφίζει ξανά την εικόνα ενός Ρωμανού του Μελωδού, ενός Ανδρέα Κρήτης, ενός Γρηγορίου του Θεολόγου μα και ενός Συμεών του Νέου Θεολόγου. Την εμπροσθοφυλακή μόνο τάγματος ουρανίου που αναπνέει ποιητικά την Άνοιξη της Εκκλησίας και δείχνει το δρόμο της αληθινής θεολογίας. Μιας θεολογίας που γνωρίζει καλά το ψεύδος της «εγγυημένης προφητείας» των θαυματοποιών, οι οποίοι διαφημίζουν ότι μπορούν να περπατήσουν στα κύματα, χωρίς να έχουν συνομιλήσει πρώτα με την πόρνη, τον ληστή και τον τελώνη.
Άσαρκη αναπνοή μας κυκλώνει, που δεν νοιάζεται για την αποκαθήλωση του ξένου σώματος. Κι ο Ιωσήφ ξεχασμένος σε έναν όρθρο δοξαστικό Μεγάλου Σαββάτου, που κοιτάζει από απόσταση την ιστορία. Μαζί του χάθηκε και η απορία. Πράγμα φυσικό αν αναλογισθεί κανείς ότι μόνον όταν απορείς κρατάς ψηλαφιστικά το σώμα. Η βεβαιότητα δεν γνωρίζει αποκαθήλωση, μήτε ελπίζει, μήτε προσδοκά, βεβαιώνει∙ βεβαιώνει και το χάνει. Χάνει έτσι και τη δυνατότητα μιας ζωής, εκείνης της ζωής που μπορεί με την οικείωση της απορίας να ελπίζει ακόμα στην ερωτική της πλήρωση, στην αυτοπαράδοση στην κοινωνία της έκπληξης. «Δι’ όλου δε του λόγου», σημειώνει αφοπλιστικά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, «τινά μεν ως παρόντι λέγεται τω νυμφίω∙ τινά δε ώσπερ ζητουμένου παρά της νύμφης∙ επεί και των προβλημάτων ποτέ μεν τινα ζητούμεν απορούντες της λύσεως∙ ποτέ δε της λύσεως απολαύομεν, του νυμφίου Λόγου καταυγάζοντος ημών τας καρδίας. Είτα πάλιν απορούμεν εν ετέροις, και πάλιν ημίν επιφαίνεται∙ και τούτο πολλάκις, μέχρι τελειωθέντες του νυμφίου τύχωμεν ου μόνον ερχομένου προς ημάς, αλλά και μονήν ποιουμένου».
Και είναι από αυτήν την απορία, από αυτό το αγαπημένο «ξερόκλαδο», που ξεκινούν τα προαιώνια σταυρωτά ταξίδια της Κικής Δημουλά με τ’αστέρια στον ουρανό. «Γι’ αυτό όταν με ρωτάνε τι είναι η ποίηση», εξομολογείται, «απαντώ με μελαγχολική ειλικρίνεια: δεν ξέρω. Αν ήξερα, θα ναυαγούσα; Ξέρω όμως να απορώ». Από εδώ και οι «παραπονιάρικες δυσπιστίες της», εξάπαντος όχι απιστίες, πίσω από τις οποίες κρύβεται η μεγάλη της αγάπη για τον Θεό, τον νυμφίο Χριστό, «πολύ μέσα από τον έρωτα -για τη ζωή- και θυμωμένα μέσα από το θάνατο…». Οι δυσπιστίες που ως άλλος Καυσοκαλύβης ευαγγελίζονται διά της καύσης της βεβαιότητας, πως «η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη. /Πρώτη απ’ όλα», αφυπνίζοντας το «ένοχο καμπαναριό».
Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι…«δεν εξατμίζεται ποτέ το μυστήριο της πίστης». Τα σταγονίδιά της μας «ραντίζουν ευλογητικά, όπως εκείνο το ματσάκι με βασιλικό βουτηγμένο στον αγιασμό, τα Θεοφάνεια. Μια γιορτή που συμπίπτει και με της ποίησης την αφανέρωτη αγία σκοπιμότητα».
«Όπως και να ’ναι», επιμένει, «εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης. Γι’ αυτό και εμμένω. Επειδή η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δε θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει». Κι όπου προσευχή βάλτε ποίηση, «το ίδιο κάνει». Πηγή που σείει τον «απόμακρο άνεμο της αλληλότητας» και της επιτρέπει να ονειρεύεται τον πλησίον, την ίδια στιγμή που εμπιστεύεται τον απόμακρο.
Δεν ξέρω εάν αυτό είναι τυχαιότητα ή πρόνοια αγαθή, αλλά το όνομα της Κικής Δημουλά, συντομογραφικά είναι το Κ.Δ. Γεγονός που άμεσα, τουλάχιστον στους θεολόγους, θυμίζει τη συντομογραφία της Καινής Διαθήκης. Ούτως ή άλλως, τυχαία ή κατά πρόνοια, έχω την αίσθηση πως η τιμώμενη ποιήτρια, την οποία το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με αίσθημα βαθιάς τιμής υποδέχεται απόψε στους κόλπους του, είναι η Καινή Διαθήκη της νεότερης μας ποίησης.
Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι η απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα στην ποιήτρια και ακαδημαϊκό Κική Δημουλά, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην Ποίηση, αποτελεί ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς της.
http://blogs.auth.gr/