Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

π.Λίβυος : Ο "Νεκρός" φορούσε ρολόι.




Απόσπασμα απο το βιβλίο "Ο Κινέζος, ο Θεός και η Μοναξιά"

Για έναν «νεκρό» ο χρόνος είναι νεκρός. Για ένα «ζωντανό» είναι ψευδαίσθηση, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει. Εμείς τον φτιάξαμε και τον συμφωνήσαμε, για να περιορίζουμε την ζωή μας. Για να βάζουμε σε πρόγραμμα την μόνη απρογραμμάτιστη πραγματικότητα, την ύπαρξη. Το μέγα θαύμα της ζωής θελήσαμε να το μετρήσουμε. Να το ορίσουμε, να το περιορίσουμε, να βάλουμε αριθμούς στο άπειρο. Να δεσμεύσουμε την ζωή μας σε παρελθόν, σε παρόν, σε μέλλον. Έτσι η ζωή και ο άνθρωπος διασπάστηκαν. Ο άνθρωπος χάθηκε από το διαρκές παρόν, το τώρα της ζωής. Πόσοι άνθρωποι δεν υπέφεραν και δεν υποφέρουν χαμένοι στις ενοχές του παρελθόντος. Χαμένοι στο άγχος, την αγωνία και την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Χαμένοι στις σκιές της ύπαρξης. Εάν η ζωή έχει κάποιο νόημα, αυτό είναι στο τώρα. Είναι στο σήμερα. Είναι στην αναπνοή και την εκπνοή της στιγμής. Το παρελθόν είναι ένα πτώμα. Μια απειλητική σκιά που την αφήνουμε να μας κυνηγά. Το μέλλον είναι μια ψευδαίσθηση. Ένα παιγνίδι του νου μας. Μονάχα το τώρα υπάρχει. Ο ορισμός της ζωής σε χθες, σήμερα, αύριο, είναι τυραννία. Τυραννία για την ζωή, τον άνθρωπο. Είναι τυραννία του προγραμματισμού. Της μεθόδου, του σχεδίου, του ρολογιού που χτυπάει απειλητικά και σου μετράει, σου τρώει την ζωή. Τυραννία γιατί πρέπει να γιορτάζεις συγκεκριμένες μέρες αντί για κάθε μέρα. Να αγοράζεις και να καταναλώνεις. Να δουλεύεις για τον χρόνο, τον χρόνο του κέρδους.


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου:Χριστούγεννα των ρήξεων και της απελευθέρωσης




Πώς, άραγε, ο ίδιος ο Χριστός προσδιόρισε τη σάρκωσή του και την είσοδό του στην ανθρώπινη ιστορία; Το ευαγγέλιο του Λουκά μας πληροφορεί ότι ο Ιησούς ξεκίνησε τη δημόσια δράση του αναγγέλοντάς την ως αποστολή απελευθερωτική. Βρισκόταν στη συναγωγή της Ναζαρέτ και, όπως συνήθιζαν οι συναγμένοι Ιουδαίοι, διάβασε φωναχτά ένα απόσπασμα της Γραφής. Επρόκειτο για κείμενο του προφήτη Ησαΐα, το οποίο ο Λουκάς παραθέτει ως εξής:"Το Πνεύμα του Κυρίου με κατέχει, γιατί ο Κύριος με έχρισε και μ' έστειλε ν' αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους τσακισμένους ψυχικά· στους αιχμαλώτους να κηρύξω λευτεριά και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους· να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομό που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του" [1].Ευθύς μόλις ανέγνωσε το χωρίο, ο Ιησούς το συνέδεσε απερίφραστα με τον εαυτό του: "Σήμερα", τους είπε,"βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε".Καθαυτή η επιλογή του κειμένου είχε πολύ σημαντικά συμφραζόμενα. Μιλώντας για την ανατολή μιας εποχής απελευθέρωσης, παρέπεμπε σε έναν πολύτιμο και ριζοσπαστικό ιουδαϊκό θεσμό, το Ιωβηλαίο έτος. Κατ' εντολή του Θεού, κάθε πενήντα χρὀνια η υποθηκευμένη για χρέη περιουσία επιστρεφόταν στους ιδιοκτήτες της και ελευθερώνονταν οι δούλοι (Λευιτ. 25: 8-34). Επρόκειτο, δηλαδή, για μια ασφαλιστική δικλείδα κατά της συσσώρευσης πλούτου, κατά της τοκογλυφικής οικονομίας, κατά της απανθρωπιάς, κατά της κοινωνικής αδικίας. Έτσι, ο Χριστός δηλώνει ότι αυτό που εγκαινιάζει είναι μια στάση ζωής προεχόντως αλληλεγγύης. Η σύνταξη με το μέρος των οδυνομένων γίνεται σημάδι ότι η Βασιλεία, ο νέος κόσμος του Θεού ξεμύτισε.Στο σημείο αυτό, ωστόσο, υπάρχει άλλο ένα ζήτημα, εξαιρετικής σπουδαιότητας. Το κείμενο που παραθέτει ο Λουκάς, δεν είναι στην πραγματικότητα ατόφιο απόσπασμα του Ησαΐα, αλλά μια σύνθεση! Ολόκληρο είναι ειλημμένο από το το 61ο κεφάλαιο του προφητικού βιβλίου (στ. 1-2), πλην της φράσης "να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους". Αυτήν ο Λουκάς την πρόσθεσε στο απόσπασμα, προφανώς εμπνεόμενος από άλλο σημείο του Ησαΐα (τρία κεφάλαια παραπάνω), όπου διευκρινίζεται ποια είναι η αυθεντική νηστεία, η οποία και ευχαριστεί τον Θεό[2]. Η αυθεντική νηστεία, λέει εκεί ο Ησαΐας, δεν έγκειται στην τήρηση εξωτερικών λατρευτικών τύπων:"Μ' αυτό τον τρόπο που προσεύχεστε, δεν πρόκειται να εισακουστεί η προσευχή σας. Η νηστεία, όπως εγώ τη θέλω [λέει ο Θεός δια γραφίδος Ησαΐα], δεν είναι να κακουχείστε για μια μέρα, και το κεφάλι κάτω να το σκύβετε, καθώς το βούρλο, με ρούχα πένθιμα να κάθεστε στη στάχτη". Αντιθέτως, η αυθεντική νηστεία έγκειται σε δράση απελευθερωτική: "Να σπάτε των αδικημένων τα δεσμά, να λύνετε τα φορτία που τους βαραίνουν, τους καταπιεσμένους ν' απελευθερώνετε και να συντρίβετε κάθε ζυγό" (58: 5-6). Με τη σύνθεση, λοιπόν, που πραγματοποίησε ο Λουκάς, υπογραμμίζεται ακόμη εντονότερα το απελευθερωτικό πρόταγμα.Ο ιωβηλαίος θεσμός αφορούσε την πράξη. Όχι κάποιον ανιστορικό εσωτερισμό. Και η σάρκωση δεν αποτελεί χημεία (δηλαδή απλώς την ανάκραση δυο υλικών - της θείας και της ανθρώπινης ουσίας), αλλά το αντάμωμα του ζείδωρου Θεού με την ανθρώπινη πληρότητα, άρα και με την ευθύνη, και με την πράξη, και με τις σχέσεις. Η διακήρυξη του Χριστού (διακήρυξη που αντανακλάται σε πλήθος σημεία του ευαγγελίου του, όπως η συγκλονιστική αντίθεσή του προς τον Μαμωνά και τη μετατροπή του ναού σε χρηματιστήριο) προσκαλεί τους Χριστιανούς σε πράξη που αλλάζει τον κόσμο, που απελευθερώνει, που έρχεται σε ρήξη με τις δυνάμεις οι οποίες λεηλατούν την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Από τη δεκαετία του 1970, η διακήρυξη αυτή έγινε αφετηριακό σημείο της θεολογίας της απελευθέρωσης[3], η οποία όρισε ως ευαγγελικό καθήκον και ως αποστολή της  Εκκλησίας την καταπολέμηση των κοινωνικών δομών που παράγουν αδικία και εξαθλίωση. Ωστόσο, η οπτική αυτή έχει τα ριζώματα της στην ίδια την εκκλησιαστική παράδοση - άσχετα αν οι ίδιοι οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι συχνά την θέτουν σε καταστολή ή αγανακτούν μόνον όταν θιγεί η ατομική τους ευμάρεια, κι όχι επειδή η πλουτοκρατία είναι ακραιφνής ειδωλολατρία και σε καλούς και σε κακούς καιρούς! Ήδη τον 14ον αιώνα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επικαλέστηκε ακριβώς το περί νηστείας και συντριβής των ζυγών χωρίο του Ησαΐα, για να συνηγορήσει υπέρ της πράξης εκείνης, η οποία  ταυτόχρονα αποτελεί κορυφαία πνευματική στάση. Και κατέληγε:   "Οι άρπαγες και οι άδικοι δεν θα αναστηθούν για να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό και να κριθούν, αλλά ευθύς για να καταδικαστούν [...], διότι και στην εδώ ζωή ποτέ δεν είχαν έρθει πραγματικά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό [...]. Οι τεράστιες περιουσίες είναι στην πραγματικότητα κοινές, αφού προέρχονται από τα κοινά ταμεία της φύσης που έφτιαξε ο Θεός [...]. Κανείς δεν θα μπορέσει να αποφύγει την ποινή, αν δεν δεχτεί στη ζωή του τους φτωχούς" [4].Μήπως η χριστιανική συμμετοχή σε ένα παγκόσμιο κίνημα διαγραφής των καταχρηστικών και τοκογλυφικών χρεών δεν είναι τίποτα παραπάνω από απαίτηση του ίδιου του μυστηρίου της πίστης; Αποστολή των Χριστιανών (αν αυτοί αντέχουν το βάρος της ταυτότητάς τους) είναι να μαρτυρήσουν με λόγο και πράξη στον δημόσιο χώρο αυτό που ο σαρκωμένος Θεός τους το πρωτοανήγγειλε σε μια συναγωγή. Ο ίδιος τους ζήτησε ακροτελευτίως να γίνουν μάρτυρές του "ως τα πέρατα της γης" (Πράξ. 1:8).[1]     Λουκ. 4: 18-19.


 Οι μεταφράσεις είναι από τις εκδόσεις Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, καιΗ Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, εκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 1989 και 1997 αντίστοιχα. [2]     Βλ. Jacques Matthey, "Luke 4: 16-30. The Spirit's mission manifesto: Jesus' hereneutics and Luke's editorial", στο: Internalional Review of Miasion 352 (2000), σσ. 3-11.[3]     Λ.χ. Gustavo Gutierrez, The God of Life, εκδ. Orbis Books, Maryknoll, New York 1991, σσ. 6-9.[4]     Γρηγόριος Παλαμάς, PG 151, 161C-165B. Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 32006, σσ. 42-46.




Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Δρ. Θεολογίας,καθηγητής στο Λύκειο Ζεφυρίου Δυτ. Αττικής





Ανάρτηση από : Εφημερίδα "ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ", Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν:Το θείο Βρέφος

Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές.






Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο», ἐκδ. Ἀκρίτας
Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ταυτίζοντας τὸ βρέφος ποὺ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μὲ τὸν «πρὸ αἰώνων Θεό». Ὁ ὕμνος αὐτὸς συνετέθη τὸν ἕκτο αἰώνα ἀπὸ τὸν περίφημο Βυζαντινὸ ὑμνογράφο Ρωμανὸ τὸ Μελωδό: Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει, ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων) Τὸ παιδὶ ὡς Θεός, ὁ Θεὸς ὡς παιδί… Γιατί δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ ζωηρὴ συγκίνηση τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ μὲ χλιαρὴ πίστη ἢ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτὸ τὸ μοναδικό, ἀσύγκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νὰ κρατᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, καὶ γύρω τους οἱ «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνατολῶν», οἱ ποιμένες, δροσεροὶ ἀπὸ τὴ νυχτερινή τους σκοπιὰ στοὺς ἀγρούς, τὰ ζῶα, ὁ ἀνοιχτὸς οὐρανός, ὁ ἀστέρας; Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαιοι, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἀνακαλύπτουμε, πὼς σ’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸ πλανήτη μας δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχτηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴ μνήμη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁποτεδήποτε δὲν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στὴ ζωή, καὶ ἀναζητοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Ὅμως στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ δὲ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ εἶναι περιττές, ἐπειδὴ καμιὰ λέξη δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ ὁρίσει ἢ νὰ ἐκφράσει τὸ νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καὶ ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἢ νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφὴ λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12, 34). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, ποὺ ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νὰ μὴ μοιραστεῖ μὲ ἄλλους τὰ βι- ώματά του. Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει. Μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χρι- στουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζουμε, ἀλλὰ μ’ ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται στὴ γῆ, ἔρχεται ὡς παιδί. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πὼς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ «συμπαθοῦν περισσότερο τὰ θρησκευτικὰ θέματα», περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγήσεις καὶ ἀναλύσεις, τὴ θέλουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξίσου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες. Στὴν κοινωνία μας δὲν ὑπάρχει καμιὰ φράση ποὺ νὰ μεταφέρει καλύτερα τὴν περιφρόνησή μας ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πὼς «εἶναι παιδιάστικο». Μ’ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς. Ἔτσι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ γίνονται ἐξίσου σοβαρὰ καὶ βαρετά. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη; Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές. Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς «ὡς παιδίον». Τὸ παιδὶ δὲ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ βασιλιά, πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ τρωτότητά του. Τὸ παιδὶ σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ δὲν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νὰ τὸ φοβόμαστε, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύναμή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ τὸ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Καὶ τὴ δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, ποὺ ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη. Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καὶ νὰ γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς.

π.Λίβυος : Η πρωτοχρονιά ενός αναρχικού...




Δε ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει αλλά αυτές τις μέρες, συναντάς ανθρώπους από τα παλιά. Φίλους που έχεις να δεις χρόνια και καιρούς. Που η ζωή σας έφερε κάποτε κοντά και έπειτα σας χώρισε.
Αυτό ίσχυσε φέτος και για μένα. Περπατώντας στους δρόμους της πόλης μου, συνάντησα έναν παλιό φίλο. Ένα πρόσωπο που είχα χάσει χρόνια καθ ότι οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει. Υποθετικά τουλάχιστον . Σε επίπεδο ιδεών. Μια και οι ιδέες χωρίζουν. Μονάχα η ζωή, η εμπειρία, το βίωμα ενώνει τις καρδιές. Οι ιδέες και οι ιδεολογίες διαιρούν. Και στο ποσοστό που ο Χριστιανισμός δεν είναι βίωμα και ζωή, αλλά ιδεολογία τότε μας διαιρεί.
Είχαμε χαθεί για χρόνια. Εκείνος παρέμεινε στο αναρχικό χώρο και εγώ εισήλθα στην εκκλησία. Όχι αντίθετοι χώροι. Πάνω κάτω ίδιους ψυχισμούς κουρνιάζουν στους κόλπους τους, αλλά αυτό αφήστε να το πούμε μια άλλη φορά.
Ανταλλάξαμε χαιρετισμό και ευχές και πιάσαμε μια σύντομη κουβέντα στα όρθια.
-Αδελφέ πως πέρασες αυτές τις μέρες, οικογενειακά;
-Εεεε σχεδόν μου λέει πάτερ.
-Που αλλάξατε τον χρόνο στο σπίτι έτσι με την οικογένεια και τους φίλους.
-Όχι πάτερ μου.
Μου είπε με δύναμη ψυχής.
-Αλλά που ;
-Στις φυλακές πάτερ, όπως κάθε χρόνο. Σύντροφοι αναρχικοί, μαζευόμαστε κάθε χρόνο έξω από τις φυλακές, τραγουδάμε, φωνάζουμε συνθήματα, βάζουμε μουσική και γενικότερα δημιουργούμε μια ωραία ατμόσφαιρα, συμπαράστασης, αλληλεγγύης, συντροφιάς και ελπίδας στους συνανθρώπους μας, που τέτοιες μέρες στερούνται το μεγαλύτερο αγαθό του ανθρώπου που είναι η ελευθερία του.
Είχα πραγματικά σαστίσει. Τα μάτια μου τον κοιτούσαν με θαυμασμό. Η καρδιά μου έχαιρε σε αυτά που άκουγε. Μια συγκίνηση και ελπίδα άνθισε μέσα μου. Ναι υπάρχουν ακόμη ευαίσθητες ψυχές. Καρδιές που αγαπούν. Που νιώθουν και μπορούν να αντιστέκονται.
Συγχρόνως ντράπηκα. Αισθάνθηκα λίγος. Μπροστά του, ένα τίποτα. Απέναντι στο Θεό υπόλογος. Στο Χριστό ανάξιος μαθητής του.
-Εσύ πάτερ που άλλαξες χρόνο;
Τι να έλεγα. Ότι ήμουν στο σπιτάκι μου. Σαν ένας καλός χριστιανοαστός. Ότι αν ήμουν πραγματικός παπάς έπρεπε να ήμουν δίπλα στους κολασμένους αυτής της γης.
Τότε αυτομάτως στην σκέψη μου ήρθαν τα λόγια του Χριστού μας « Oύ πας ο λέγων μοι Kύριε Kύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ' ο ποιών το θέλημα του πατρός μου." Kατά Mατθαίο 7 (21).
Και μέχρι να συνέλθω έρχεται δεύτερο ράπισμα στην συνείδηση μου από τον λόγο Του Χριστού «και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης» Κατά Ιωάννη Κεφ. Ι΄ «16
Μέχρι που άκουσα να φωνάζει δυνατά μέσα μου ο Χριστός «εν φυλακήήμην...» (Ματθ. 25, 36).
Και σας λέω τώρα εγώ, ποιος από τους δυο μας, είχε πραγματώσει στην ζωή του το θέλημα του Θεού; Ποιος είχε ενσαρκώσει το μήνυμα του Χριστού στην ζωή του;
Δεν με νοιάζει τι λέει και τι πιστεύει ένας αναρχικός. Εμένα σαν παπά με δίδαξε, με έλεγξε όχι με τις ιδέες του, αλλά με το βίωμα του. Με την ζωή και πράξη του.
Την ώρα που τα εκατομμύρια των αστικοχριστιανών στην ορθόδοξη Ελλάδα, έτρωγαν την γεμιστή γαλοπούλα τους, την ώρα που οι χοροί και τα γλέντια καλά κρατούσαν μια χούφτα ανθρώπων που τους φωνάζουν «αλήτες» σε κάθε πόλη της Ελλάδος, παρέμειναν μέσα στο κρύο έξω από τις φυλακές, για να γιορτάσουν την αλλαγή του χρόνου με τα φυλακισμένα αδέλφια μας, τους συνανθρώπους μας, εκείνους για τους οποίους ο Χριστός είπε «ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με….».
Τότε για ακόμη μια φορά ήχησαν μέσα μου τα λόγια του Γέροντος Κορνηλίου «παιδί μου έρχονται κάποιες πόρνες στην εξομολόγηση που θέλω να πέσω στα πόδια τους και ευλαβικά να ασπαστώ τα ευλογημένα χέρια τους…..».
π. Λίβυος


Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

του π.Χαράλαμπου Παπαδόπουλου(Λίβυου):Το "καρουζέλ" της ζωής μας...






















-Ενα Χριστουγεννιάτικο Διήγημα-


Έξω είχε αρχίσει από τα χαράματα να χιονίζει. Το κρύο είχε μαλακώσει. Όποτε χιονίζει το κρύο μαλακώνει. Όπως ο πόθος σαν κατακτήσεις το ποθούμενο. Είχε πραγματικά στηθεί ένα παραμυθένιο σκηνικό.


Οι λευκές πυκνές τουφίτσες έπεφταν με δύναμη σκορπίζοντας χαμόγελα στην μεγάλη παρέα της σάλας. Άπαντες είχαν στριμωχτεί στην τζαμαρία.


Το λευκό τοπίο μας προκαλούσε απαιτητικό. Τέτοιες στιγμές σπιρτώνει το βλέμμα και τα κορμιά διψάνε παιγνίδι.


Ανοίξαμε την πόρτα και όλοι ξεχύθηκαν στην αυλή που έμοιαζε έτοιμη για γάμο. Νύφη κατάλευκη. Το χιόνι απάτητο. Παρθένο. Κανείς δεν ήθελε να ασελγήσει στο τοπίο. Ωστόσο ο πειρασμός ήταν απίστευτα απροσπέραστος. Ξεχυθήκαμε όλοι γεμίζοντας το λευκό σεντόνι πατημασιές. Αδέλφια, ξαδέφλια, φίλοι, όλοι μια παρέα. Γέλια, φωνές, κορμιά, καρδιές σε έκταση. Και όλα τούτα γιατί το θέλαμε. Γιατί το αποφασίσαμε να χαρούμε. Ποιος άραγε να φτιάχνει την χαρά και ποιος το δάκρυ;


Μέσα το τζάκι σκορπούσε ζεστασιά και θαλπωρή. Όλα γιορτινά και φωτεινά. Το τραπέζι στολισμένο με χρυσαφένια τραπεζομάντηλα. Κόκκινες πετσέτες και κεριά διαμόρφωναν μια ιδανική γιορτινή ατμόσφαιρα. Τα φαγητά φτιαγμένα με ιδιαίτερο γούστο και φροντίδα. Άλλωστε οι μέρες απαιτούσαν το καλύτερο, το πιο ποιοτικό, το σχολιανό που φωτίζει την καθημερινότητα χαρίζοντας της άλλη διάσταση.


Σε λίγο όλοι είχαμε κάτσει γύρω από το τραπέζι. Υψώσαμε τα ποτήρια μας και είμαστε έτοιμοι για τις ευχές της ημέρας προτού ηχήσουν χαρμόσυνα τα κρύσταλλα των ποτηριών.


Άξαφνα όλα κόπασαν!! Σίγησαν τα γέλια. Οι φωνές χάθηκαν. Όλα χάθηκαν και σκορπίστηκαν στο άκουσμα ενός επίμονου και απαιτητικού ήχου. Όχι, όχι, δεν είναι ο ήχος από το τσούγκρισμα των ποτηριών. Ούτε η καμπάνα της εκκλησιάς. Το καταραμένο ξυπνητήρι ήταν. Πήγε πάλι 3:00π.μ.; Πως περνάει αυτή η ώρα; Και πάντα εναντίον της ζωής.
Δεν είναι που έπρεπε να αφήσει τα ζεστά στρωσίδια του κρεβατιού της, να ανοίξει τα βλέφαρα που επαιτούσαν λίγη ακόμη ξεκούραση και με το δίκιο τους διαμαρτύρονταν. Ούτε που θα έβγαινε χαράματα για το μεροκάματο. Αλλά να ρε παιδί μου, ήταν τόσο γλυκό αυτό το όνειρο. Ένιωθε τόση ζεστασιά στα στήθη της. Τόση ηρεμία στην καρδιά και όλο της το σώμα. Λες και είχε ξαναγεννηθεί σε μήτρα αγαπητική. Δεν ήξερε πόσο κρατάει ένα όνειρο, αλλά θα έδινε τα πάντα για να το ξαναζήσει.
Ωστόσο η πραγματικότητα δεν δικαιολογούσε άλλη καθυστέρηση. Έπρεπε να βγει έστω και απρόθυμα. Έστω και απόλυτα ράθυμα από το κρεβάτι της. Να αφήσει πίσω την ομορφιά του ονείρου και να χαθεί στην βαναυσότητα της πραγματικότητας. Πίσω όμως δεν άφηνε μονάχα το όνειρο αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο. Την αιτία της ζωής της. Την κόρη της. Τα σχολεία είχαν κλείσει. Διακοπές Χριστουγέννων. Ο πατέρας της με τον μεγαλύτερο γιο της στην Γερμανία. Βλέπεις εδώ, δεν τα βγάζανε πέρα. Δεν υπήρχε δυνατότητα να ζήσουν όλοι μαζί. Χωρίσανε και ας μην το ήθελε κανείς.
-Για τα παιδιά ρε γυναίκα. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν το βλέπεις; Τι να κάτσω εδώ, να πεινάμε όλοι μαζί; Θα περάσουν τα χρόνια. Θα κάνω ένα κομπόδεμα και θα έρθω πάλι πίσω.
Έτσι χώρισαν κι ας έλεγαν ότι είναι για λίγο. Εκείνη ένιωθε ότι είναι για πάντα. Εκείνο που την πλήγωσε βαθύτερα ήταν το παιδί. Ο γιος της. Δεν μπορούσε χώρια του. Τον ποθούσε η αγκαλιά της. Ωστόσο δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έπρεπε να μοιράσουν τα παιδιά. Αυτή κράτησε το κορίτσι. Έμεναν μαζί σε ένα μικρό δυαράκι. Το παιδί πήγαινε στην Α’ Γυμνασίου. Κάθε πρωί σχολείο. Εκείνη κάθε πρωί, χαράματα σχεδόν, στο Μετρό. Καθαρίστρια. Ανασφάλιστη. Δίχως αργίες. Χωρίς γιορτές και σχόλες. Μονάχα δουλειά και μάλιστα στην κυριολεξία απλήρωτη. Πάνε τώρα τέσσερις μήνες που είχαν να τις πληρώσουν. Είναι τόσα λίγα, να μην στα δίνουν και στην ώρα τους, καταντάει τραγικό. Ωστόσο που να πας; Που θα βρεις καλύτερα ή περισσότερα; Όπου κι αν κινήσεις την εκμετάλλευσης θα συναντήσεις. Έτσι με τον καιρό συμβιβάστηκε. Άλλωστε το κορίτσι της είχε ανάγκες. Κάθε μέρα μεγάλωναν οι ανάγκες, μειώνονταν οι πόροι. Αλλά δεν απογοητευόταν. Είχε μάθει να παλεύει. Να μάχεται σαν γνήσιο θηλαστικό για τα παιδιά της. Ήξερα βαθιά μέσα της, ότι θα τα καταφέρει.
Πρωινή βάρδια ημέρα Χριστουγέννων. Κόσμος πολύς δεν υπήρχε. Τέτοια μέρα οι περισσότεροι ήταν στα σπίτια τους. Με τις οικογένειες τους. Οικογένεια. Αυτή η λέξη, αυτή η εικόνα χαράκωνα βαθιά την ύπαρξη της. Αυτή πλέον δεν μπορούσε να έχει οικογένεια. Της στέρησαν το δικαίωμα να ζει με εκείνους που αγαπούσε.
Σκούπιζε, κυλούσε τον κουβά με το θολό, βρώμικο νερό, και σφουγγάριζε την αποβάθρα. Που και πού σκούπιζε και τα δικά της δάκρυα. Όταν δεν την έβλεπε κανείς, έβγαζε από την βαθιά τσέπη της γαλάζιας ρόμπας της, την φωτογραφία των παιδιών της. Ήταν ο γιος με την κόρη της αγκαλιά. Μπροστά σε ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τότε που ήταν οικογένεια. Που ζούσαν όλοι μαζί και γιόρταζαν την ζωή. Την κοιτούσε αναστενάζοντας. Δάκρυζε. Αλλά δεν ήθελε να αφήσει την απογοήτευση να στοιχειώσει την ψυχή της. Όχι. Έπρεπε να σταθεί στην ζωή. Να ζήσει έστω και δύσκολα.
-Δόξα τω Θεώ, περάσαμε κι όμορφες μέρες. Περάσαμε και καλά χρόνια. Έχει ο Θεός. Θα έρθουν πάλι καλύτερες μέρες. Αυτά μονολογούσε και καμάρωνε τα δυο αγγελούδια της.
Ακούστηκε ο συρμός. Είχε πάει πλέον μεσημέρι. Όλα τα σπιτικά γιόρταζαν. Εκείνη τραβούσε τον κουβά και την σκούπα από την αποβάθρα τέσσερα στην αποβάθρα πέντε και πάλι από την αρχή.
Άκουσε την πόρτα του τρένου να ανοίγει. Βήματα λίγα. Δεν κοιτούσε. Είχε πλέον συνηθίσει τα πρόσωπα και δεν της προκαλούσαν έκπληξη.
Όμως αυτό το περπάτημα που ηχούσε πίσω της και όλο ζύγωνε κοντά της, το γνώριζε καλά. Αυτή την μυρωδιά την ήξερε. Τα βήματα γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο κοντινά. Έστριψε απότομα το πρόσωπο της.
-Αχχ τι κάνεις εδώ κορίτσι μου; Γιατί δεν είσαι σπίτι μας;
Ήταν η κόρη της. Ντυμένη γιορτινά. Πραγματική κουκλίτσα.-Τι να κάνω σπίτι ρε μάνα τέτοια μέρα; Άνοιξα την τηλεόραση και έδειχνε ανθρώπους να γελούν, να γλεντήζουν, να πίνουν και να τρώνε. Δίπλα άκουγα τους γείτονες να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και να φωνάζουν «…και του χρόνου, χρόνια πολλά!!!». Δεν άντεχα να τους ακούω. Ούτε να τους βλέπω. Ένιωσα απίστευτη μοναξιά. Με πήρε το παράπονο. Έτσι είπα να’ ρθω να σε βρω. Να είμαστε μαζί. Έστω και εδώ. Αλλά μαζί.
Την έσφιξε όσο πιο γλυκά μπορούσε στην αγκαλιά της. Έμειναν όσο μπορούσαν στον ήχο της σιωπής. Την άρπαξε από το χέρι δυνατά. Τράβηξε με δύναμη την ποδιά υπηρεσίας. Την έκανε ένα κουβάρι και την πέταξε στης ράγες του συρμού.
-Έλα. Πάμε.
-Που πάμε; Τι κάνεις;
-Ξέρω τι κάνω. Σήμερα είναι γιορτή, είπε και με ορμή την τράβηξε στις μεγάλες κινούμενες σκάλες εξόδου. Βγήκαν στην μεγάλη πλατεία με το μεγάλο πολύχρωμο δέντρο. Άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους που έρημοι ήταν όλοι δικοί τους. Αγόρασαν μαλί της γριάς από ένα πλανόδιο μικροπωλητή που έλεγε ωραία αστεία σε όποιο πλησίαζε το φορητό μικρομάγαζο του, γλυκαίνοντας τους περαστικούς. Παρακάτω είδαν ωραία, μεγάλα, ζεστά κάστανα που τα γυρνούσε στο μαγκάλι ένας γεράκος με όμορφο χαμόγελο. Περπάτησαν δυο τετράγωνα παρακάτω που ένα περιοδεύων Λούνα Παρκ είχε στήσει το Καρουζέλ. Επαιξε μαζί της σαν παιδί. Γέλασαν με την καρδιά τους, έπαιξαν με τα κορμιά τους. Χάρηκε η ψυχή τους. Επέλεξαν να ζήσουν όσο μπορούσαν και όπως μπορούσαν το δικό τους παραμύθι. Είχε ήδη αρχίσει να χιονίζει.

Carol of the bells - Christmas song




Ένας από τους πολύ αγαπημένους Χριστουγεννιάτικους ύμνους. Συνθέτης του δεν είναι κάποιος Άγγλος μουσικός της Βικτωριανής εποχής (και αυτοί εξίσου υπέροχοι), αλλά ο Ουκρανός Ορθόδοξος ιερέας Mykola Leontovych, τον οποίο μάλιστα πολλοί συμπατριώτες του τιμούν ως μάρτυρα, για τη δολοφονία του το 1921 από όργανα των Σοβιέτ.(Νίκος Κοσμίδης)

Τσακαλίδης Γεώργιος: Χριστούγεννα στον καιρό της κρίσης







Τ
α φετινά Χριστούγεννα είναι τα πρώτα χωρίς δώρο Χριστουγέννων για χιλιάδες μισθωτούς και συνταξιούχους του ελληνικού δημοσίου. Εξαιτίας της περικοπής αυτής και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα είναι σε πολλές περιπτώσεις φτωχότερο και δεκάδες χιλιάδες μικρά ελληνόπουλα θα στερηθούν το πολυαναμενόμενο δώρο του Αϊ Βασίλη. Ας όψονται οι πολιτικοί μας ηγέτες, αλλά και οι κατώτεροι των περιστάσεων ευρωπαίοι πολιτικοί, που οδήγησαν στο κατάντημα αυτό τη χώρα μας και στα αδιέξοδα που βιώνουμε. Ταπείνωσαν και εξευτέλισαν το ένδοξο όνομα της πιο όμορφης πατρίδας στον κόσμο και οδήγησαν στην περιφρόνηση, στην ανυποληψία και στη χλεύη έναν περήφανο λαό, το αμάρτημα του οποίου υπήρξε η σύμπραξη στην εκλογή ανάξιων και ανίκανων ηγετών. Και αντί ν’ ακούσει κανείς από το στόμα τους ένα «ήμαρτον», μια ειλικρινή αναγνώριση των σφαλμάτων τους, της παταγώδους αποτυχίας τους, τους ακούει να επιρρίπτουν σαν μικρά παιδιά την ευθύνη ο ένας στον άλλον. Ίσως είναι τα τελευταία Χριστούγεννα για τους Έλληνες της Ελλάδος που θα πληρωθούμε και θα πληρώσουμε σε Ευρώ.
    Τα Χριστούγεννα όμως είναι μια γιορτή που καμιά οικονομική κρίση, καμιά ενδεχόμενη πτώχευση, καμιά ενδεχόμενη χρεοκοπία δεν μπορεί να θαμπώσει την αίγλη και την αξία της. Ο αχώρητος σε όλο το σύμπαν Θεός καταδέχθηκε να χωρηθεί στη μήτρα μιας απλής και ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ και να γεννηθεί μέσα σ’ ένα βρώμικο σπήλαιο που το κατοικούσαν άλογα ζώα. «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις»;
    Μεγάλα γεγονότα που απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη, και προβλήθηκαν επίμονα από εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις έχουν ξεχαστεί εντελώς. Το ταπεινό όμως και αθόρυβο γεγονός της θείας ενανθρώπησης, που δεν το πήρε καν είδηση ο κόσμος πέρα από ορισμένους βοσκούς της Βηθλεέμ, όχι μόνο κατάφερε να διαιρέσει την παγκόσμια ιστορία στα δύο, στην πριν απ’ αυτό και μετά απ’ αυτό, αλλά εξακολουθεί και σήμερα, ύστερα από 2011 χρόνια, να συγκινεί τις καρδιές των ανθρώπων και να δίνει ελπίδα και νόημα στη ζωή τους.
     Οι πολιτικοί μας, προκειμένου να περάσουν τα επαχθή και δυσβάστακτα μέτρα τρομοκρατούν τον κόσμο με την απειλή της επικείμενης χρεοκοπίας για να κάμψουν την αντίσταση του λαού. Τα μηνύματά τους είναι όλα δυσοίωνα. Δεν είναι ικανοί να δώσουν ελπίδα στον κόσμο. Τον καλούν σε θυσίες χωρίς ελπίδα. Ο Χριστός της Φάτνης, αντίθετα, είναι η ελπίδα των ανθρώπων για μια ζωή χωρίς υπαρξιακά κενά και χωρίς κατάθλιψη.
    Οι πολιτικοί μας ηγέτες διατείνονται ότι έσωσαν την Ελλάδα εντάσσοντάς την στο Ταμείο Στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στους διεθνείς αυτούς τοκογλύφους και στους οικονομικούς δολοφόνους των λαών. Απαιτούν αιματηρές θυσίες από το λαό, προκειμένου να ολοκληρωθεί η «σωτηρία» που προσέφεραν. Τους ίδιους βέβαια αγγίζουν ελάχιστα οι θυσίες αυτές, γιατί εξακολουθούν και στη διάρκεια της κρίσης να ζουν πλουσιοπάροχα.
    Σε αντίθεση με τους πολιτικούς ο γεννηθείς στη Φάτνη  Χριστός έζησε όχι μόνο κατά τη γέννησή του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της επί γης ζωής του την εσχάτη πτωχεία. Σε κάποιον που προθυμοποιήθηκε να τον ακολουθήσει όπου κι αν πάει είπε: «οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πετεινά του ουρανού μέρη που κουρνιάζουν, ο Υιός του ανθρώπου όμως δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του» (Λκ 9,58). Δεν ζήτησε θυσίες από τους ανθρώπους. Υπέστη ο ίδιος τη μεγάλη θυσία με την κένωση της Θεότητάς του και με τη σταύρωσή του δίκαιος υπέρ αδίκων. Έσωσε δωρεάν το ανθρώπινο γένος. Αυτός δικαιούται ν’ αποκαλείται Σωτήρας, ενώ εκείνοι που ταπείνωσαν το λαό και τον οδήγησαν στην ανυποληψία είναι δίκαιο να ονομάζονται όχι σωτήρες, αλλά ολετήρες (καταστροφείς).
     Ο Χριστός με τη γέννησή του, την πρόσληψη δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, την οποία ποτέ έκτοτε δεν αποχωρίστηκε και την οποία πήρε μαζί του στο θρόνο της Θεότητας, έσωσε τον κόσμο («το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον») και έδωσε τη μεγαλύτερη ελπίδα στον άνθρωπο. Όλοι μπορούν να σωθούν, εφόσον το θελήσουν. Και ο πλέον αμαρτωλός σώζεται με τη μετάνοιά του ύστερα από την ενανθρώπηση και τη σταύρωση του Χριστού. 
   Η γέννηση του Χριστού συνέπεσε με τη διεξαγωγή της μεγάλης απογραφής που διέταξε για φορολογικούς λόγους ο Καίσαρας Οκταβιανός. Και την εποχή εκείνη η φορολογία ήταν δυσβάστακτη και έκανε τους πολίτες να υποφέρουν. Ο ίδιος δε ο Χριστός  υπήρξε θύμα της φοροεισπρακτικής μανίας της κοσμοκράτειρας Ρώμης, που ανάγκασε την έγκυο μητέρα του να υποστεί την ταλαιπωρία μακρινού και κοπιαστικού ταξιδιού και τον ίδιο να γεννηθεί  υπό άθλιες συνθήκες στον βρώμικο στάβλο της Βηθλεέμ. Τις υπέστη με καρτερία. Στόχος του ήταν η σωτηρία του κόσμου κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Κατάφερε να στρέψει την προσοχή του κόσμου σε άλλα πνευματικότερα θέματα, σε αντίθεση με τους σύγχρονους πολιτικούς που καθήλωσαν τη σκέψη και την προσοχή των ανθρώπων μόνο στα οικονομικά ζητήματα. Κατάφερε να ανυψώσει τον άνθρωπο, να τον καταστήσει αναζητητή πνευματικής τροφής και να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία.
     Όποιος επισκέπτεται σήμερα τον στάβλο της Βηθλεέμ βλέπει στον τόπο εκείνο έναν περίλαμπρο ναό. Η βρωμιά εξαφανίστηκε και μετατράπηκε σε επίγειο κομμάτι της βασιλείας του Θεού. Έφτασε μόνη η γέννησή του να κάνει τη μεγάλη αλλαγή, να μεταβάλει τον στάβλο σε ναό, τη γη σε ουρανό.
    Ας δεχθούμε κι εμείς, αδελφοί Έλληνες Χριστιανοί, το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ μέσα μας. Αυτός και μόνο έχει τη δύναμη να μεταβάλλει τη βρωμιά που βιώνουμε στις μέρες μας σε πάστρα και καθαριότητα, την εθνική ταπείνωση σε δόξα, τα οικονομικά αδιέξοδα σε ευκαιρία περισυλλογής και εμβάθυνσης στο βαθύτερο νόημα της ζωής. 









Τσακαλίδης Γεώργιος
Δρ Θεολογίας
τ. Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

ΚΙΣΙΩΤΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ:Ο ΑΝΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ





Στην  Ιστορία των Θρησκευμάτων η προσδοκία για τον ερχομό του Θεανθρώπου είναι παγκόσμια. Κι αυτό συνέβη, επειδή ήταν αδύνατο οι άνθρωποι μόνοι τους, με τις δυνάμεις που διέθεταν, να γνωρίσουν τον Ένα Θεό και να ενωθούν μαζί Του. Γι’ αυτό μέσα στους αιώνες ο Θεός ήταν Αναζητούμενος από τους λαούς του κόσμου. Αυτό πιστοποιείται από τη διαχρονική μονοθεϊκή ή μονοθεϊζουσα ανάταση της ανθρωπότητας κι από την  έντονη λυτρωτική νοσταλγία που υπήρχε.      Μέσω της Εθνολογίας και της Θρησκειολογίας έχει αποδειχθεί ότι η πίστη αυτή οφείλεται σε  αρχαία κληρονομηθείσα θρησκευτική εμπειρία. Όμως η  προσπάθεια που έκαναν οι άνθρωποι μέσα στους αιώνες, για να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό, απέβη άκαρπη. Η αληθινή Θεογνωσία παρέμενε μόνο νοσταλγία. Δεν κατόρθωσαν  οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις τους να φθάσουν τον Άφθαστο. Η λυτρωτική αυτή νοσταλγία παρέμενε ανεκπλήρωτη. Γι’ αυτό ούτε λύτρωση υπήρχε ούτε θεός λυτρωτής στα προχριστιανικά και εξωχριστιανικά θρησκεύματα.
            Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο μόνο μια λύση απέμενε: Η κάθοδος προς τους ανθρώπους αυτού του ίδιου του Αναζητούμενου και Μοναδικού, του Ενός Θεού. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «Επειδή η ανθρωπότητα δεν μπορούσε ν’ ανέβει στους ουρανούς, κατέβηκε ο Θεός σε μας[1]…γι’ αυτό φόρεσε σάρκα, για να μπορέσω να διαλεχθώ μαζί Του[2]». Κι ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνοντας τη σκέψη αυτή γράφει: « Άλλη διόρθωση στη ζωή των ανθρώπων δεν μπορούσε να γίνει, παρά μονάχα με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού[3]».

Οι «θεοφάνιες» στους αρχαίους Έλληνες και ο Θεάνθρωπος.

            Η παγκόσμια θεανθρωπική προσδοκία υπήρξε τόσο έντονη, ώστε οι άνθρωποι έπλαθαν με τη φαντασία τους ανύπαρκτους θεανθρώπους, δηλαδή μη ιστορικές, τελείως  πλασματικές και φανταστικές μορφές θεανθρώπων.
            Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο εμφανίζεται με έντονο τρόπο και παρουσιάζεται με πολλές μαρτυρίες από πολλούς η προσδοκία αυτή.
            Το κύριο γνώρισμα από τη Μινωική θρησκεία και  τα Ομηρικά έπη έως και τα χρόνια της Καινής Διαθήκης είναι η συναναστροφή των θεών και των ανθρώπων και η μεταξύ τους εγγύτητα και εξοικείωση. Θεοί και άνθρωποι συνεργάζονται, ενεργούν από κοινού, αλλά και αντιμάχονται. Οι θεοί παριστάνονται με μορφή ανθρώπων. Με χαρίσματα και πάθη ανθρώπινα. Εμφανίζονται στους ανθρώπους και συνομιλούν μαζί τους με έντονη Θεοφάνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη λύση στις τραγωδίες την  έδινε «ο από μηχανής θεός».
            Ο Ιαμβλίχος μας διασώζει την πληροφορία, ότι τον Πυθαγόρα στη Νότιο Ιταλία τον θεωρούσαν θεό. ΄Αλλοι ως τον Πύθιο Απόλλωνα κι άλλοι ως τον Παιάνα. «Άλλοι δε  θεωρώντας τον έναν από τους Ολύμπιους θεούς ...που φάνηκε με ανθρώπινη μορφή στους ανθρώπους τότε..[4].».
            Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Βάκχες» βάζει το θεό Διόνυσο να λέει: «Αφού προσέλαβα ανθρώπινη μορφή απ’ το θεό, προσήλθα[5]». Και λίγο πιο κάτω: «…άλλαξα τη φύση μου μ’ εκείνη του θνητού, μετέβαλα τη μορφή μου όμοια με άνδρα[6]».
            Αλλά και στα χρόνια της Καινής Διαθήκης διασώζεται η διαχρονική πίστη στην ενανθρώπηση των θεών. Όταν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας επισκέφτηκαν τα Λύστρα της Λυκαονίας και ο Παύλος θεράπευσε έναν «εκ γενετής χωλό», οι κάτοικοι των Λύστρων «επήραν την φωνήν αυτών Λυκαονιστί λέγοντες, οι θεοί ομοιωθέντες ανθρώποις κατέβησαν προς ημάς…[7]».
            Κι όσο ο χρόνος περνούσε, μένοντας ανικανοποίητοι οι Έλληνες από την «παρουσία» των φανταστικών θεών, προσδοκούσαν και προανήγγελλαν τον ερχομό του Αναζητούμενου σωτήρα και λυτρωτή Θεού, ως Θεανθρώπου.

Ο προφητικός λόγος του Αισχύλου.

            Παρακολουθώντας τον ποιητικό λόγο και τη φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων βλέπουμε εντυπωσιακά στοιχεία σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε.
            Ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Προμηθέας Δεσμώτης[8]» χρησιμοποιεί κυριολεκτικά προφητικό λόγο για την έλευση του λυτρωτή και μας αφήνει εκστατικούς.
            Ο Προμηθέας βρίσκεται καρφωμένος πάνω σ’ ένα βράχο του Καυκάσου, τιμωρημένος από τους θεούς, κι ένας γύπας έρχεται και του τρώει τα σωθικά. Στη μαρτυρική αυτή κατάσταση προλέγει πως ο λυτρωτής του θα είναι τέκνο της Ιούς και του Δία. Θα είναι υιός θεού και υιός παρθένου, δηλαδή θεάνθρωπος. «Θα κάνει γάμο ο Δίας, που θα τον μετανιώσει…. Ποιος θα σε λυτρώσει από το Δία; (ρωτάει η Ιώ) Κάποιος απόγονός σου πρέπει να ’ναι. (η Ιώ)Πώς είπες; Δικός μου γιος θα σ’ απαλλάξει; Ναι.».
            Στη συνέχεια ο Προμηθέας προαναγγέλλει ότι ο θεάνθρωπος αυτός θα καταλύσει το κράτος του Δία και θα αφανίσει τη δύναμή του. «Έχει την ανάγκη μου ο Δίας, για να του φανερώσω τη νέα απόφαση που έρχεται, απ’ την οποία και σκήπτρο και τιμές θα χάσει…. Θα του γεννήσει τέκνο (η Ιώ) πιο τρανό απ’ αυτόν….Θα βγει απ’ τα σπλάχνα της γενναίος, τοξότης ξακουστός που θα με λύσει..». Συζητώντας δε ο Προμηθέας με τον Ερμή, ο τελευταίος του αποκαλύπτει ότι το τέλος του μαρτυρίου του θα έρθει, όταν κάποιος θεός πάρει τη θέση του και κατεβεί στ’ ανήλια τάρταρα του Άδη με τη θέλησή του και τον ελευθερώσει. «Τέλος του μαρτυρίου σου να μην προσμένεις, προτού κάποιος θεός τα πάθη σου αναλάβει και στο σκοτεινό θα πάει κάτω, με τη δική του θέληση, τον Άδη, και στού Τάρταρου τ’ ανήλια βάθη[9]».
            Και προχωρώντας λίγο ακόμη αποκαλύπτει στην Ιώ, πότε θα γίνουν όλ’ αυτά. «Στην Τρίτη γενεά μετά απ’ τις δέκα». Δηλαδή μετά από 455 χρόνια, από τότε που γράφτηκε η τραγωδία[10]!!
            Πραγματικά μένει κατάπληκτος κανείς μ ’αυτή την προφητική διατύπωση του Αισχύλου. Νομίζει πως διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα.

Περιμένοντας ο Σωκράτης τον Αναμενόμενο δάσκαλο.

Η έντονη προσδοκία των αρχαίων Ελλήνων για τον ερχομό του Θεανθρώπου εμφανίζεται διαυγέστερα και διδάσκεται πληρέστερα από το Σωκράτη.
            Στην Απολογία του που μας διέσωσε ο Πλάτωνας, απευθυνόμενος στους δικαστές του λέει: «…στην υπόλοιπη ζωή σας θα πέφτατε σε βαθύ ύπνο, αν ο θεός, από ενδιαφέρον για σας, δεν έστελνε για σας κάποιον άλλον να σας διδάξει[11]».
            Κατά το Σωκράτη ο προσδοκώμενος  θεάνθρωπος θα δημιουργήσει μια περίοδο αφύπνισης και εγρήγορσης. Θα είναι δικαιότατος, όμως θα θεωρηθεί άδικος. Γι’ αυτό θα ταπεινωθεί και θα οδηγηθεί σε μαρτυρικό θάνατο. Όπως επισημαίνει στην «Πολιτεία» του ο Πλάτωνας, θα ανασκολοπιστεί, θα κρεμασθεί επί ξύλου υψηλού.
«Θα τον απογυμνώσουν απ’ όλα εκτός από τη δικαιοσύνη…με την οποία θα μείνει σταθερά δεμένος μέχρι το θάνατο. Άδικο θα τον θεωρήσουν, αν και θα είναι δίκαιος... Έτσι ζώντας ο δίκαιος θα μαστιγωθεί,… θα πυρακτωθούν οι οφθαλμοί του, και αφού υποστεί όλες τις ταπεινώσεις, θα ανασκολοπιστεί και θα πεθάνει[12]».
            Το ίδιο καταπληκτική είναι και η στιχομυθία ανάμεσα στο Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη που αναφέρεται στο θέμα της προσευχής.
            Ο Σωκράτης επισημαίνει ότι οι άνθρωποι δε γνωρίζουν το πραγματικό τους συμφέρον και γι’ αυτό κατά την προσευχή τους ζητούν και πράγματα που βλάπτουν και τους ίδιους και τους άλλους. Για να είναι όμως αποτελεσματική η προσευχή, πρέπει να προσφέρεται από ευσεβή και δίκαιη ψυχή. Γι’ αυτό ο Σωκράτης λέει πως η επικοινωνία με το θεό δεν είναι εύκολη και απλή. «Είναι ανάγκη, τονίζει, να περιμένουμε μέχρι να μας διδάξει κάποιος, πώς να συμπεριφερόμαστε  προς το θεό και τους ανθρώπους[13]».
Ο Αλκιβιάδης τότε ρωτάει: «Πες  μου, Σωκράτη, πότε θα έρθει αυτός ο χρόνος, και ποιος είναι αυτός που θα μας διδάξει; Γιατί με μεγάλη χαρά θα’ θελα να δω αυτόν τον άνθρωπο ποιος είναι».
            Κι ο Σωκράτης του απαντά: «Αυτός που νοιάζεται και για σένα».
            Υπάρχει κάποιος δάσκαλος, του λέει,  που πρόκειται να έρθει. Αυτός ο Αναμενόμενος δάσκαλος ενδιαφέρεται για όλους τους ανθρώπους και για τον καθένα ξεχωριστά, όπως είναι ο Αλκιβιάδης.
            Ενθουσιασμένος από το λόγο αυτό ο Αλκιβιάδης, λέει: «Ας αφαιρέσει από πάνω μου την ομίχλη που με σκεπάζει ή ό,τι άλλο θέλει. Γιατί εγώ έχω ετοιμαστεί να μην αποφύγω τίποτε απ’ όσα εκείνος προστάζει, όποιος κι αν είναι, αν πρόκειται να γίνω καλύτερος».
            Ανταποκρινόμενος ο Σωκράτης στον ενθουσιασμό του Αλκιβιάδη ανταπαντά: «Είναι βέβαιο ότι θα επιδείξει αξιοθαύμαστη φροντίδα και για σένα».
            Κι ενώ ετοιμάζονταν να προσφέρουν θυσία στους θεούς, μετά απ’ αυτή τη συνομιλία, ο Αλκιβιάδης προτείνει να αναβάλλουν την προσφορά της θυσίας «εις τότε», δηλαδή μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο ο Αναμενόμενος Δάσκαλος θα διδάξει τους ανθρώπους, πώς πρέπει να προσεύχονται. Κι ο Σωκράτης συμφωνεί ν’ αναβάλλουν τις θυσίες. Συμπερασματικά  τότε ο Αλκιβιάδης παρατηρεί: «Στους θεούς, τους στεφάνους και τ’ άλλα απαραίτητα, θα τα προσφέρουμε τότε, όταν εκείνη η ημέρα  φθάσει. Θα έρθει σύντομα, επειδή το θέλουν οι θεοί».
            Γνωρίζοντας αυτά τα κείμενα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο μ. Χ. αιώνα,  αναφωνεί: «Θεωρώ πως δεν ήταν δυνατόν οι Έλληνες να μιλήσουν σαφέστερα για το Σωτήρα μας[14]».
            Μπροστά στην αδυναμία των ανθρώπων να υπερβούν τον εαυτό τους, τα πάθη, τις αδυναμίες και την άγνοιά τους, ώστε να γνωρίσουν το Θεό και να ενωθούν μαζί Του, η αγάπη και η πρόνοιά Του προετοίμασε τον κόσμο ολόκληρο και ιδιαίτερα το λαό των Ελλήνων δια του ποιητικού λόγου και της φιλοσοφίας, ώστε , όταν θα ερχόταν, να γίνει γνωστός και αποδεκτός. Ο Θεός «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν». Με τον «σπερματικό του λόγο» ετοίμασε τους ειδωλολάτρες, όπως επισημαίνει ο άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυρας τον 2ο μ.Χ. αιώνα, να Τον δεχθούν και να Τον πιστέψουν, όπως οι προφήτες το λαό του Ισραήλ. Κι όταν «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου…, εκένωσεν εαυτόν…, και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού… και εγενόμεθα υιοί του Θεού του Υψίστου… και … κοινωνοί θείας φύσεως».






[1] Migne EΠ 52 σελ. 405
[2] »   »                        452
[3] »  »      ΕΠ  30 σελ. 461
[4] Ιάμβλιχος, περί του Πυθαγόρου βίου 6,30
[5] Ευριπίδου, Βάκχαι 4 εξής
[6]   »  »           » »     53 εξής
[7] Πράξεις   14,8-18
[8] Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, στ.772 εξής…834 εξής…848 εξής…908εξής…920 εξής
[9]   »      »       »             »                   στ.      1026 εξής
[10]   »     »        »             »                   στ. 774
[11] Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18 (31 Α)
[12] Πλάτωνος, Πολιτεία Β΄, (361C-362A)
[13]Πλάτωνος, Αλκιβιάδης Δεύτερος (150 D .. εξής)
[14] Στρωματείς 5,13, σε Migne ΕΠ 9, σελ. 125Β

1.       [14]Migne EΠ 52 σελ. 405
2.       [14] »   »                        452
3.       [14] »  »      ΕΠ  30 σελ. 461
  1. [14] Ιάμβλιχος, περί του Πυθαγόρου βίου 6,30
5.       [14] Ευριπίδου, Βάκχαι 4 εξής
6.       [14]   »  »           » »     53 εξής
7.       [14] Πράξεις   14,8-18
8.       [14] Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, στ.772 εξής…834 εξής…848 εξής…908εξής…920 εξής
9.       [14]   »      »       »             »                   στ.      1026 εξής
  1. [14]   »     »        »             »                   στ. 774
11.    [14] Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18 (31 Α)
12.    [14] Πλάτωνος, Πολιτεία Β΄, (361C-362A)
  1. [14]Πλάτωνος, Αλκιβιάδης Δεύτερος (150 D .. εξής)
  2. [14] Στρωματείς 5,13, σε Migne ΕΠ 9, σελ. 125Β